Νάπολη: Γιορτάζοντας τη χαρά της ζωής στη σκιά του Βεζούβιου
Ένα «ανοιξιάτικο» τριήμερο σε μία πόλη που ξέρει από φυσικές καταστροφές αλλά ξέρει και να υμνεί τη ζωή, και μία μεγάλη βόλτα στην Πομπηία και στο Ερκολάνο. Από το αρχαίο «fast food» στις σύγχρονες γεύσεις της ναπολιτάνικης κουζίνας.

Η Νάπολη είναι μια πόλη που είχε ανέκαθεν επίγνωση της θνητότητάς της, κι αυτό είναι που την κάνει τόσο ζωντανή. Ζώντας στη σκιά του Βεζούβιου εδώ και χιλιάδες χρόνια και έχοντας περάσει απανωτές καταστροφές και κακουχίες, από τον αφανισμό της Πομπηίας και του Ερκολάνο το 79 μ.Χ., το τσουνάμι του 1343 που κατέστρεψε σχεδόν όλη την ακτή του Αμάλφι, τις επιδημίες του 17ου αιώνα, μέχρι τους βομβαρδισμούς του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, την απίστευτη φτώχεια που επακολούθησε και τις δολοφονίες της μαφίας, οι Ναπολιτάνοι έχουν αποκτήσει μια ιδιαίτερη σχέση με τον θάνατο που παίζει σημαντικό ρόλο στην καθημερινότητά τους. Το καταλαβαίνεις από τα εκατοντάδες κηδειόχαρτα που είναι κολλημένα παντού στην πόλη (το ένα πάνω στο άλλο) και τα αμέτρητα εικονοστάσια-μνημεία των νεκρών (κυρίως νέων ανθρώπων) που συναντάς σε κάθε γειτονιά. Αυτή η εξοικείωση με τον θάνατο τούς δίνει το πείσμα να συνεχίσουν τη ζωή, κάνοντάς τους εξωστρεφείς, γλεντζέδες και υπερβολικά εκδηλωτικούς, όπως είναι όλοι οι άνθρωποι που γνωρίζουν ότι η ζωή είναι μικρή και το μόνο σίγουρο επικείμενο είναι το τέλος. Η απειλή της φυσικής καταστροφής που βρίσκεται συνεχώς πάνω από το κεφάλι τους τούς έχει κάνει επίσης απίστευτα προληπτικούς· χρησιμοποιούν την καλή και την κακή τύχη για να εξηγήσουν το ανεξήγητο. Για να ξορκίσουν το κακό έχουν ένα μικρό φυλακτό σε σχήμα κεράτου, το κορνιτσέλο, που προστατεύει από το κακό μάτι και φέρνει καλοτυχία. Το μικρό αυτό κέρατο (το κέρατο της Αμάλθειας της κλασικής αρχαιότητας) που είναι πάντα κόκκινου χρώματος και συνδέεται με τη γονιμότητα και τη δύναμη, ισχυρό αντίδοτο στην αρνητική ενέργεια, υπάρχει εδώ και χιλιάδες χρόνια και το βρίσκεις σχεδιασμένο παντού στα κτίρια της Πομπηίας και του Ερκολάνο, μαζί με τον φαλλό. Ο φαλλός και τα φαλλικά σύμβολα ήταν σύμβολα ευδαιμονίας πολύ πριν από τη ρωμαϊκή περίοδο, από τότε που οι αρχαίοι Έλληνες έφτασαν ως άποικοι, και παραμένουν έως τη σημερινή εποχή.

