Η Σχολή της Επιτυχίας. Η Σχολή της Πρωτοπορίας. Η Σχολή της Παραστατικής Δύναμης. Όσες σχολές, κινήματα, τάσεις και αν επικαλεστεί κανείς, δεν ταιριάζουν στην ιδιοσυγκρασιακή περίπτωση των Καραθάνου και Κιτσοπούλου, που είναι κατευθείαν βγαλμένη από τα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής και δοσμένη με έναν τρόπο που δεν θυμίζει τίποτε απ' όσα έχουν γίνει στο ελληνικό θέατρο έως τώρα. Δεν είναι ζευγάρι, δεν έχουν ξεπηδήσει από μια συγκεκριμένη παράδοση ή τάση και –το σημαντικότερο– δεν επιτρέπουν στη φιλία τους να επηρεάσει τη διαφορετική ματιά και τη διαφορετική αισθητική που τους διαχωρίζει και συνάμα τους ορίζει. Αντίστοιχα καθορίζει και το ετερόκλητο κοινό τους και είναι απίστευτο αν σκεφτεί κανείς πόσο διαφορετικοί άνθρωποι συναινούν σε αυτή την ομόφωνη εκδήλωση ενθουσιασμού απέναντί τους. Ίσως είναι η μοναδική περίπτωση που ένα κοινό χωρίς όμοια χαρακτηριστικά δεν σπεύδει να απολαύσει συγκεκριμένο θεατρικό συγγραφέα ή έργο αλλά την κατά Κιτσοπούλου ή Καραθάνο εκδοχή του. «Δεν ξέρω αν αυτό που κάνουν είναι κακό ή καλό, καινοτόμο ή πρωτοποριακό, εγώ ξέρω ότι αυτό το θέατρο θέλω να βλέπω» είχε ομολογήσει κάποια στιγμή ένας φίλος, περιγράφοντας με τον καλύτερο τρόπο την κοινή εμπειρία που χαρίζουν οι αποκωδικοποιημένες εντάσεις ενός θεάτρου που πάνω από όλα στοχεύει στα ουσιαστικά και στα ανθρώπινα.
Όλα αυτά έχουν απέραντη χαρά αλλά και αμέριστο πόνο, γιατί μόνο εμείς ξέρουμε πώς γονατίζουμε όταν δεν έχουμε βρει αυτό που ψάχνουμε
Και από εδώ αρχίζει η αναζήτηση για τα διάσπαρτα κομμάτια που πρέπει να συναρμολογηθούν για να ορίσουν το παζλ του φαινομένου Καραθάνου - Κιτσοπούλου. «Τα πράγματα στην "περίπτωσή" μας –αν μπορούμε να την ορίσουμε έτσι– γίνονται κάπως ασυνείδητα. Δεν υπάρχει ένα εξωτερικό κριτήριο που να μας ορίζει τι θα λειτουργήσει και τι όχι. Λειτουργούν ενστικτωδώς, σαν μαγικό παιχνίδι» λένε από κοινού, αδυνατώντας να χωρέσουν σε λέξεις εμπειρίες, καταστάσεις, σχέσεις, αντιδράσεις, συναισθήματα και αμφιταλαντεύσεις χρόνων. Άλλοτε μοιάζουν να τινάζουν στον αέρα τις ταυτότητες, μετονομάζοντας την Ελλάδα σε ταχυφαγείο, όπως στον άκρως ειρωνικό Αθανάσιο Διάκο, κι άλλοτε θέτουν εν αμφιβόλω τις ψυχικές βεβαιότητες, όπως στον πρόσφατο Ματωμένο Γάμο. Αντίστοιχα πάλι, η εμπνευσμένη αλληγορία της κατά Κιτσοπούλου Κοκκινοσκουφίτσας υπομονεύει τα εξοργιστικά και τετριμμένα παραμύθια που τρέφει κανείς για τον εαυτό του, ενώ η απόλυτα ρομαντική εκδοχή του κατά Καραθάνο Σιρανό επιβεβαιώνει το σθένος της ερωτικής ψευδαίσθησης. Εκεί η Κιτσοπούλου ακκιζόταν επί σκηνής ως μια σκανδαλιάρα και ακαταμάχητη Ρωξάνη, ενώ ο Καραθάνος στον Ματωμένο Γάμο επεσήμανε τη δυναμική του αίματος, παίρνοντας πάνω του την ευθύνη της Μάνας.
