Δημοσιογράφος και συγγραφέας που έγραφε σε πολύ γνωστά περιοδικά της δεκαετίας του ’60 και του ’70 και αναζητούσε ασταμάτητα ταλέντα να αναδείξει, κατάλαβε από πολύ νωρίς το μέγεθος του λαϊκού δημιουργού και τον έψαχνε για δύο χρόνια για συνέντευξη. Ο Άκης Πάνου ήταν ένας πολύ διακριτικός άνθρωπος, χαμηλών τόνων που δεν του άρεσε να μιλάει για τη ζωή του. Μια μέρα εμφανίστηκε στο γραφείο του Τάσου για να του ζητήσει να κάνει θέμα έναν μπουζουξή. Και η ιστορία της φιλίας τους ξεκινάει κάπως έτσι:
Τον Άκη τον είχα προσέξει από ένα δισκάκι, μου είχε κάνει εντύπωση το τραγούδι «Από τη ζωή σου χάθηκα» γιατί δεν είχε σχέση ο στίχος του με των άλλων τραγουδιών της εποχής –ήταν δεκαετία του ’60- που έλεγαν η γυναίκα μου η γκρινιάρα, η μουρμούρα και κάτι τέτοιες αηδίες χωρίς ουσία. Έλεγε «Δεν ξέρεις τι με κούρασε, ούτε γιατί πικράθηκα, και θες να μάθεις το γιατί απ’ τη ζωή σου χάθηκα» και παρακάτω «δεν εζήλεψες ποτέ για μένανε, δεν με ρώτησες πού γύριζα, πού ξενύχταγα…», έδειχνε μία αδιαφορία. Γιατί όταν αγαπάς, ενδιαφέρεσαι για τον άλλον, τον ρωτάς πού πας. Σκέφτηκα για δες που υπάρχει ένας άνθρωπος με άποψη σωστή και αντίθετη από όλες αυτές τις αηδίες που κυκλοφορούν. Ήθελα να τον γνωρίσω. Πήγα λοιπόν στον Μπιθικώτση που το τραγουδούσε και τον ρώτησα ποιος είναι αυτός ο Άκης Πάνου και πού θα τον βρω και μου είπε ότι κάποτε έπαιζε μπουζούκι, αλλά χτύπησε μια μέρα το νεύρο στο χέρι με το σκερπέλο και δεν μπορούσε πια να παίξει. Έφτιαχνε, μάλιστα, μόνος του τα μπουζούκια. Τον είχε χάσει και τον έβλεπε μόνο στο στούντιο πού και πού. Ρώτησα κι άλλους πού να τον βρω, αλλά δεν είχα καμία σαφή απάντηση. Τότε δούλευα στην Απογευματινή και έγραφα και στο περιοδικό Πρώτο. Μια μέρα έρχεται στο γραφείο μου ένας λεπτός άνθρωπος, με γαλάζια μάτια, καλά ντυμένος, περιποιημένος. Με πολύ ευγένεια μου ζήτησε να κάνω κάτι στο περιοδικό για τον Γιώργο Τσιμπίδη, έναν πολύ καλό σολίστα στο μπουζούκι, χρόνια στην Αμερική, ο οποίος μετά από πολλά χρόνια θα επέστρεφε στην Ελλάδα. Ο Άκης Πάνου μου είχε φέρει μια φωτογραφία του να βάλουμε για καλωσόρισμα. Τον ρωτάω: ‘Εσείς ασχολείστε μ” αυτά;’.»Αφήστε με εμένα», μου λέει . αλλά εμένα κάτι με έτρωγε «Ρε φίλε μου, συγγνώμη, είναι ντροπή να μου πεις ποιος είσαι; Με τι ασχολείσαι; Πώς λέγεσαι;». Και τότε παίρνω την απάντηση: «Άκης Πάνου». Δύο χρόνια τον έψαχνα!
Στο απέναντι γραφειάκι καθόταν η Αννούλα, η οποία ήταν τηλεφωνήτρια, σηκώθηκε από την καρέκλα της, πλησιάζει και του λέει: «Κύριε Πάνου, μπορώ να σας πω κάτι;». «Πείτε μου μαντάμ», απαντά εκείνος. «Είστε μεγάλος μαλάκας κύριε Πάνου. Αγανάκτησα τόση ώρα που σας ακούω. Ο άνθρωπος που μιλάτε έχει βοηθήσει ένα σωρό κόσμο, από εδώ έχουν περάσει ο Γιάννης Μαρκόπουλος, η Φαραντούρη, η Χωματά, όλοι, κι εσένα σε παρακαλάμε να μας μιλήσεις». Από τη στιγμή εκείνη γίναμε φίλοι. Στενοί φίλοι. Δεν τον άφησα ούτε λεπτό. Πήγαμε σπίτι του, σε ένα δωματιάκι τέρμα Αιγαίου, προς Μπραχάμι. Μου ’δειξε τα πράγματα που είχε κάνει, όχι πολλά τότε, αλλά βέβαια ετοίμαζε πολύ σπουδαία τραγούδια και από εκείνη την μέρα η φιλία μας συνεχίστηκε μέχρι τέλους.
Ο Άκης δεν είχε πάει γυμνάσιο ήταν οι καιροί δύσκολοι και έπρεπε να εργάζεται από παιδί, αλλά είχε έναν λόγο καταπληκτικό, χαιρόσουν να τον ακούς. Ήταν ένα χάρμα και αυτό βγαίνει στα τραγούδια του που έχουν μια πρωτοτυπία και ήταν προχωρημένα τραγούδια για την εποχή τους. Πολύ μπροστά. Έχει γράψει το καλύτερο τραγούδι που έχει πει η Μαρινέλλα, τον ‘Πυρετό’, ο Μπιθικώτσης έχει πει θησαυρούς του, ο Διονυσίου έγινε φίρμα με το ‘Τι δεν κάνω. Θυμάμαι ο Στέλιος Καζαντζίδης έλεγε: «Το ωραιότερο τραγούδι της καριέρας μου είναι ‘Η ζωή μου όλη είναι μια ευθύνη, είναι ένα τσιγάρο που δεν το γουστάρω αλλά το φουμάρω». Τα κομμάτια του είναι ιστορία ‘Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα’ της Γιώτας Λύδια. Το ‘Επτά νομά σε ένα δωμά’, πρωτότυπο, πρωτοποριακό. Ένα προς ένα, όλα σπουδαία τραγούδια, τι να πρωτοθυμηθείς. Κι όλοι καμαρώνανε για αυτά. Δυστυχώς, ήταν μεγάλη η ηλιθιότητα μερικών ανθρώπων που διαχειρίζονταν πολιτιστικά γεγονότα. Ο Άκης είχε γράψει ένα τραγούδι καταπληκτικό, που έλεγε «Τα όνειρα που χτίζονται και αντέχουνε στον χρόνο» για το φεστιβάλ τραγουδιού Θεσσαλονίκης. Και το απορρίψανε και βάλανε κάτι άλλες αηδίες. Ήταν ήδη γνωστός ο Άκης Πάνου, ενώ το τραγούδι το έλεγε ο Δάκης που τότε ήταν στα φόρτε του. Από τότε δεν δεχόταν να συμμετέχει σε ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές. Τον στενοχωρούσανε. Ούτε συνεντεύξεις έδινε, μόνο σε εμένα.
Ολόκληρη η συνέντευξη του Τάσου Κουτσοθανάση στο site του ΓΚΡΕΚΑ.
σχόλια