Το συνειδητοποιώ περπατώντας στην Πομπηία, στα ερείπια μιας πόλης που την περίοδο που καταστράφηκε οι κάτοικοί της ζούσαν με απίστευτη ευημερία και χλιδή, σε συνθήκες που είναι ζηλευτές ακόμα και σήμερα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είχε φτωχούς και σκλάβους, αλλά κάνοντας μια βόλτα στα αποκατεστημένα κτίρια της Regio V που άνοιξαν πρόσφατα για το κοινό βλέπεις την πολυτέλεια που απολάμβαναν οι προνομιούχοι, αλλά και τη λαχτάρα για ζωή σε ένα από τα πιο εύφορα μέρη της Ιταλίας – την Campania Felix (που μεταφράζεται ως χαρούμενη και εύφορη γη). Το δείχνουν ο τρόπος που ήταν φτιαγμένες οι επαύλεις και οι απίθανες τοιχογραφίες που διακοσμούσαν ολόκληρα τα δωμάτια, από τα πατώματα και τους τοίχους μέχρι και το ταβάνι: φτερωτοί έρωτες, σεξουαλικές σκηνές, Πρίαποι που ζυγίζουν το πέος τους με αντίβαρο γεωργικά προϊόντα από την πεδιάδα ή μεταλλικά κέρματα, φαλλοί παντού, σκηνές πλούτου και αφθονίας με κυνήγια και ακριβά υλικά που δείχνουν λατρεία για τις απολαύσεις, το καλό φαγητό, την κοινωνική ζωή, τα γλέντια.
Η Οικία των Vettii που μπορείς να δεις πλέον αποκατεστημένη είναι ένα από τα πιο εντυπωσιακά διακοσμημένα σπίτια της Πομπηίας, σχεδόν απέναντι από το σπίτι με τη Λήδα και τον Κύκνο, αν και η μεγαλύτερη ατραξιόν από πέρσι είναι το αρχαίο «φαστ φουντ», το Thermopolium, στο τέλος της οδού Vicolo delle nozze d’ Argento, στο βόρειο μέρος της πόλης που ακόμα ανασκάπτεται, αλλά και οι δύο μεγαλοπρεπείς οικίες στον ίδιο δρόμο, η Οικία delle Nozze D’ Argento και η Οικία dei Epigrammi. Ειδικά η Οικία della Nozze D’ Argento (η οικία του ασημένιου γάμου, που χτίστηκε τον 2ο αιώνα π.Χ.) δείχνει τη μεγαλοπρέπεια των σπιτιών της εποχής και το μέγεθός τους· κυριολεκτικά μέγαρα. Μετά την αποκατάσταση μπορείς να δεις τη σκεπή και τον δεύτερο όροφο, όπως και το τεραστίων διαστάσεων αίθριο, το οποίο στηρίζεται σε τέσσερις μεγάλους κίονες κορινθιακού ρυθμού, το κύριο υπνοδωμάτιο, όπου το ηλιακό φως περνούσε φιλτραρισμένο μέσω λεπτών πέπλων, και δύο μεγάλους κήπους, τον έναν ευθυγραμμισμένο με το αίθριο. Το σπίτι είχε επίσης ιδιωτικό λουτρό, μια ανοιχτή πισίνα, μια μεγάλη κουζίνα και ένα κομψό καθιστικό που μπορούσε να φιλοξενήσει συμπόσιο. Το τελευταίο ήταν διακοσμημένο με μωσαϊκό δάπεδο και τοιχογραφίες δεύτερου ρυθμού, ενώ τέσσερις οκταγωνικοί κίονες από απομίμηση πορφυρίτη στήριζαν την καμάρα της οροφής. Η οροφή του περιστυλίου είναι ψηλότερη στην πλευρά που δέχεται το περισσότερο ηλιακό φως, για να κάνει ευχάριστο τον χώρο τις χειμωνιάτικες ημέρες, ενώ ο δεύτερος κήπος, ο οποίος είναι πολύ μεγαλύτερος και περιβάλλεται από τοίχο, διαθέτει μια δεξαμενή στο κέντρο και ένα υπαίθριο τρίκλινο.
