Ακόμα ένα ταξίδι στη γαλλική επαρχία είναι πρόκληση. Η μητροπολιτική Γαλλία έχει μεγάλη ποικιλομορφία τοπίων, σημαντικές κλιματολογικές διαφοροποιήσεις, όπως επίσης διαφορές στην κατά τόπους αρχιτεκτονική και τις διαλέκτους. Αν συνυπολογίσουμε τα τοπικά προϊόντα και τη γαστρονομία, χρειάζεται μια ζωή για να τη γνωρίσει κάποιος σε βάθος.
Η πρώτη μου επαφή με την πατρίδα του Βολτέρου συνέβη το 1987, όταν, εκμεταλλευόμενος ένα καλοκαιρινό δωρεάν πρόγραμμα γλώσσας του πανεπιστημίου της Ρουέν, μου δόθηκε η ευκαιρία, στα 17, να περάσω ανέμελα ενάμιση μήνα ταξιδεύοντας στην επαρχία της Νορμανδίας, με ορμητήριο την ιστορική της πρωτεύουσα. Σ’ αυτές τις ηλικίες οι απαιτήσεις είναι ελάχιστες, ο ενθουσιασμός μεγάλος, ιδίως όταν στην τσέπη υπάρχει ένα βιβλίο με τις flâneries του Μποντλέρ. Την αίθουσα των μαθημάτων την είδα 3-4 φορές, τη γλώσσα την κουτσοέμαθα, τη χώρα την ερωτεύτηκα. Αρχές Αυγούστου, λίγο πριν από την επιστροφή στην Ελλάδα, περιπλανώμενος στο Père-Lachaise, υποσχέθηκα στον εαυτό μου η Γαλλία να είναι ο τόπος που θα επισκέπτομαι με κάθε ευκαιρία.
Χωρίς να παρεκκλίνω από την εφηβική υπόσχεση, κύλησαν 36 χρόνια από εκείνο τον Αύγουστο, με πάμπολλα ταξίδια στη χώρα. Μια περιφέρεια που ποτέ δεν έτυχε να επισκεφθώ ήταν η Βρετάνη (Bretagne), τόπος με έντονα κελτικά στοιχεία. Έτσι, με αφορμή ένα επαγγελματικό ταξίδι σε οινοποιεία του Λίγηρα, αποφάσισα να παρατείνω τη διαμονή για να ταξιδέψω οδικώς στη Βρετάνη, περιοχή που προσαρτήθηκε οριστικά στη Γαλλία το 1532.
Η Bρέστη, σημαντικό λιμάνι του Ατλαντικού, παρότι το 1944 ισοπεδώθηκε από βομβαρδισμούς, τα επόμενα χρόνια ξαναχτίστηκε, διατηρώντας τον χαρακτήρα της. Υπάρχουν όμορφα αξιοθέατα στην πόλη και είναι πολλές δραστηριότητες που προσφέρει, όμως αυτό που ψάχνω κυρίως είναι το στρογγυλό επιδόρπιο Paris-Brest.
Αφετηρία ήταν η Nάντη, με κατεύθυνση βορειοδυτικά. Το ταξίδι χωρίστηκε σε δύο μέρη, βάσει του γεωγραφικού διαμερίσματος, των νοτίων περιοχών Morbihan και Finistère και των βορείων Côtes-d’Armor και Ille-et-Vilaine, συμπεριλαμβανομένου και του διάσημου Mont-Saint-Michel στα όρια της Νορμανδίας. Όσο οι συνθήκες το επέτρεπαν, κυρίως η μικρή διάρκεια της ημέρας τον χειμώνα, οι διαδρομές γίνονταν μέσω του επαρχιακού οδικού δικτύου.
Στάση πρώτη το πανέμορφο χωριό Rochefort-en-Τerre που λειτούργησε ως μηχανή του χρόνου γι’ αυτό που θα ακολουθούσε τα επόμενα 24ωρα. Το κάστρο του 12ου αιώνα δεσπόζει και γύρω από αυτό βρίσκονται πετρόχτιστα σπίτια «πνιγμένα» στα αναρριχώμενα φυτά, όπως και πλακόστρωτα δρομάκια.