Αλληλοσυμπληρωματικά κομμάτια, βγαλμένα από μια κοινή πορεία όπου «δεν χωράει πάντα η ανάλυση, γιατί τα πράγματα λειτουργούν πιο σωματικά. Είναι όπως σηκώνεσαι σε ένα γλέντι για να χορέψεις. Τι να εξηγήσεις ακριβώς, γιατί σηκώθηκες και χόρεψες ή να περιγράψεις από πού προέρχεται ο ρυθμός;» απαντάει ρητορικά η Λένα. «Η ανάλυση κρύβει πράγματα παρά φανερώνει» συμπληρώνει ο Νίκος. «Καλύτερα να γράψεις ένα ποίημα. Γι' αυτό υπάρχει το βιογραφικό του καθενός – για να μιλήσει από μόνο του. Από κει και πέρα, οτιδήποτε άλλο είναι περιττό. Τι άλλο να κάνεις, να μιλάς για τον εαυτό σου ή να μένεις σε περισπούδαστες αναλύσεις γύρω από τα έργα; Καλύτερα να ξαπλώσεις με τον φίλο σου και τη φίλη σου στην παραλία και να κοιτάζετε τα αστέρια. Από κει και πέρα αρχίζει η συζήτηση».
Έτσι και στο θέατρο: από μια ηλικία κι ύστερα αρχίζεις να πετάς πράγματα, να ξεφορτώνεσαι τα περιττά και δεν χρειάζεται να κάνεις τον εαυτό σου αχθοφόρο – μπορείς πολύ πιο εύκολα να ίπτασαι στο κενό.
Τις απαντήσεις, επιμένουν και οι δύο, τις δίνουν τα αποτελέσματα της εκάστοτε δημιουργίας. Όλα τα υπόλοιπα είναι περιττά: η απεραντολογία, η ομφαλοσκοπική εμμονή γύρω από τον συγγραφέα, η εκ των υστέρων αποτίμηση του έργου. Αντιστοίχως αδιέξοδα θεωρούν και ερωτήματα του τύπου «ποιο είναι το μεταξύ σας κοινό στοιχείο» ή το απόλυτα κλισέ «μυστικό της επιτυχίας σας». «Δυσκολεύομαι να απαντήσω πραγματικά σε αυτές τις ερωτήσεις, κάτι που έκανα πιο εύκολα παλιότερα» παραδέχεται ο Καραθάνος. «Από την ώρα που βάζεις μπροστά το μηχάνημα και βλέπεις πώς λειτουργεί, αρχίζεις τη δική σου πορεία. Χαίρεσαι να το βλέπεις να λειτουργεί και δεν ρωτάς γιατί συμβαίνει. Εξαρτάται από εσένα πώς θα πάει, τι κατεύθυνση θα έχει, αν θα επιταχύνει επικίνδυνα και αν θα βρεθεί μοιραία πάνω σε μια μάντρα. Δεν εξαρτάται ούτε από τάσεις, ούτε από εξωτερικές συγκυρίες. Ξέρεις, άλλωστε, ότι δεν μπορείς να συνδεθείς με εξωτερικές συνάφειες και μόδες, αφού έχεις μέσα σου έναν άλλο δρόμο περπατήσει. Άσχετα από το πού θα καταλήξει η πορεία, έχεις αποκτήσει τη δική σου ιδιαιτερότητα και αυτή δεν χωράει εξηγήσεις: είναι όπως όταν κάποιος ξυπνάει το πρωί και δεν θέλει να βγει στον δρόμο, αλλά θέλει να κάτσει, να πιει τον καφέ του. Έτσι γουστάρει, λοιπόν, τώρα. Άσε τον αυτόν. Είναι απλά τα πράγματα. Έτσι και στο θέατρο: από μια ηλικία κι ύστερα αρχίζεις να πετάς πράγματα, να