Το δύο πιο εντυπωσιακά διακοσμημένα σπίτια, ωστόσο, είναι η Οικία των Vettii και η Βίλα των Μυστηρίων, η οποία όμως είναι εκτός του αρχαιολογικού χώρου της Πομπηίας και χρειάζεται (αρκετός) ποδαρόδρομος για να τη δεις. Η Οικία των Vettii ανήκε σε δύο πρώην σκλάβους που είχαν απελευθερωθεί και ήταν έμποροι κρασιού και γεωργικών προϊόντων, αλλά και ιδιοκτήτες δύο οίκων ανοχής, όπου εξέδιδαν κορίτσια και αγόρια. Δεν γνωρίζει κανείς ποια ήταν η σχέση τους, αν ήταν αδέλφια, πατέρας και γιος ή απλά φίλοι, αλλά ο Aulus Vettius Conviva και ο Aulus Vettius Restitutus είχαν καταφέρει να γίνουν πάμπλουτοι και να έχουν ένα από τα πιο μεγάλα και πολυτελή σπίτια στην Πομπηία. Οι τοιχογραφίες που έχουν σωθεί είναι από τις πιο καλοδιατηρημένες και εντυπωσιακές, με κορυφαίες τον Πρίαπο στην είσοδο που συμβολίζει τον πλούτο και την ευημερία των ενοίκων του σπιτιού, τις μυθολογικές σκηνές στο τρίκλινο (τον θάνατο του Πενθέα από τις Βάκχες, τον Ιξίωνα και την τροχαλία του μαρτυρίου, τον Δαίδαλο και την Πασιφάη, τον Διόνυσο και την Αριάδνη, την τιμωρία της Δίρκης, τον Ηρακλή μωρό να πνίγει τα φίδια, τον Κυπάρισσο, εραστή του Απόλλωνα, να μεταμορφώνεται σε κυπαρίσσι, τον Αχιλλέα στη Σκύρο, την ερωτική πράξη της Αυγής και του Ηρακλή) και πλήθος από σκηνές με μικρούς έρωτες. Διάφοροι χώροι του σπιτιού περιέχουν ερωτικές τοιχογραφίες, που απεικονίζουν θεούς και μυθολογικούς χαρακτήρες, αλλά στο δωμάτιο που υπάρχει πίσω από την κουζίνα, το οποίο έχει ζωγραφισμένες παρόμοιες ερωτικές εικόνες με τον μοναδικό οίκο ανοχής που έχει βρεθεί στην πόλη, το Lupanare, υπάρχει ένα γκράφιτι που γράφει «Eutychis Graeca a(ssibus) II moribus bellis», «Η Ευτυχίς η Ελληνίδα σου φέρεται καλά για δύο ασσάρια» – προφανώς ήταν το δωμάτιο όπου ζούσε ως σκλάβα και οι ιδιοκτήτες του σπιτιού την εξέδιδαν.

Στην Πομπηία έχουν βρεθεί πάνω από 80 θερμοπωλεία, μικρά μαγαζιά τύπου ταβέρνας που πουλούσαν φαγητό και κρασί σε πολύ χαμηλή τιμή, με πιο γνωστό το θερμοπωλείο της Ασελλίνας (ένα διώροφο κτίριο-πανδοχείο που στον πάνω όροφο μπορούσαν να διανυκτερεύσουν πελάτες πληρώνοντας ελάχιστα, με ταβέρνα στο ισόγειο για φαγητό και ποτό). Πάνω στον πάγκο βρέθηκαν άθικτα πιάτα και κανάτες, καθώς και ένα σκεύος που είχε τη χρήση βραστήρα, γεμάτο με νερό. Στα ανοίγματα του πάγκου σχήματος L –όπως ήταν οι πάγκοι και σε όλα τα θερμοπωλεία– είχαν τοποθετηθεί τέσσερα πιθάρια για φαγητό ή κρασί. Όπως δείχνουν οι τοιχογραφίες, η Ασσελίνα, η ιδιοκτήτρια, ήταν η μόνη που ήταν Ρωμαία, ενώ οι υπόλοιπες σερβιτόρες ήταν όλες ξένες. Στους τοίχους του θερμοπωλείου βρέθηκε και μια επιγραφή που λέει «εδώ κατοικεί η ευτυχία», όπως και ένα μικροσκοπικό γκράφιτι που δείχνει έναν πελάτη σε ερωτικές περιπτύξεις με μια γκαρσόνα.