Μετά από 125 χιλιόμετρα, γεύμα στo γραφικό λιμανάκι της Pont-Aven και πρώτη επαφή με παλίρροια και άμπωτη. Υπέροχη εικόνα τα καΐκια και τα ιστιοπλοϊκά που στέκουν γερμένα, περιμένοντας την άνοδο της στάθμης, για να ισορροπήσουν ξανά στο νερό. Toν 19ο αιώνα το χωριό αποτέλεσε τόπο δημιουργίας και διαμονής για εικαστικούς, με το σπουδαίο Πολ Γκογκέν να ξεχωρίζει.
Λίγο πριν από τη δύση, βόλτα στο περιτειχισμένο λιμάνι του Concarneau, πόλη με πλούσια ναυτική ιστορία. Η rue Vauban σφύζει από τουρίστες όλο τον χρόνο. Ανεβαίνοντας στα τείχη, μπορείτε να παρατηρήσετε τη δραστηριότητα των ψαράδων στις αποβάθρες απέναντι. Οι ριπές των ανέμων στον Βισκαϊκό κάνουν συχνά τα λιμάνια απρόσιτα. Οι έντονες καταιγίδες και η ομίχλη στον κόλπο έχουν τη φήμη ότι αποπροσανατολίζουν τους ναυτικούς, προκαλώντας ναυάγια και θλιβερές ιστορίες.
Η νύχτα με βρίσκει στην Quimper, μια πόλη 70.000 κατοίκων, όπου το καμπαναριό του γοτθικού καθεδρικού ναού Saint-Corentine αγγίζει τον ουρανό. Γύρω του το πανέμορφο ιστορικό κέντρο, χτισμένο πλάι στον ποταμό Odet. Στη Γαλλία, όπως και στα περισσότερα κράτη της Κεντρικής Ευρώπης, οι ποτάμιες μεταφορές είχαν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του εμπορίου.
Η διανυκτέρευση στην Quimper δεν επιλέχθηκε τυχαία. Ως γνωστόν, η Βρετάνη είναι η πατρίδα της κρέπας και οι πληροφορίες λένε ότι σαν αυτές της Quimper δεν υπάρχουν πουθενά αλλού. Ουσιαστικά, η κρέπα είναι εξέλιξη της τηγανίτας, έδεσμα που συναντάται παντού στον κόσμο, από καλαμπόκι, δημητριακά, ρύζι, όσπρια ή οτιδήποτε άλλο βάλει ο νους. Η διαφορά της κρέπας των Βρετόνων (συχνά την ονομάζουν και galette bretonne) είναι ότι παρασκευάζεται από φαγόπυρο που καλλιεργείται στην περιοχή. Αποτελούν ένα πλήρες γεύμα, ανάλογα με τα υλικά που προστίθενται (αλμυρά ή γλυκά), και συνοδεύονται από μηλίτη, αχλαδίτη ή άλλα τοπικά αποστάγματα – είναι από τις λίγες περιοχές της Γαλλίας που δεν παράγει κρασί.
Μετά το πρωινό οδηγώ προς Locronan, ένα χωριό με έντονες κελτικές παραδόσεις και αρχιτεκτονική κληρονομιά. Αρχαίοι μύθοι μπλέκουν με τη θρησκεία και αυτός ο συνδυασμός δημιουργεί περίπλοκα τελετουργικά, όπως αυτό της Grande Troménie, μιας πορείας θρησκευτικής με σκοπό τη μετάνοια που χάνεται στους αιώνες. Κάθε έξι χρόνια πραγματοποιείται μια διαδρομή 12 χιλιομέτρων, η προσεχής θα διεξαχθεί το φθινόπωρο του 2025. Η πομπή ακολουθεί την ακριβή διαδρομή της δρυϊδικής πορείας μύησης, τη Nemeton.
