Μπορεί μερικές φορές να ακούγεται κλισέ, αλλά τα μαγαζιά είναι οι άνθρωποί τους – σίγουρα υπάρχει ένα που σας έχει κάνει να το πείτε. Και ένα μικρό σε τετραγωνικά, αλλά πληθωρικό σε χαρακτήρα μαγαζί που μόλις εμφανίστηκε στην καρδιά του κέντρου είναι το αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας φιλίας και ενός αυθόρμητου πάρτι.
Αν βγαίνετε στην Κολοκοτρώνη, τότε σίγουρα θα γνωρίζετε το Noel, το μπαρ της Αθήνας που το χαρακτηρίζει μια έντονη θεατρικότητα και μια φθαρτή, προσιτή πολυτέλεια. Αν σας απασχολούν οι εξελίξεις στη γεύση της πόλης, τότε ποντάρω ότι θα έχετε δοκιμάσει όσα σερβίρει το γαστρομαγειρείο του Νέου Κόσμου που έγινε πολύ γρήγορα στέκι, το ΦΙΤΑ δηλαδή.
H Φανή Σπυριδάκη του πρώτου και ο Φώτης Φωτεινόγλου του δεύτερου γνωρίζονται καιρό, από τη Θεσσαλονίκη, το είχαν σίγουρο ότι κάποια στιγμή θα συνεργάζονταν. Μόνο που η πορεία τους στην εστίαση δεν τους είχε αφήσει μέχρι σήμερα το περιθώριο να σκεφτούν το πώς και το πού θα έκαναν κάτι μαζί. Μέχρι που εν μέσω καραντίνας κανόνισαν, μαζί με τον έτερο δημιουργό του ΦΙΤΑ Θοδωρή Κασσαβέτη να μαγειρέψουν όλοι μαζί και να φάνε παρέα ένα μεσημέρι Κυριακής.
Θέλαμε αυτό το φαγητό που έχει περάσει ως νεοπλουτίστικο να το απενοχοποιήσουμε, να το προσφέρουμε σε μποέμ εκδοχή και περιβάλλον, να τρώτε τα στρείδια και τα μικρά, σαν μπιζού πιάτα πάνω στο μπαρ, να δοκιμάσετε προσιτές σαμπάνιες όπως θα πίνατε ένα κρασί οπουδήποτε αλλού και να μην το κάνουμε πολύ μεγάλο θέμα.
«Ήρθαν στο σπίτι μου γύρω στις έντεκα το πρωί. Όσο η μέρα περνούσε, από τρεις φτάσαμε να γίνουμε εννιά. Όλοι μας έχουμε τουλάχιστον τέσσερις με έξι ώρες κενό μνήμης από εκείνη τη μέρα, θυμάμαι ότι κάποια στιγμή αγανάκτησαν στο Oinoscent μετά τα πολλά τηλεφωνήματα που τους πήραμε για να μας προμηθεύσουν με κρασί. Η κατάληξη αυτού του γεύματος ήταν να μην πάει κανένας στη δουλειά του τη Δευτέρα και ο μισός εξοπλισμός του σπιτιού μου να βρεθεί σπασμένος. Αποφασίσαμε λοιπόν αυτήν τη μέρα, που είχε πολύ φαγητό, πολύ αλκοόλ και πολύ τραγούδι να την κάνουμε μαγαζί», λέει η Φανή.
Μαζί με τους τρεις του πάρτι, στη σημερινή παρέα του Blue Oyster είναι ο Άρης Δούκας (Noel, Η Βόλβη, Μr. Fox). «Από τα εννιά άτομα που μαζεύτηκαν εκείνο το βράδυ στο σπίτι τώρα είμαστε δεκαεννιά, προστίθενται διάφοροι φίλοι, γιατί είναι πολύ δύσκολο να έρθεις εδώ και να μη γίνουμε φίλοι με κάποιο τρόπο. Το φαγητό και το ποτό είναι το πρόσχημα για να δημιουργηθεί ένα πολύ μεγάλο πάρτι στο οποίο συμμετέχουμε όλοι κάθε βράδυ, για να εκτονωνόμαστε», συνεχίζει.
Όπως φαίνεται και από το εστιατόριό τους, ο Φώτης Φωτεινόγλου και ο Θοδωρής Κασσαβέτης απολαμβάνουν να δουλεύουν με ψάρι ημέρας και να το προσφέρουν με διάφορους τρόπους, λιτούς ή πιο δημιουργικούς. Για τη Φανή Σπυριδάκη, «είναι το φαγητό του μερακλή. Επιπλέον, οστρακοειδή υπήρχαν και υπάρχουν σε ψαροταβέρνες και εστιατόρια, αλλά συνήθως είναι guest stars. Σε εμάς θα είναι πρωταγωνιστές». Η μπάρα του Blue Oyster είναι και η βιτρίνα στην οποία τοποθετούν τους θαλασσινούς θησαυρούς τους.
Στο μενού τους βρίσκουμε edamame, sushi rice με μυρωδικά και ψάρι ημέρας (είναι στα must), σαλάτα με κολοκύθι και σαλάτα με σολομό, nigiri με ψάρι ημέρας – εμείς το δοκιμάσαμε με μπαρμπούνι καψαλισμένο στο φλόγιστρο, νόστιμη μπουκιά. Έχουν επίσης καρπάτσιο μυλοκόπι και χτένι, σεβίτσε με τσιπούρα και γαρίδα, ταρτάρ καραβίδας πολύ ωραία συνδυασμένο με σταμναγκάθι, γαρίδα και χτένι με αρωματικό βούτυρο, ημίπαστο σκουμπρί με πίκλα παντζαριού που πρέπει να επιλέξετε, gunkan τόνου, δροσερό ρολό ψαριού ημέρας σε φύλλο ρυζιού.
