Είναι μία απ' τις 10 υποψήφιες για την καλύτερη συνοικία της Αθήνας, στα βραβεία του LIFO.gr. Να λοιπόν τι (μεταξύ πολλών πολλών άλλων) είναι για μας το Κολωνάκι, μέσα από τυχαία θραύσματα κειμένων, αναμνήσεων και φωτογραφιών.
O μαρμάρινος στύλος που έδωσε το όνομά του στην περιοχή.
Πλατεία Κολωνακίου
7 αναφορές
•«Όλοι το ίδιο είμαστε σε τούτο τον κοσμάκη, και όλοι έχουμε καρδιά, λαός και Κολωνάκι». Τραγούδι του Μανώλη Χιώτη και της Μαίρης Λίντα.
•«Το Κολωνάκι πριν από την άλωση». Βιβλίο του άρειου Κολωνακιώτη Ζάχου Χατζηφωτίου ( ο οποίος ως γνωστόν μισεί τους νεωτερισμούς, τις επιμειξίες και οποιαδήποτε μετανάστευση - εσωτερική ή εξωτερική)
•«Έγκλημα στο Κολωνάκι». Βιβλίο του Γιάννη Μαρή - Και ταινία του 1959 σε σκηνοθεσία Τζανή Αλιφέρη, με τον Ανδρέα Μπάρκουλη στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
•«Ξεκινούν από το Κολωνάκι, για να κατεβούν στις Τζιτζιφιές, λίγο για ν' ακούσουν μπουζουκάκι, με τις πιο γλυκύτερες πενιές». «Κολωνάκι-Τζιτζιφιές», στίχοι, μουσική: Μάρκος Βαμβακάρης.
•«Στο Κολωνάκι είναι ένας σκύλος (o Βαγγέλης), που τον ξέρουν οι gay μόδιστροι κι οι sexy φθισικές / Oι σιλουέτες που στα εξώφυλλα υποφέρουν / κάτι σκιές, που η μια την άλλη λεν πως ξέρουν / και λεν' "αγάπη μου", λε "αγάπη μου", με ολόιδιες φωνές». «Ένας σκύλος στο Κολωνάκι», Φοίβος Δεληβοριάς.
•«Πού 'σαι, Σωκράτη, δάσκαλε, να δεις το Κολωνάκι, οι μαθητές σου σήμερα βαστούν κομπολογάκι». «Αν ζούσαν οι Αρχαίοι», στίχοι, μουσική: Γιώργος Μητσάκης, τραγούδι: Γιάννης Καλατζής.
•«Ωνάσης σημαίνει να πας στα μπουζούκια, να τα σπας αγκαλιά με τον Τέλη τον Σαβάλας και να κάθεσαι μετά στο Κολωνάκι, στις κοσμικές ταβέρνες, και να τρως λαϊκότατα σκορδαλιά». Νικόλας Άσιμος
To Κολωνάκι στη δεκαετία του 1920 με τις ακαδημίες χορού και το τριφασικό ρεύμα [via]
Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
«Φεύγεις, φεύγεις/ γλυκειά μαυρομμάτα/ κι αν καμμία φορά σε ιδώ/ θάχουν φύγει τα έρημα νειάτα/ άλλη θάσαι και άλλος εγώ…». Έτσι ρομαντικά ένιωθε όποιος έφθανε προπολεμικά στους φωτεινούς δρόμους του Κολωνακίου, που συνδύαζε την παράδοση με την αριστοκρατική μορφή. Προς το μέρος της οδού Κηφισίας είχε ήδη καλλιμάρμαρα μέγαρα, αληθινά παλάτια, όπου κατοικούσαν οι μεγαλοαστοί. «Βίλλες με θαύματα κήπων, ρυθμοί καινούργιοι, πρωτότυποι, παράξενοι, σπίτια βαριά, αρχοντικά γεμάτα μεγαλοπρέπεια».
Προς τους πρόποδες του Λυκαβηττού υπήρχαν σπιτάκια, παλαιά, μικρά, χαριτωμένα αλλά επίσης αρχοντικά. Και στο κέντρο η πλατεία Κολωνακίου, «ο πνεύμων της συνοικίας». Μια πλατεία με πιπεριές, δενδροστοιχίες, παγκάκια αλλά και τραπεζάκια από τα καφενεδάκια της γειτονιάς! Γνήσια αθηναϊκή κίνηση.
Το Κολωνάκι είχε ήδη εκσυγχρονιστεί. Είχε αποκτήσει «τριφασικόν» ρεύμα και «Πάουερ», την τελευταία λέξη της μόδας στη συγκοινωνία. Είχε αποκτήσει ακόμη και «ντάνσινγκ»! Βρισκόταν σε μια γωνιά της πλατείας, με την επιγραφή «Ακαδημία Χορού». «Εκεί μέσα υπό τους ήχους της δαιμονισμένης τζαζ γέρνουν τρυφερές και αιθέριες υπάρξεις στις αγκάλες των δανδήδων και στροβιλίζονται εις την μέθη του φοξ και νοιώθουν την αργή νοσταλγία του ταγκό»! Το 1928 επικρατούσε και το περίφημο «Γιάλε», χορός που είχε κατακτήσει τους πάντες: «Οι κομψεπίκομψοι νεανίαι του Κολωνακίου και τα κραγιοναρισμένα χειλάκια των κομψών σιλουεττών θα καλοπεράσουν».