Σειρά έχει η Bρέστη, σημαντικό λιμάνι του Ατλαντικού, που παρότι το 1944 ισοπεδώθηκε από βομβαρδισμούς, τα επόμενα χρόνια ξαναχτίστηκε, διατηρώντας τον χαρακτήρα της. Υπάρχουν όμορφα αξιοθέατα στην πόλη και είναι πολλές οι δραστηριότητες που προσφέρει, όμως αυτό που ψάχνω κυρίως είναι το στρογγυλό επιδόρπιο Paris-Brest που πήρε το όνομά του από την ομώνυμη ποδηλατική διαδρομή των 1.200 χιλιομέτρων – σε αυτή την απόσταση υπολογίζουμε και την επιστροφή στο Παρίσι.
Το διάσημο γλυκό δημιουργήθηκε το 1910 από τον Louis Durand, έναν ζαχαροπλάστη του Maisons-Laffitte, όταν ο οργανωτής του ποδηλατικού αγώνα τού ζήτησε να φτιάξει μια τούρτα σε σχήμα τροχού ποδηλάτου για να διαδώσει το άθλημα στο ευρύ κοινό. Η γλυκιά αυτή δημιουργία προοριζόταν να απονεμηθεί στον νικητή του αγώνα. Πρόκειται για ζύμη ζαχαροπλαστικής (pâte à choux) γεμισμένη με κρέμα πραλίνας και γαρνιρισμένη με ξεφλουδισμένα αμύγδαλα. Με τα χρόνια έχουν φτιαχτεί πολλές παραλαγές, στη Bρέστη δοκίμασα 2-3 προτάσεις από τοπικά ζαχαροπλαστεία, όμως σαν του Stohrer στο Παρίσι δεν υπάρχει. Είναι από τα γλυκά που κάθε μπουκιά του σε κάνει να ονειρεύεσαι.
Με ενοχές για τις σακχαρώδεις υπερβολές, οδηγώ 65 χιλιόμετρα έως τον τελικό προορισμό της δεύτερης ημέρας, το Roscoff. Έχει πέσει η νύχτα, η ομίχλη δυσκολεύει τον προσανατολισμό και φτάνοντας στο λιμάνι της κωμόπολης διακρίνω στο μισοσκόταδο μια μοναδική εικόνα σαν από ταινία του Τζον Κάρπεντερ: υδρατμοί στην επιφάνεια της θάλασσας, εκκωφαντική ησυχία, παγωνιά να διαπερνά τα κόκαλα και μυρωδιά καμένου ξύλου – άνθρωποι πουθενά.
Την επομένη όλα δείχνουν εντελώς διαφορετικά. Ο ήλιος ζεσταίνει το χειμωνιάτικο πρωινό και οι ρυθμοί αντιστοιχούν σε αυτούς μιας κοινότητας 3.500 κατοίκων. Οι υποδομές μαρτυρούν τους ταξιδιώτες που δέχεται χάρη στην ακτοπλοϊκή σύνδεση από και προς την Ιρλανδία και τη νότια Αγγλία: δρομολόγια επιβατικών πλοίων, τα οποία από την αρχή της άνοιξης έως αργά το φθινόπωρο είναι καθημερινά. Το γραφικό Roscoff θεωρείται η πατρίδα της θαλασσοθεραπείας. Το 1910 ο Dr. Bagot άνοιξε το πρώτο κέντρο παγκοσμίως για να υποδεχτεί ασθενείς που υπέφεραν από ρευματισμούς. Επιγραφές έξω από σύγχρονες μονάδες κάνουν ευδιάκριτη τη δραστηριότητα του θεραπευτικού και ιατρικού τουρισμού στην περιοχή.
Η πολύωρη διαδρομή που ακολουθώ έχει το κανάλι της Μάγχης στα αριστερά, η δαντελωτή ακτογραμμή με τους κατά τόπους οικισμούς δημιουργεί ένα τοπίο με πανέμορφες εικόνες που εναλλάσσονται. Παραλληλίζοντας το ταξίδι με ένα απολαυστικό γεύμα, έχω την αίσθηση ότι οι πρώτες ημέρες ήταν το ορεκτικό και τώρα ξεκινάω το κύριο πιάτο. Ενθουσιασμός και ευφορία στο Perros-Guirec με τους αμμώδεις κολπίσκους, τα τεράστια βράχια από ροζ γρανίτη και τα νερά στις αποχρώσεις του πράσινου και του μπλε. Περισσή ευχαρίστηση όπου και να στρέψω το βλέμμα.