Το άλλο θερμοπωλείο που είναι πιο πρόσφατη ανακάλυψη (αποκαλύφθηκε πλήρως το 2020) είναι το Thermopolium της Regio V, που μαζεύει μεγάλα πλήθη και είναι ατραξιόν σε όλες τις ξεναγήσεις. Η κύρια τοιχογραφία του πάγκου του μαγαζιού είναι μια Νηρηίδα πάνω σε έναν ιππόκαμπο, ενώ υπάρχουν και εικόνες που δείχνουν τα φαγητά που διέθετε, έναν κόκορα και έναν σκύλο με περιλαίμιο και λουρί, προφανώς για να θυμίζει στους πελάτες ότι πρέπει να κρατάνε δεμένα τα κατοικίδιά τους. Οι πάγκοι είχαν οχτώ πιθάρια με υπολείμματα φαγητού, ενώ δίπλα τους βρέθηκαν πήλινα πιάτα. Μέσα στον χώρο του «αρχαίου φαστ φουντ» βρέθηκε και ο σκελετός ενός εξαιρετικά μικρόσωμου ενήλικου σκύλου, που δείχνει ότι από τη ρωμαϊκή εποχή ήταν γνωστή η επιλεκτική αναπαραγωγή για τη δημιουργία μικρόσωμης ράτσας, καθώς και ένα ποτοπωλείο, ένα διακοσμημένο χάλκινο ποτήρι γνωστό ως patera, φιάλες κρασιού, αμφορείς και κεραμικά δοχεία που χρησιμοποιούνταν για το μαγείρεμα σούπας και βραστών φαγητών.
Το παραθαλάσσιο Ερκολάνο είναι πολύ πιο μικρό και πολύ πιο καλοδιατηρημένο από τη γειτονική Πομπηία· έχουν σωθεί ατόφιες οι πολυώροφες κατοικίες με τις ξύλινες οροφές, οι οποίες, παρότι απανθρακωμένες, δίνουν πολύ καλύτερη εικόνα για το πώς ήταν συνολικά ο οικισμός. Στο σημείο που το 79 μ.Χ. ήταν το λιμάνι της πόλης έχουν βρεθεί οι θολωτές αποθήκες των ψαράδων με 300 περίπου σκελετούς – κατοίκων της πόλης που περίμεναν να μπουν σε βάρκες για να ξεφύγουν από τις πύρινες πέτρες του Βεζούβιου, αλλά το πυροκλαστικό κύμα τους πρόλαβε πριν επιβιβαστούν. Έχει σωθεί και μια μεγάλη βάρκα με τρεις σειρές κουπιά, ολόκληρη και απανθρακωμένη, που βρίσκεται στο τοπικό μουσείο.
Αυτό που διαχρονικά συνδέει τη Νάπολη με τον δρόμο είναι το φαγητό, τα ζυμαρικά δηλαδή και η πίτσα, που ήταν τα γεύματα των φτωχών από πολύ παλιά. Η 2.000 χρόνων νεκρική νωπογραφία με τη σκηνή του φαγητού που βρέθηκε πρόσφατα στις ανασκαφές της Regio IX στην Πομπηία απεικονίζει μια φοκάτσια (που είναι μια πρώιμη εκδοχή της πίτσας, παρότι της λείπουν τα βασικά συστατικά που συνδέθηκαν με τη ναπολιτάνικη πίτσα μετά τον 16ο αιώνα, η ντομάτα και η μοτσαρέλα). Πάνω στο στρογγυλό ψωμί που λειτουργεί σαν βάση υπάρχουν διάφορα φρέσκα και αποξηραμένα φρούτα και καρποί, όπως ένα ρόδι, ένας χουρμάς και ίσως αμύγδαλα, ενώ αυτά που μοιάζουν με μικρούς ανανάδες είναι μάλλον φυτά λυκίσκου. Οι ειδικοί λένε ότι το ψωμί είναι καρυκευμένο με μπαχαρικά ή με moretum, ένα μαλακό τυρί με βότανα που έτρωγαν οι αρχαίοι Ρωμαίοι, και δίπλα του βρίσκεται ένα κύπελλο κρασιού, χουρμάδες, ένα ρόδι και ένα στεφάνι από λουλούδια κίτρινης κουμαριάς. Η λιτότητα και η απλότητα αυτού του γεύματος που προσφερόταν στους επισκέπτες κατά την ελληνιστική περίοδο διατηρήθηκαν μέχρι και τα σημερινά πιάτα, στα ζυμαρικά και στις πίτσες της περιοχής.