ξεφορτώνεσαι τα περιττά και δεν χρειάζεται να κάνεις τον εαυτό σου αχθοφόρο – μπορείς πολύ πιο εύκολα να ίπτασαι στο κενό. Είναι βάρος περιττό οι περιγραφές για τη δική σου σύνδεση με το θέατρο – τι να πεις ακριβώς μετά από όλα αυτά; Παλιότερα κάτι κουτσοέλεγα όταν με ρωτάγανε. Τώρα, το μόνο που μπορώ να σου πω για το πώς δουλεύουμε με τη Λένα είναι ότι όλα αυτά έχουν απέραντη χαρά αλλά και αμέριστο πόνο, γιατί μόνο εμείς ξέρουμε πώς γονατίζουμε όταν δεν έχουμε βρει αυτό που ψάχνουμε. Ξέρεις πόση αφάνταστη ντροπή έχει αυτή η αναμέτρηση με τη δημιουργία; Αφάνταστη ντροπή και αφάνταστο ζόρι και τραύμα και πόνο. Πολλές φορές όχι μόνο δεν τολμάς να αρθρώσεις τα πράγματα και να τα εκθέσεις προς τα έξω, αλλά ντρέπεσαι και να τα πεις, ακόμη και στους δικούς σου και στους φίλους σου. Τον έχω νιώσει αυτόν το φόβο και τον έχω δει πολλές φορές στο πρόσωπο της Λένας» – κι εκείνη νεύει συγκαταβατικά σε κάθε λέξη του Νίκου και σε κάθε του πρόταση. «Πόσες φορές έχω πει δεν θέλω, δεν υπάρχω, δεν με ενδιαφέρει να πω τίποτα σε κανέναν.» συμπληρώνει με τη σειρά της. «Και μετά από λίγο αλλάζω γνώμη και λέω, όχι, θα βγω να πω τα πάντα. Έχω όρεξη να φανερωθώ.Έχω περάσει από πολλές στομαχικές διαταραχές, μέσα στην δουλειά που κάνω, είναι αλήθεια».
Και οι δυο ομολογούν ότι η λέξη «οδύνη» είναι πιο κοντά στη διαδικασία δημιουργίας του έργου. Χαρά, αλλά και τρόμος. Αυτό που για τους άλλους αντηχεί σαν τελετουργικός ψίθυρος ή σαν μια δουλειά όπως οι άλλες, για εκείνους είναι ανοιχτή διαδικασία προς τα έγκατα του κόσμου ή του ίδιου τους του εαυτού. «Είναι σαν το ζώο που πληγώθηκε και γιατρεύεται. Άλλου είδους διαδικασία» συμφωνούν. «Κι αυτό επειδή είναι μια δουλειά που σε ενέχει. Σε περιλαμβάνει σε καθοριστικό βαθμό. Αναμοχλεύεις τον εαυτό σου μέσα από αυτές τις διαδικασίες. Έτσι ήταν πάντοτε η τέχνη: άλλος κάθεται στο εργαστήριό του, πετάει τα πινέλα του και ουρλιάζει μόνος, άλλος πίνει ουίσκια ή το ρίχνει στις πεζοπορίες, όλοι όμως τρώγονται με το ίδιο τους το είναι, δαγκώνουν τις σάρκες τους. Το ίδιο συμβαίνει και όταν βγαίνεις στη σκηνή: δεν είναι εύκολη η έκθεση. Πολλές φορές αισθάνεσαι πολύ ασήμαντος για να βγεις να κάνεις το οτιδήποτε. Κάτι σαν ντροπή, σαν ανικανότητα, που δεν αντέχεται. » ομολογεί η Λένα. «Γι' αυτό κοκκινίζουν οι ηθοποιοί» τονίζει επιτακτικά ο Νίκος. «Και είναι καλό αυτό. Δείχνει μια φυσικότητα. Είναι