Το ότι ο δικομματισμός στην Ελλάδα σπρώχνει τον κόσμο στην αγκαλιά του όμορφου Τσίπρα φτάνει από μόνο του για να καταλάβει κανείς πόσο πραγματικά χάλια είναι τα πράγματα (το άλλο ανησυχητικό είναι τα νούμερα τηλεθέασης του Λαζόπουλου). [...]
Το ότι [ο Τσίπρας] τρέχει και παρευρίσκεται σε όλες τις συνδικαλιστές επαναστάσεις (βλέπε ΔΕΗ) δεν νομίζω ότι μας δίνει και πολλά ενθαρρυντικά σημάδια για το πώς μπορεί να διαχειριστεί την πιθανολογούμενη σημαντική εκλογική του δύναμη. Το πιθανότερο είναι να τη χρησιμοποιήσει με τα τσαλίμια της γκόμενας που όλοι θέλουν να γαμήσουν και αυτή αντιστέκεται μέχρι να πετύχει τη σωστή συμφωνία.
Νίκος Τσεπέτης, ΜODERN TALES
Το διαδίκτυο είναι όπως το γήπεδο: Όποιος θέλει να βρίσει, βρίζει και εκτονώνεται. Κάθε Κυριακή στο γήπεδο, χιλιάδες οπαδοί φωνάζουν στους οπαδούς και στους παίκτες της αντίπαλης ομάδας και στους διαιτητές πως είναι κίναιδοι και πως θα τους πηδήσουν τη μάνα. Τόσα χρόνια κανείς δεν πήδησε τη μάνα κανενός, γιατί πού να τρέχεις να βρεις τη μάνα του επόπτη γραμμών στη Φλώρινα; Άσε που, αν ο επόπτης είναι 50 χρονών, η μάνα του θα είναι 80 και κινδυνεύεις να σου μείνει στα χέρια∙ αντί για βιασμό, θα σε πάνε μέσα για φόνο. Επίσης, ποτέ κανένας παίκτης δεν έκανε μήνυση σε έναν οπαδό επειδή τον αποκάλεσε «κίναιδο» - ειδικά αν τον πει «κίναιδο» δεν υπάρχει φόβος μήνυσης, γιατί ο παίκτης δεν θα ξέρει τι σημαίνει. Στο γήπεδο πάει ο μεροκαματιάρης για να βρίσει εκατομμυριούχους που παίζουν μπάλα. Έτσι και στο διαδίκτυο, ο καθένας μπορεί να βρίσει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον πρωθυπουργό, τους μεγαλοεκδότες, τη γκόμενά του και όποιον άλλον γουστάρει. Αν έχεις χάσει ένα δικό σου πρόσωπο επειδή οι γιατροί έπαιζαν το πουλί τους ή επειδή δεν είχες χρήματα για να δώσεις φακελάκι, μπαίνεις στο διαδίκτυο, φτιάχνεις ένα μπλογκ, ρίχνεις μερικές χριστοπαναγίες στον Αβραμόπουλο και στους γιατρούς και ξεθυμαίνεις λίγο. Θα ήταν προτιμότερο να πας να τους σκοτώσεις; Σάμπως θ' αλλάξει τίποτα;
Pitsirikos, ΠΙΤΣΙΡΙΚΟΣ
Ο Νίκος Εγγονόπουλος είχε πει μία δυνατή φράση: «Δεν ξέρω αν είμαι Χριστιανός, αλλά Ορθόδοξος είμαι οπωσδήποτε». Εννοούσε βέβαια την αισθητική της Ορθοδοξίας που τον σαγήνευε.
Κι εγώ που θεωρώ τον εαυτό μου «άθεο Χριστιανό», εννοώντας ότι με πείθει η ηθική του χριστιανισμού αλλά όχι η μεταφυσική του, χαίρομαι να βλέπω ανθρώπους που εκφράζουν αυτή την ηθική. Που πραγματοποιούν κάθε μέρα τα ύψιστα διδάγματα της «Επί του Όρους Ομιλίας». Που κινούνται από την Αγάπη για την Αγάπη.