Αν και τα στίφη των τουριστών που καταφθάνουν στη Νάπολη θεωρούν ότι η πίτσα είναι το πιο δημοφιλές φαγητό της πόλης, στην πραγματικότητα η Νάπολη είναι η πόλη των ζυμαρικών. Κι επειδή στην τοπική μαγειρική τίποτα δεν περισσεύει και τίποτα δεν πάει χαμένο, υπάρχει η παράδοση της pasta mista, η ναπολιτάνικη παράδοση των ανάμεικτων ζυμαρικών που ξεκινάει από τον Μεσαίωνα. Η ελάχιστη ποσότητα από τα ωμά ζυμαρικά που μένει στον πάτο της συσκευασίας, που δεν φτάνει για μια μερίδα, μαζεύεται από τις νοικοκυρές και συνδυάζεται με άλλα υπολείμματα ζυμαρικών, κάθε σχήματος και μεγέθους, μέχρι να συγκεντρωθεί αρκετή ποσότητα για τραφεί όλη η οικογένεια – δεν πάνε χαμένα ούτε καν τα σπασμένα κομμάτια από σπαγγέτι. Παλιότερα, πριν ακόμα εμφανιστούν τα ζυμαρικά σε πακέτο, τα μπακάλικα πουλούσαν παρόμοια μείγματα ζυμαρικών με το κιλό· τα σπασμένα και «ορφανά» ζυμαρικά κάθε σχήματος συλλέγονταν και πωλούνταν σε πολύ χαμηλή τιμή.

Τα αποξηραμένα ζυμαρικά αποτελούν βασικό στοιχείο της διατροφής της Νάπολης εδώ και τρεις τουλάχιστον αιώνες, και η pasta mista, μία από τις πολλές παραδόσεις της ναπολιτάνικης κουζίνας που γεννήθηκαν από την ανάγκη μείωσης της σπατάλης, «παντρεύεται» με όσπρια ή πατάτες σε κλασικές συνταγές της πόλης, όπως η pasta e fagioli (ζυμαρικά με φασόλια), η pasta e patate (ζυμαρικά με πατάτες) ή η pasta e ceci (ζυμαρικά με ρεβίθια), ακόμα και με φακές. Αυτός είναι κλασικός ναπολιτάνικος τρόπος μαγειρέματος: ένα ή δύο απλά υλικά καρυκεύονται και μαγειρεύονται με νερό, και στη συνέχεια τα ζυμαρικά προστίθενται απευθείας στην κατσαρόλα για να βράσουν. Το αποτέλεσμα είναι ένα κρεμώδες, παρηγορητικό πιάτο, κάπου ανάμεσα σε σάλτσα και σούπα, στο οποίο τα ποικίλα ζυμαρικά παίζουν σημαντικό ρόλο. Οι Ναπολιτάνοι θεωρούν την pasta mista το ιδανικό ζυμαρικό για τις περισσότερες ναπολιτάνικες συνταγές – και πλέον είναι αρκετές οι εταιρείες ζυμαρικών που προσφέρουν τη δική τους εκδοχή για την πολυποίκιλη pasta.