υπέροχη αυτή η επιστροφή στη φύση του ηθοποιού, σε αυτό που τον ορίζει». Όσο για τα έργα των σπουδαίων δημιουργών ή αυτά που γράφουν οι ίδιοι –κυρίως η Κιτσοπούλου, που έχει χαρίσει κείμενά της στον Καραθάνο, όπως στο Δεκαήμερο και στην Γκόλφω–, δεν λειτουργούν πάντα με τον ίδιο τρόπο. «Το θέμα είναι να λειτουργήσει το έργο στην πράξη, ως έργο, όχι ως αναπόληση ή ενατένιση. Το θέμα είναι τι κάνεις με αυτό. Είναι όπως η μπάλα που πετιέται στο γήπεδο – άντε πιάσ' την, βάρα τη. Αυτό είναι όλο» επιμένει ο Νίκος. «Παλιότερα άκουγες τη λέξη "παράδοση" και ήξερες ότι θα ακολουθήσει μια στρατιά από φέρετρα, άνθρωποι που ζούσαν ανέκαθεν στο τέλμα και στη νεκροφάνεια. Έτσι είχαν μάθει να θέλουν τα πράγματα, νεκρά. Εγώ θέλω ζωντάνια, αλλά το πώς θα την καταλάβω και πώς θα την ερμηνεύσω είναι δικός μου λογαριασμός. Το θέμα είναι να αφήσεις τα όνειρά σου να περάσουν στο σώμα σου και να βρεις τι κρύβεται απέναντι, να νιώσεις το αίμα που χύνεται στον Λόρκα και να ακούσεις τους πυροβολισμούς». Και η Λένα επίσης θεωρεί ότι δεν γίνεται αλλιώς: «Πρέπει να έχει ένταση και αδρεναλίνη το πράγμα, αλλιώς δεν υπάρχει ουσία. Διαφορετικά, θα μισήσεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Γιατί, άλλωστε, τα κάνουμε όλα αυτά; Εγώ τουλάχιστον τα κάνω για τη χαρά, για την αυτοικανοποίηση, για την συγκίνηση και για μία μικρή ψευδαίσθηση αθανασίας. Για να χάνω τον έλεγχο κι όχι για να νιώθω ασφαλής. Λεφτά ως γνωστόν δεν βγάζουμε, ας κάνουμε τουλάχιστον αυτό που μας αρέσει με όλη μας την ορμή..». Ωστόσο, ο Νίκος Καραθάνος επιμένει ότι η εποχή της κρίσης και των αδιεξόδων έχει και τις χαρές της. «Είναι ωραία η εποχή και τα πράγματα. Είναι σαν να τα ξαναβλέπεις από την αρχή, να τα ανακαλύπτεις για πρώτη φορά. Και αυτό είναι που ψάχνουμε με την τέχνη μας: τα χωράφια που δεν έχουν οργωθεί, τα δωμάτια στα οποία δεν μπήκαμε ακόμη. Tη στιγμή που θα πω –όπως όταν είδα τη δουλειά που έκανε η Λένα στον Ξενόπουλο– "Όπα! Εδώ είμαστε!". Αυτή είναι η χαρά τού να αρχίζεις να ξεθάβεις τα πράγματα που σε ξεσηκώνουν και λες ευτυχώς που αρχίζει η θάλασσα να έχει κύματα, ευτυχώς που ανταριάζει. Έτσι είναι ακόμη πιο ωραία».
Τον Απρίλιο θα έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών τον «Βυσσινόκηπο» του Άντον Τσέχοφ σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου, με τη Λένα Κιτσοπούλου σε πρωταγωνιστικό ρόλο.
σχόλια