Φινέτσα και αέρας belle époque στην Dinard, πόλη-θέρετρο αντίστοιχη με το Μπιαρίτζ στον Νότο και την Ντοβίλ στον Βορρά. Λίγο πριν πέσει η νύχτα, μπαίνω στο Saint Malo, τόπο ναυτοσύνης για αιώνες, όπου τα εμβληματικά τείχη να αγκαλιάζουν την πόλη.
Τα πλοία των Βρετόνων έλεγχαν το εμπόριο κυρίως από τη Γαλλία προς τη Βόρεια Θάλασσα και μετέφεραν τα κρασιά από το Μπορντό στα λιμάνια των ανατολικών ακτών της Αμερικής. Σήμερα, οι ισορροπίες στις θαλάσσιες μεταφορές έχουν αλλάξει, όμως το Saint Malo διατηρεί την αίγλη εποχών ευημερίας και πλούτου. Επιπλέον, η πόλη δέχεται σημαντικό αριθμό επισκεπτών ετησίως, γι’ αυτό και υπάρχουν πολλά τουριστικά καταλύματα, εστιατόρια και εμπορικά καταστήματα, με τις χαρακτηριστικές μαρινιέρες να κερδίζουν τις εντυπώσεις.
Νωρίς το πρωί αναχωρώ για το Mont-Saint-Michel, επίσκεψη που στο μυαλό μου έχει προσκυνηματικό χαρακτήρα. Δεν το θεωρώ χριστιανικό μνημείο αλλά εκπλήρωση ενός παιδικού ονείρου – το πρωτοείδα σε ένα view master με φημισμένα αξιοθέατα της Γαλλίας. Κι ενώ στα παιδικά μάτια όλα φαντάζουν υπερμεγέθη και εντυπωσιακά, όταν το αντίκρισα εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό αρκετά χιλιόμετρα μακριά, σάστισα! Μια απόκοσμη καστροπολιτεία πάνω σε έναν βράχο να αναδύεται από την υγρή άμμο.
Οι αχανείς χώροι στάθμευσης απέχουν τρία χιλιόμετρα από τη βραχονησίδα και η μεταφορά γίνεται με λεωφορεία. Παρά το τσουχτερό κρύο, προτιμώ να περπατήσω για να παρατείνω την προσμονή και να χαρώ το ανείπωτης ομορφιάς κάδρο που έχω στον ορίζοντα. Τα τελευταία 800 μέτρα της διαδρομής τα διανύω στην καμπυλωτή γέφυρα που κατασκευάστηκε το 2014 και από εκεί μπορεί κάποιος να έχει ολοκληρωμένη εικόνα των μεσαιωνικών κτισμάτων.
Παρότι είχα προετοιμαστεί για αφόρητη πολυκοσμία, στην είσοδο συναντώ μερικές δεκάδες τουριστών. Ανεβαίνοντας προς το αβαείο, ακόμα λιγότερος κόσμος.
Κάθομαι ώρα στον εξωτερικό του περίβολο και δεν χορταίνω το μπλε του ουρανού που συναντιέται με αυτό της θάλασσας. Ο καιρός σε αυτό το ταξίδι είναι σύμμαχος. Σπάνιο να μη βρέξει τόσες μέρες και η ατμόσφαιρα να είναι διαυγής, ιδιαίτερα όταν βρισκόμαστε στην καρδιά του χειμώνα.