Νίκος Δήμου, ΥΠΕΡΚΕΙΜΕΝΑ
Μου έλεγε κάποτε ο Χατζιδάκις, σε μια συνέντευξη που του πήρα στο Λονδίνο - τέλη της δεκαετίας του '80, με το Σκάνδαλο Κοσκωτά να μονοπωλεί εδώ τον δημόσιο βίο. «Θα λυπόμουν και θα ανησυχούσα και εγώ, αγόρι μου, με τη δική μας παρακμή στην Ελλάδα, εάν έβλεπα ότι στις άλλες χώρες της ΕΟΚ (όπως λεγόταν τότε η Ευρωπαϊκή Ένωση) ζούνε μιαν άνοιξη των τεχνών, ένα μπλόου-απ νέων ιδεών και ρευμάτων - τότε, ναι, η δική τους ακμή θα με γονάτιζε».
Σήμερα, δεν βλέπω η Ελλάδα να είναι πολύ διαφορετική (σε αξίες, σε περιεχόμενο ζωής, σε πολιτιστικά επιτεύγματα, σε εκπαιδευτική άνθηση) απ' ό,τι ήταν τότε, όταν σάρωνε η Κοσκωτολογία, όπως σήμερα η Ζαχοπουλιάδα ας πούμε, και θέλαμε να κρυφτούμε γιατί ντρεπόμασταν.
Χρήστος Μιχαηλίδης, ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ
Εκείνη τη χρονιά οι νηπιαγωγοί είχαν ενθαρρύνει τις μαμάδες να μας ντύσουν «κάτι αστείο». Κι έτσι η μητέρα μου με έντυσε ποδοσφαιριστή. (Σημείωση: Μισώ το ποδόσφαιρο - φορούσα ροζ φουρό, ποδιά της κουζίνας και ψάθινο καπέλο για να πάω στο νηπιαγωγείο, με αφήνανε να πηγαίνω ντυμένη σαν τον καρνάβαλο για να μην «καταπνίξουν τα δημιουργικά μου ένστικτα».) Νομίζω πως η στιγμή που έκανα την εμφάνισή μου με πράσινη μπλούζα, άσπρο σορτσάκι, μια μπάλα στο χέρι και τη σφυρίχτρα στο στόμα ανάμεσα σε μια θάλασσα από μπαλαρίνες και βασίλισσες της νύχτας θα μου μείνει αξέχαστη.
Δέσποινα Τριβόλη, ΚΟΡΙΤΣΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ
Λ.Π. Ο θάνατος του πατέρα έπεσε πάνω και στις δυο μας πολύ σκληρά. Εγώ με τον πατέρα μου είχα μια σχέση ιδανική. Έχασα το φιλαράκο μου. Το φίλο της ζωής μου. Τον έλεγα αδελφό τον μπαμπά μου. Η μαμά πάλι έχασε έναν άνθρωπο που είχε αγαπήσει πάρα πολύ - είχαν παντρευτεί από έρωτα, και ερωτευμένοι είχαν μείνει μέχρι τα γεράματά τους. Από αυτή την άποψη, είχα τουλάχιστον ένα ζευγάρι δίπλα μου που με έκανε να πιστεύω ότι ο μπορεί ο γάμος ή ο δεσμός της αγάπης, αν το θες, να διατηρηθεί μέχρι μια ηλικία.
Σ.Τ. Σε έκανε να πιστεύεις ότι κάποια στιγμή θα κάνεις κι εσύ ένα παιδί;
Λ.Π. Εγώ είχα ατυχία. Δεν είχα κάτι το οργανικό. Κάποια στιγμή ήθελα να κάνω παιδί, συνέβη κάτι, και μετά έχασα το τρένο.
Σ.Τ. Σου λείπει σήμερα;
Λ.Π. Εγώ την έχω την κόρη μου μέσα μου. Και η κόρη μου γράφει τη μουσική μου. Δεν τη γράφω εγώ. Εγώ έρχομαι σε επαφή με παιδιά δεκαοχτώ χρονών και μιλάμε σαν να ‘μαστε συνομήλικοι στο ΜySpace. Η κόρη μου γράφει τη μουσική μου. Το παιδί που έχω μέσα μου. Έχω ενσωματωθεί με αυτό το πλάσμα.