Τα σπιτικά πιάτα με pasta mista ήταν παλιότερα εξαιρετικά δημοφιλή, πολύ πιο δημοφιλή από το σπαγγέτι με ντομάτα, και ήταν πάντα μέρος του γεύματος – κάθε γεύματος, και τέσσερις και πέντε φορές την εβδομάδα, μεσημέρι και βράδυ. Ωστόσο, το spaghetti pomodoro, το σπαγγέτι με ντομάτα, είναι ένα πιάτο που είναι αδύνατο να αρνηθεί πλέον οποιοσδήποτε Ναπολιτάνος· στη Νάπολη το αποκαλούν «La Devozione», που σημαίνει «Η Αφοσίωση», επειδή αν κάποιος σου προσφέρει ένα μπολ με σπαγγέτι με ντομάτα θεωρείται μεγάλη αγένεια να το αρνηθείς, πρέπει να το δεχτείς «από αφοσίωση». Η λέξη «devozione» σημαίνει επίσης προσευχή, κάτι που κάνεις με ευλάβεια· είναι επίσης κάτι που συνδέεται με τον Θεό, με την αγάπη για κάτι που θεωρείς ανώτερο από τον εαυτό σου.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό πιάτο της Νάπολης είναι το ναπολιτάνικο ραγού. Είναι πολύ διαφορετικό από το ραγού της Εμίλια-Ρομάνια (όπου βρίσκεται και η Μπολόνια), το οποίο περιέχει περισσότερο κρέας παρά σάλτσα. Στη Νάπολη χρησιμοποιούν το πιο φτηνό μέρος του κρέατος, το τσιγαρίζουν και μετά προσθέτουν πουρέ ντομάτας και νερό, ώστε να δημιουργηθεί μια σάλτσα που σιγομαγειρεύεται για τέσσερις ημέρες, από την Πέμπτη έως την Κυριακή (ήταν και ένας τρόπος να διατηρηθεί το κρέας, επειδή μέχρι τη δεκαετία του 1950 ο κόσμος δεν είχε ψυγεία). Μετά την προσθέτουν σε ζυμαρικά. Υπάρχει μια πολύ διάσημη θεατρική κωμωδία του Ναπολιτάνου θεατρικού συγγραφέα και ηθοποιού Εντουάρντο ντε Φιλίπο που ονομάζεται «Σάββατο, Κυριακή και Δευτέρα» και αναφέρεται στις οικογενειακές εντάσεις και στο πώς το μεσημεριανό γεύμα γίνεται πεδίο για οικογενειακές αντιπαραθέσεις. Το κυριακάτικο μεσημεριανό ήταν το πιο σημαντικό γεύμα της εβδομάδας, όταν όλη η οικογένεια καθόταν στο τραπέζι: έτρωγαν, τσακώνονταν, βίωναν όλο το δράμα μιας οικογένειας. Όλοι, όμως, γίνονταν πιο γαλήνιοι, πιο ήρεμοι, όταν μπροστά τους εμφανιζόταν ένα μπολ με ζυμαρικά.
Η Νάπολη ήταν ανέκαθεν μια πόλη με πολύ μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού της στα όρια της φτώχειας, ειδικά στο ιστορικό κέντρο, και παλιότερα, που οι άνθρωποι δεν είχαν κουζίνα στο σπίτι τους και τον περισσότερο χρόνο τον περνούσαν δουλεύοντας, δεν υπήρχε χρόνος για ψώνια και μαγείρεμα. Έτσι έτρωγαν στον δρόμο, όπου υπήρχε διαθέσιμο απλό και φτηνό φαγητό, κυρίως ζυμαρικά που τα πρόσφεραν πλανόδιοι πωλητές, οι οποίοι τα μαγείρευαν στο σπίτι τους ή στην κοντινή εξοχή και τα έφερναν σε καροτσάκια. Αυτοί οι πωλητές ζυμαρικών είχαν ένα σκεύος με καυτό νερό και μπορούσες να επιλέξεις «ένα, δύο ή τρία Γκαριμπάλντι». «Ένα, δύο, τρία», επειδή τόσα χρήματα κόστιζε. Και «Γκαριμπάλντι» επειδή τα ζυμαρικά ήταν κόκκινα, όπως το χιτώνιο του Τζουζέπε Γκαριμπάλντι, μιας σημαντικής στρατιωτικής και πολιτικής φυσιογνωμίας της Ιταλίας. Το «ένα Γκαριμπάλντι» ήταν μόνο βραστά ζυμαρικά, χωρίς τίποτα πάνω τους, τα «δύο Γκαριμπάλντι» είχαν πάνω τους και λίγο τυρί και τα «τρία Γκαριμπάλντι» είχαν απλά μια κουταλιά κόκκινη σάλτσα. Και pasta σήμαινε μόνο αποξηραμένα ζυμαρικά, όχι φρέσκα· ίσως οι άνθρωποι να έφτιαχναν φρέσκα ζυμαρικά στην επαρχία, ή σε μέρη όπου δεν μπορούσαν να φτάσουν τα αποξηραμένα. Το μόνο φρέσκο ζυμαρικό που έχει η Νάπολη είναι τα νιόκι, ενώ στα γειτονικά Σορέντο και Κάπρι φτιάχνουν φρέσκα ραβιόλια.
