Στους χώρους εργασίας το ονομάζαμε power dressing. Στις προσκλήσεις για τα πάρτι υπήρχε πάντα ένα dress code που έπρεπε να ακολουθηθεί. Συνήθως αγοράζαμε κάποιο καινούριο ρούχο αν είχαμε να πάμε σε έναν γάμο. Α, και περνάγαμε τέλεια παρακολουθώντας στην τηλεόραση και σχολιάζοντας την παρέλαση των διασημοτήτων στον κόκκινο χαλί των Όσκαρ ή άλλων τελετών βράβευσης.
Αυτές ήταν οι προσωπικές μας στιγμές μόδας. Προς το παρόν, δεν υπάρχουν πλέον. Έχουν εξατμιστεί εν μέσω των εντολών που έχουμε από τους ειδικούς επιστήμονες να εργαζόμαστε από το σπίτι, να μην συνωστιζόμαστε και τις λοιπές προφυλάξεις από τον κορωνοϊό.
Ο δημόσιος χώρος έκλεισε. Πολλοί από τους εργαζομένους δεν πηγαίνουν πλέον στους χώρους εργασίας τους. Τα σχολεία είναι κλειστά. Τα μουσεία και τα θέατρα είναι σκοτεινά. Και έχουμε χάσει λίγο από τον εαυτό μας: ένα ουσιαστικό κομμάτι της ταυτότητάς μας που έχει τις ρίζες του στο πώς σχετιζόμαστε με τους ανθρώπους γύρω μας και πώς τοποθετούμε τους εαυτούς μας μέσα στην κοινωνική ιεραρχία.
Όταν αναρωτιόμαστε: «Τι να φορέσω σήμερα;» στην ουσία αναρωτιόμαστε και για πολλά άλλα ερωτήματα όπως για τα: «Ποιος είμαι», «Τι περιμένω από τη σημερινή μέρα;». «Πώς βλέπω τη ζωή;».
Αυτοπροσδιοριζόμαστε, εν μέρει, από την ίδια την φυλή μας. Ντυνόμαστε με έναν τρόπο με τον οποίο διηγούμαστε κάτι από την ταυτότητά μας και αν δεν υπάρχει κανείς δίπλα μας για να ακούσει την αφήγησή μας, είναι σαν να έχουμε μπει σε σίγαση και να έχουμε γίνει «αόρατα φαντάσματα με πιτζάμες».
Συνήθως ντυνόμαστε για να απευθυνθούμε σε δυνητικούς πελάτες, για να εντυπωσιάσουμε το αφεντικό μας ή να αρέσουμε στον τύπο που φλερτάρουμε στο μπαρ. Φοράμε τα ρούχα μας για να υποδείξουμε τις ικανότητές μας: το κοστούμι της δικηγόρου, του τραπεζίτη, το κασμιρένιο παλτό του διευθυντή της πολυεθνικής. Στη ρίζα όλων αυτών των επιλογών βρίσκεται μια απαίτηση: «Δείτε την αξία μου». Και υπάρχει μια δήλωση: «Είμαι πολύτιμος».
Όταν πρέπει να ντυθείς για τη δουλειά - είτε είσαι υπάλληλος γραφείου, δάσκαλος σε σχολείο, εργάτης σε γραμμή παραγωγής, σερβιτόρος σε καφέ ή κοστουμάτος διευθυντής σε κάποια εταιρεία - σημαίνει πως θα πρέπει να ντυθείς με τα ανάλογα ρούχα που προσδιορίζουν τη θέση σου στην εργασία. Τα περισσότερα ρούχα που φοράμε στη δουλειά δεν υπογραμμίζουν την ατομικότητα μας. Αντίθετα, τα ρούχα εργασίας μας υπενθυμίζουν ότι είμαστε μέρος κάποιου γενικότερου συνόλου. Αυτή η «στολή» έχει να κάνει με την συνδεσιμότητα.
Το να δουλεύεις από το σπίτι και να μην αποχωρίζεσαι ποτέ τις πιτζάμες σου, μπορεί αρχικά να λειτουργήσει απελευθερωτικά. Να είναι σαν μια γιορτή άνεσης αφού αποτινάσσονται όλοι εκείνοι οι πιεστικοί εταιρικοί κανόνες που απαιτούν να ντύνεσαι στην πένα, έχεις δεν έχεις διάθεση, ή να πρέπει να φοράς κοστούμι χειμώνα-καλοκαίρι. Ωστόσο, περνώντας μια ολόκληρη μέρα φορώντας τις πιτζάμες καθισμένος μπροστά σε μια οθόνη υπολογιστή, είναι εύκολο να χάσεις τον εαυτό σου, την εστίασή σου και την αίσθηση κάποιου σκοπού.
Τα ρούχα μας δημιουργούν όρια. Σηματοδοτούν τον χρόνο μας. Οι άνθρωποι που εργάζονταν τακτικά από το σπίτι- και πριν από την εμφάνιση του κορωνοϊού- μιλούν για την ανάγκη που υπάρχει να ντυνόμαστε σαν να ήταν να πάμε στο γραφείο έτσι ώστε να μπορέσουμε να σηματοδοτήσουμε τον χρόνο που απασχολούμαστε με την εργασία αλλά και για να μην αισθανομάστε νωθρότητα. Για να νιώθουμε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε τον κόσμο γιατί χωρίς τον υπόλοιπο κόσμο, ποιοι είμαστε τελικά;
Τα ρούχα είναι τα λάφυρα της όποια επιτυχίας έχουμε. Όλη αυτή η σκληρή δουλειά και οι θυσίες που έχουμε κάνει γίνονται πιο απτές με ένα κοστούμι Tom Tom, μια Chanel τσάντα ή ένα ρολόι Rollex. Ναι, τα designer ρούχα μας βάζουν σε ένα τριπ κατανάλωσης για πράγματα που μπορεί να μην χρειαζόμαστε στην ουσία. Τα φανταχτερά brands μπορεί να είναι η αντανάκλαση μιας μεγάλης μας ανασφάλειας. Όμως αυτά μας τα αποκτήματα αποκαλύπτουν και την ιστορία της προσπάθειας μας να πετύχουμε.
Χωρίς αυτές τις στιγμές της μόδας, χάνουμε την ικανότητα μας να συνδεόμαστε. Η απόλαυση του να φοράς ένα καινούριο φόρεμα ή ένα ζευγάρι παπούτσια δεν είναι απλά μια προσωπική ικανοποίηση. Είναι ο τρόπος μας να διηγηθούμε τη δική μας ιστορία.
Όταν αναρωτιόμαστε: «Τι να φορέσω σήμερα;» στην ουσία αναρωτιόμαστε και για πολλά άλλα ερωτήματα όπως για τα: «Ποιος είμαι», «Τι περιμένω από τη σημερινή μέρα;». «Πώς βλέπω τη ζωή;».
Όταν δεν μπορούμε πλέον να βρούμε κανένα λόγο για να ντυθούμε είναι σαν να σιωπούμε. Η προσωπική ιστορία μας παραμένει ανείπωτη. Έτσι, καθώς απομονωνόμαστε στο σπίτι μας, τα ρούχα μας μπορούν να είναι η δική μας ομιλία και καθώς ντυνόμαστε με μια παρηγορητική πειθαρχία ας υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας ότι κάποια στιγμή θα μιλήσουμε και πάλι.
Info:
Το κείμενο είναι διασκευή άρθρου, της κριτικού μόδας Robin Givhan, που δημοσιεύθηκε στην The Washington Post.
σχόλια