Τα πλατό οστράκων, ωμών ψαριών και θαλασσινών φτιάχνονται σε δύο μεγέθη, τα σφηνάκια γίνονται με τζιν, αγγούρι και φινόκιο ενώ προσφέρουν και μια βότκα αρωματισμένη με καβούρι. Από τη Νέα Ζηλανδία και την Αλσατία, από την Ιταλία, την Ισπανία και την Ελλάδα, οι ετικέτες κρασιών που έχουν συγκεντρώσει διαμορφώνουν μια σοφιστικέ λίστα. Οι σαμπάνιες δεν θα μπορούσαν να λείπουν, έχουν επιλογές (οι φιάλες ξεκινούν από τα 70 ευρώ), ενώ θα βρείτε προτάσεις και σε ατομικό μπουκάλι.
«Θέλαμε αυτό το φαγητό που έχει περάσει ως νεοπλουτίστικο να το απενοχοποιήσουμε, να το προσφέρουμε σε μποέμ εκδοχή και περιβάλλον, να τρώτε τα στρείδια και τα μικρά, σαν μπιζού πιάτα, πάνω στο μπαρ, να δοκιμάσετε προσιτές σαμπάνιες όπως θα πίνατε ένα κρασί οπουδήποτε αλλού και να μην το κάνουμε πολύ μεγάλο θέμα», λέει η ένοικος της Κολοκοτρώνη, η οποία διαμόρφωσε και την αισθητική του μαγαζιού που χωρίζεται σε τρία επίπεδα.
Όπως και στο μπλε μπαρ (μέσα στο μπαρ) του Noel, έτσι και στο Blue Oyster ο διάκοσμος του ισογείου χαρακτηρίζεται από την τεχνική της εκτύπωσης πάνω σε πλακάκι. Με έμπνευση από τη γερμανική αναγέννηση, με απλίκες καμπίνας να φωτίζουν τον χώρο και λεπτομέρειες εμπνευσμένες από τις στολές της ελβετικής παπικής φρουράς, η Φανή Σπυριδάκη έχει δημιουργήσει έναν μαξιμαλιστικό μικρόκοσμο, από αυτούς στους οποίους μας έχει συνηθίσει.
Στον πρώτο όροφο τα πλακάκια που καλύπτουν τους τοίχους είναι όλα ζωγραφισμένα στο χέρι από μια ομάδα σπουδαστών της Καλών Τεχνών – η ιδέα ήταν να απεικονίζουν τατουάζ των ναυτικών.
«Τον πιστεύω πολύ τον πάνω χώρο, νομίζω ότι είναι μία από τις πιο σέξι καβάτζες για πρώτο ραντεβού στην πόλη, για όσους θέλουν να απομονωθούν και να κρυφτούν από τον κόσμο, μες στον κόσμο», όπως τον περιγράφει. Αν αναζητήσετε τις τουαλέτες, είναι στο υπόγειο. Εκεί θα συναντήσετε τοιχογραφίες με θέμα τα ναυάγια, ενώ η μουσική θα ακούγεται με ένταση. «Αν πιείτε πολύ, πιστεύω ότι ο κάτω χώρος θα σας φανεί οικείος και φιλόξενος».
Σχεδόν πάνω στη συμβολή των οδών Κολοκοτρώνη και Αιόλου, η μπλε πόρτα του μαγαζιού δύσκολα περνάει απαρατήρητη, αποτελεί statement. «Η γειτονιά την έχει αγαπήσει ήδη και τη φωτογραφίζει μαζί με τους περαστικούς. Η αλήθεια είναι ότι έκανα κάτι αρκετά θορυβώδες γιατί θέλω εξαρχής ο επισκέπτης να καταλάβει ότι εισέρχεται σε έναν χώρο με ισχυρή προσωπικότητα. Μπορεί να μην του αρέσει, μπορεί να μη γίνουμε από τα αγαπημένα του μέρη, αλλά αυτό το μαγαζί δεν είναι χαμηλόφωνο. Είμαστε φωνακλάδες, με ταμπεραμέντο και αισθητική σφραγίδα».
Για όσους αναρωτιέστε, το όνομα του μαγαζιού προφανώς και παραπέμπει στο gay club από τη σειρά ταινιών «Η μεγάλη των μπάτσων σχολή». Παράλληλα, όμως, το Blue Oyster περιγράφει ένα μαγαζί που πουλάει στρείδια, στο οποίο κυριαρχεί το μπλε χρώμα και η ομάδα του έχει χιούμορ.
Στη μουσική που επιλέγουν ακολουθούν τη συνταγή εκείνης της ξέφρενης Κυριακής. Όσο είναι νωρίς, οι ήχοι παραπέμπουν σε νησιά και ηλιοβασιλέματα, ενώ μετά τις εντεκάμισι, όταν αποσύρονται τα πιάτα, ξεκινάει ένας μουσικός σουρεαλισμός.
«Έχουμε ετερόκλητα μουσικά γούστα, δεν ξέρω αν συνδυάζονται επιτυχημένα, αλλά τα παντρεύουμε. Το ότι θα παίξουμε πολλά και διάφορα πράγματα πιστεύω ότι λειτουργεί και ως γέφυρα ανάμεσα σε όσους έχουν έρθει μέχρι τώρα και όσους θα έρθουν, περιμένουμε ανθρώπους που διαφέρουν ο ένας από τον άλλον. Η μουσική είναι ο σκηνοθέτης της βραδιάς. Και ο καλός σκηνοθέτης δεν μαρτυρά στο κοινό τι θα ακολουθήσει, είναι απρόβλεπτος, εκπλήσσει».
Blue Oyster, Κολοκοτρώνη 62, Αθήνα