Από τη στιγμή που κάθε νοικοκυριό απέκτησε κουζίνα, οι Ναπολιτάνοι σταμάτησαν να τρώνε εκτός σπιτιού, και τα Σαββατοκύριακα μαζευόταν όλη η οικογένεια για να φάει μαζί, κυριολεκτικά ολόκληρο το σόι. Η νοικοκυρά που μαγείρευε δεν είχε ιδέα πόσα άτομα θα μαζευτούν, οπότε έβραζε πάντα μεγαλύτερη ποσότητα ζυμαρικών, η οποία, αν έμενε, δεν πήγαινε ποτέ χαμένη. Μπορούσες να τη φας για δείπνο, την επόμενη μέρα ζεσταμένη στο τηγάνι ή στον φούρνο, αλλά και ως frittata di maccheroni, το σπιτικό πιάτο της Νάπολης που βρίσκεις σήμερα σε τρατορίες και εστιατόρια.
Η φριτάτα ντι ματσερόνι είναι ένα πιάτο που το έφτιαχναν πάντα για να το πάρουν μαζί, σαν ένα είδος πίτας, είτε πήγαιναν εκδρομή στην εξοχή, είτε στη θάλασσα, οπότε οι Ναπολιτάνοι το έχουν συνδέσει περισσότερο με ένα ταξίδι ή μια ευχάριστη έξοδο – γι’ αυτό το αγαπούν ιδιαιτέρως. Τη φτιάχνουν πάντα το προηγούμενο βράδυ για να μπορεί πιο εύκολα να κοπεί σε κομμάτια, τα οποία τυλίγουν σε αλουμινόχαρτο. Στην ουσία είναι μια ομελέτα με σπαγγέτι ή το χοντρό μακαρόνι του παστίτσιο, τυρί και ίσως ψιλοκομμένο ζαμπόν, σε λευκή και κόκκινη εκδοχή (με μακαρόνια σκέτα ή με σάλτσα ντομάτας). Υπάρχει και η νηστίσιμη εκδοχή, frittata di scammaro, χωρίς αυγά και γάλα, μόνο με μακαρόνια, ελιές και αντζούγιες.
Πριν η πίτσα αποκτήσει τη θέση που έχει σήμερα στην προτίμηση του κόσμου παγκοσμίως, μέχρι τη δεκαετία του ’90 δηλαδή, που έγινε η μεγάλη έκρηξη, δεν ήταν το κύριο φαγητό της Νάπολης, και κανείς δεν ήξερε το όνομα του ανθρώπου που την έψηνε. Δεν ενδιέφερε και κανέναν, οι πιτσαρίες ήταν γνωστές με το όνομα των περιοχών που βρίσκονταν στην πόλη, ή με το οικογενειακό όνομα των ιδιοκτητών ή το ψευδώνυμό τους, όχι από τον διάσημο ιδιοκτήτη τους. Και κανείς δεν νοιαζόταν για την προέλευση του αλευριού, της μοτσαρέλας ή της ντομάτας. Αυτό που γίνεται σήμερα με την πίτσα δεν έχει προηγούμενο, η τεράστια φήμη των ιδιοκτητών, οι ουρές αναμονής έξω από τα μαγαζιά τους, ακόμα και η μοναδικότητα και η ποικιλία των υλικών που χρησιμοποιούνται ή ο τρόπος, για να διαφοροποιηθεί το ένα μαγαζί από το άλλο, είναι πολύ καλό μάρκετινγκ, αλλά η αλήθεια είναι ότι αυτήν τη στιγμή μπορείς να φας εξαιρετική πίτσα στη Νάπολη. Σχεδόν παντού. Μπορείς να φας και την πίτσα του Franco Peppe στο Pepe in Grani. Αυτή όμως είναι ειδική περίπτωση που της αξίζει ξεχωριστό κείμενο, οπότε κάποια άλλη φορά…