Το απόγευμα με βρίσκει στη γαστρονομική Cancale. Η κουζίνα στη Βρετάνη είναι συναρπαστική για κάποιον που αρέσκεται να ανακαλύπτει γεύσεις της θάλασσας, με αδιαμφισβήτητους πρωταγωνιστές τα οστρακοειδή. Η αναβλητικότητα για την κράτηση τραπεζιού και η πλήξη που μου προκαλεί η μακρόσυρτη διαδικασία της υψηλής γαστρονομίας μού στέρησαν τη δυνατότητα να δοκιμάσω την κουζίνα του Coquillage. Είναι αλήθεια ότι το μετάνιωσα όταν είδα πού βρισκόταν. Έχασα την ευκαιρία της εμπειρίας, αλλά ας είναι αφορμή για επιστροφή με την πρώτη ευκαιρία. Αρκέστηκα να κάτσω έξω, σ’ ένα παραθαλάσσιο μπιστρό, του οποίου ό,τι πιάτο δοκίμασα ήταν υπέροχο. Η ευχαρίστηση προερχόταν όχι μόνο από τους γευστικούς κάλυκες αλλά και από την εικόνα των ιστιοπλοϊκών, που έμοιαζαν με λευκές κουκκίδες στη θάλασσα.
Όταν σχεδίαζα το ταξίδι, αυθόρμητα επέλεξα τα δύο τελευταία βράδια να τα περάσω στην Dinan, χωρίς να αναζητήσω ιδιαίτερες πληροφορίες για τη μεσαιωνική πόλη. Φτάνοντας, νύχτα πια, κατάλαβα ότι δεν θα μπορούσα να κάνω καλύτερη επιλογή. Οι οινικές αναζητήσεις στον χώρο της δουλειάς μου μού έμαθαν ότι μεγάλο κρασί είναι αυτό που η ένταση έρχεται στο τέλος, αυτό που λέμε επίγευση. Δηλαδή η αίσθηση ότι ενώ έχεις σταματήσει να πίνεις, η τελευταία γουλιά σε ακολουθεί. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει σε ένα μουσικό έργο, με την ένταση πριν από το φινάλε. Πιστεύω, λοιπόν, ότι όλες οι σημαντικές εμπειρίες στη ζωή κάπως έτσι πρέπει να εξελίσσονται.
Τα κτίρια στο ατμοσφαιρικό ιστορικό κέντρο της Dinan είναι φτιαγμένα από ξύλο και πέτρα, κατασκευασμένα από τον 14ο έως τον 18ο αιώνα. Τα περισσότερα παραμένουν άριστα συντηρημένα, αναλλοίωτα και κατοικήσιμα. Όταν η πόλη κοιμάται, εύκολα χάνεις την αίσθηση του χρόνου, με αυτό το σκηνικό να σε περιβάλλει.
Τρυπώνω σε μια παμπ που σφύζει από ζωή. Εδώ καταλαβαίνει εύκολα κάποιος την κουλτούρα της Βρετάνης. Μιλάνε γαλλικά, τραγουδάνε κελτικά, πίνουν μπίρα, μηλίτη, ουίσκι και κρασί, έχουν τα στερεότυπα των Γάλλων, την ευθυμία των Ιρλανδών και όλα αυτά γύρω από ένα τραπέζι γαλλικού μπιλιάρδου. Πίνω το κρασί μου δίπλα στο εντυπωσιακά μεγάλο πέτρινο τζάκι, απέναντι από μια ακαθορίστου ηλικίας μορφή, βγαλμένη από διήγημα του Ντίκενς. Ακόμη ένα και ώρα για ύπνο.
Το τελευταίο πρωινό κατηφορίζω τη rue De Jerzual. Είναι νωρίς και τα μαγαζάκια με τα χαρακτηριστικά βιτρό είναι ακόμα κλειστά. Ξεχασμένα επαγγέλματα, μαζί με κάποιες γκαλερί, στεγάζονται στα περισσότερα, διατηρώντας έτσι ζωντανή την πολιτιστική κληρονομιά του τόπου. Φτάνω σε έναν οικισμό στις όχθες του ποταμού Rance και συνεχίσω να περπατάω για ώρα πλάι του, λες και πασχίζω να φτάσω στις εκβολές του. Έχω συντροφιά το θρόισμα του ανέμου και τους ήχους των πουλιών. Ο χρόνος μετράει αντίστροφα για την επιστροφή σε σκοτούρες και υποχρεώσεις, όμως η επόμενη μέρα δείχνει ακόμα μακριά.