Η ΛΕΝΑ ΠΛΑΤΩΝΟΣ μιλάει στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο
Κάποια στιγμή πρέπει να πάρεις μια βαθιά ανάσα και να κάνεις ένα βήμα πίσω για να μην πέσεις στην παγίδα ότι πρέπει να βρίσκεσαι σ' αυτά τα μέρη για να σώσεις τον κόσμο. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι ίσως να προσπαθήσεις να τον αλλάξεις. Κι αυτό για λίγο, όσο διαρκεί το ρεπορτάζ. Γιατί στο τέλος της μέρας είναι κι αυτό μια δουλειά που κάποιος απλά πρέπει να την κάνει. Εκείνο που μένει πάντα είναι ένας συνοδοιπόρος που να σε εμπνέει, να σε απογειώνει, αλλά ΚΑΙ να σε προσγειώνει -κάτι που χρειάζεται πολλές φορές- για να μπορεί να συνεχίζεται το ταξίδι της πραγματικής ζωής.
Η δημοσιογράφος Φιλιώ Κοντραφούρη - μια από τις τρεις γυναίκες που μιλούν ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ στην Αλεξάνδρα Χαϊνη.
Με τέτοια συμμετρική αρχιτεκτονική, το έργο θα κινδύνευε να γίνει ένα άψυχο λιθαράκι στα κινηματογραφικά σχόλια για τη βία, μια υβριδική περιπέτεια με υπαρξιακές εξυπνάδες ή ένα ανασκολοπισμένο γουέστερν, αν δεν έπεφτε στα χέρια του Τζόελ και του Ίθαν Κόεν. Κάθε σκηνή της ταινίας διαδέχεται μια αναπάντεχη ουρά με γεγονότα που φτάνουν να ακυρώνουν τις προθέσεις των πρωταγωνιστών, βάζοντάς τους σε περιπέτειες χωρίς τελειωμό. Ο θεατής καλείται να βιώσει μια ανασφάλεια που μετατρέπεται σε δυσφορία και απροσδιόριστη αγωνία. Και για να μην μπουκώσουν την ιστορία με στοιχεία και κάλπικα διλήμματα, κάνουν αυτό που ξέρουν καλύτερα από όλους τους συναδέλφους στην πιάτσα. Εμβολιάζουν την καρδιά με ένα υπαρξιακό σουρεαλισμό που, ναι μεν χρωστάει την καταγωγή του στο «σινεμά», αλλά μιλάει μια γλώσσα αληθινή, γιατί καταπιάνεται σε δεύτερο επίπεδο με τη φύση του ανθρώπου και την πάλη του για προσαρμογή στο ρευστό περιβάλλον. Οι Κοέν έχουν ευρωπαϊκό μυαλό, χρωστάνε τις σεναριακές τους σκέψεις στον Μπέκετ και στον Σαρτρ, αλλά η κινηματογράφησή τους είναι καθαρά αμερικανική. Το τεράστιο ταλέντο τους έγκειται στο ότι δεν τα μπερδεύουν. Όσο για το θέμα της βίας που θίγουν συχνότατα, είναι πληρωτέοι άμα τη εμφανίσει: Η αισθητική τους είναι και η ηθική τους.
Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος, για το NO COUNTRY FOR OLD MEN, ένα ακόμη διαμάντι (εξαιρείται το Intolerable Cruelty) στο ενεργητικό των αδελφών Κοέν.
«Καταδέχεται να μιλήσει κανείς σήμερα για επανάσταση;» αναρωτιέται ο Μιχαήλ Μαρμαρινός κάποια στιγμή της παράστασης, για να πάρει μία σαφώς θετική απάντηση από τον Επισκέπτη (διαφορετικό πρόσωπο σε κάθε παράσταση). Η επανάσταση είναι δυνατότητα, ακούστηκε και πάλι. Μια δυνατότητα, σκέφτομαι, που αυτήν τη στιγμή συνειδητοποιούν στη Λατινική Αμερική ο Τσάβες, ο Μοράλες, ο Κορέα κι οι λαοί τους. Και μαζί τους κι εμείς. [...]
Με τον Στάλιν δεν τελειώσαμε γιατί οι πολλοί μικροί Στάλιν που κυκλοφορούν γύρω μας τον κρατούν ζωντανό. Αλλά οι μυριάδες που οδηγήθηκαν και πέθαναν στα γκούλαγκ αντιστοιχούν σε πολλές περισσότερες μυριάδες που επιβίωσαν. Ο ποιητής Τσελάν αυτοκτόνησε επειδή δεν άντεξε το γεγονός ότι γλίτωσε, ότι έζησε.[...]
Όλα τα ζητήματα είναι εδώ, αλλά στο θέατρο σπανίως μας ζητείται η άμεση εμπλοκή σε μια ζωντανή, σε εξέλιξη συζήτηση. [...]
σχόλια