Δείπνο στο εστιατόριο Le Cantorbery, με τα χτένια να έχουν την τιμητική τους, παρέα μ’ ένα Pouilly-Fuissé. Το κορίτσι που σερβίρει κινείται αθόρυβα στον χώρο, μια αέρινη φιγούρα που συνηγορεί στη χαλάρωση των πελατών. Είναι όλα τόσο όμορφα ή εγώ τα αισθάνομαι έτσι; Μικρή σημασία έχει.
Το GPS για την επιστροφή στο Παρίσι προτείνει μια διαδρομή που περνάει έξω από τη Ρεν. Δεν χάνω την ευκαιρία για μια δίωρη στάση στην ιστορική πρωτεύουσα της περιφέρειας. Μεγαλοπρεπής πόλη με χαρακτήρα, που μαρτυρά τον πλούτο της. Ανάμεσα στις κλασικές αρχιτεκτονικές γραμμές, ο ανακατασκευασμένος σιδηροδρομικός σταθμός με τη μεγάλη πλατεία θυμίζει ταινία επιστημονικής φαντασίας.
Η διαδρομή προς το Παρίσι από τον αυτοκινητόδρομο είναι γεμάτη προκλήσεις. Περνώντας κοντά από τόπους που έχουν να επιδείξουν αξιοθέατα ή φυσικό κάλλος, τεράστιες ταμπέλες με προσκαλούν να τους επισκεφθώ. Δυναμώνω τη μουσική και κοιτάω πόσες ώρες μένουν ως τον τελικό προορισμό. Όσο πλησιάζω, οι πληροφορίες για μποτιλιάρισμα είναι συνεχείς. Έχω φτάσει στα περίχωρα, δρόμοι «χτισμένοι», χωρίς εναλλακτικές διαδρομές. Το όνειρο των προηγούμενων ημερών χάθηκε στους ρυθμούς της μεγαλούπολης.
Χρήσιμες πληροφορίες:
Η πόλη της Ρεν έχει αεροδρόμιο που εξυπηρετεί και διεθνείς πτήσεις. Εάν επιθυμείτε να ταξιδέψετε στη Βρετάνη, παρακάμπτοντας το Παρίσι για να κερδίσετε χρόνο, μπορείτε να επιλέξετε την πόλη ως αφετηρία και τερματισμό του ταξιδιού. Επιπλέον, τους καλοκαιρινούς μήνες υπάρχουν απευθείας πτήσεις από και προς ελληνικές πόλεις (κυρίως τουριστικούς προορισμούς).
Ο κανόνας για τις καιρικές συνθήκες όλο τον χρόνο είναι βροχή και αέρας. Αδιάβροχο και αντιανεμικό, απαραίτητα.
Η τοπική κουζίνα έχει πολλά ενδιαφέροντα να επιδείξει, ιδιαίτερα σε θαλασσινά και ψάρια, αλλά δεν θα στερηθείτε το κρέας και τα πουλερικά. Οπωσδήποτε να δοκιμάσετε κρέπες, όμως προτιμήστε τες ως ολοκληρωμένο γεύμα και όχι ως σνακ στα όρθια.
Υπάρχουν ενδιαφέροντα τοπικά τυριά να δοκιμάσετε, τα περισσότερα από αγελαδινό γάλα, αφού εδώ βγαίνει το 20% της συνολικής παραγωγής αγελαδινών γαλακτοκομικών της Γαλλίας.
Λίστα κρασιών θα συναντήσετε σε όλα τα εστιατόρια. Εάν έχετε όρεξη για ωμά, μια σίγουρη επιλογή κρασιού για να τα συνοδεύσετε είναι το Muscadet από τον δυτικό Λίγηρα – η τιμή του είναι προσιτή. Προέρχεται από τη λευκή ποικιλία Melon de Bourgogne με τη χαρακτηριστική ορυκτότητα.