Τον Οκτώβριο του 1928 η πλατεία επιδιορθωνόταν. Οι διάδρομοι που υπήρχαν περιφράσσονταν, ενώ στη μέση τοποθετούνταν μια κτιστή εξέδρα. Κατεδαφίζονταν τα «δημόσια ανακουφιστήρια» που στεγάζονταν σε παράγκα δημαρχίας Μερκούρη για να γίνουν υπόγεια. «Είναι πολύ αμφίβολο εάν υπάρχει μέσα στην άλλη Αθήνα τέτοια συνοικία», έγραφε με έπαρση ο δημοσιογράφος Δ. Χρονόπουλος, τονίζοντας ότι ήταν «καθαρή, με ασφαλτοστρωμένους δρόμους, με φωτισμό, με νερό, με καθαριότητα και όλα τα κομφόρ»!
Ο Ταμτάκος στο Κολωνάκι!
Το Κολωνάκι από ψηλά. Από τον συγγραφέα Δημήτρη Γκενεράλη
Tα τελευταία 9 χρόνια μένω στο Κολωνάκι, μια γειτονιά στο κέντρο της πόλης, που όμως σε κάποια της σημεία θυμίζει προάστιο. Έχω μεγάλο μπαλκόνι και το χαίρομαι τα καλοκαιρινά βράδια, πάντοτε σε συνδυασμό με το βουητό της Βασιλίσσης Σοφίας. Το Κολωνάκι είναι μια παρεξηγημένη γειτονιά. Έχει γίνει το σύμβολο της πλουτοκρατίας, παρόλο που είναι καθαρά μια γειτονιά εργαζομένων. Όλοι όσοι διασχίζουν το Κολωνάκι καθημερινά έχουν κάποια δουλειά εκεί κοντά. Τις Κυριακές και τα καλοκαιρινά βράδια (που κλείνουν τα χειμερινά μπαρ και κλαμπ της περιοχής και φεύγουν από τη γειτονιά οι «επισκέπτες») το Κολωνάκι είναι άδειο.
Οι μόνοι κάτοικοι είναι κάποιες οικογένειες της παλιάς Αθήνας, οι ελάχιστες που δεν έχουν μετακομίσει στα προάστια. Μου αρέσει ν’ ανηφορίζω την Ηροδότου και να καταλήγω στην πλατεία της Δεξαμενής. Ήταν ωραία όταν βρισκόταν εκεί το αναψυκτήριο-ουζερί, αλλά τώρα έκλεισε κι έμεινε μόνο το θερινό σινεμά, που ελπίζω να ξανανοίξει το φετινό καλοκαίρι. Μετά, μου αρέσει να περπατάω από την Ξενοκράτους προς τη Μαρασλή ή προς τον Λυκαβηττό. Εκεί είναι που θυμίζει προάστιο, γιατί έχεις τη δυνατότητα για μια βόλτα στη φύση, ενώ είσαι μέσα στο κέντρο της πόλης.
Επίσης, οι κάτοικοι με παιδιά απολαμβάνουν τη βόλτα μέσα στον Εθνικό Κήπο, τον οποίο προσεγγίζεις από την Ηρώδου του Αττικού, μόλις διασχίσεις το ποτάμι της Βασιλίσσης Σοφίας.
Μου αρέσουν οι πολυκατοικίες του ’30, οι οποίες είναι, ως επί το πλείστον, άρτια ανακαινισμένες. Η τεχνοτροπία τους δίνει μια αστική ατμόσφαιρα που ταιριάζει στην περιοχή αλλά και σε όλο το κέντρο της Αθήνας.
Ενδιαφέρον έχει, όταν βλέπεις το Κολωνάκι από ψηλά, τι έχει σκαρφιστεί ο καθένας για την ταράτσα του, από υπέροχους κήπους μέχρι άθλιες γούρνες (που τις λένε πισίνες) και ακόμα πιο άθλιες κατασκευές από ελενίτ (που τις λένε πέργκολες).
Ό,τι δεν ξέρουμε για τη Δεξαμενή στο Κολωνάκι
•Ονομάστηκε έτσι διότι κατά την αρχαιότητα ήταν η δεξαμενή του υδραγωγείου του Αδριανού. •
Από το 1900 και έπειτα άρχισε να γίνεται όλο και πιο πυκνοκατοικημένη.
•Το καφενείο του κυρ-Γιάννη, μια παράγκα στην ουσία, υπήρξε το στέκι του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Στην παρέα των διανοούμενων που σύχναζαν εκεί ήταν και ο φοιτητής τότε και ποιητής Κώστας Βάρναλης, ο Κονδυλάκης, που υπήρξε και πρώτος πρόεδρος της Ενώσεως Συντακτών το 1914, ο ιστορικός ερευνητής Γιάννης Βλαχογιάννης, ο Μάρκος Αυγέρης.
•Ο Κώστας Βάρναλης αναφέρει ότι εκείνα τα χρόνια η Δεξαμενή δεν ήταν πλατεία, αλλά ένας λόφος.
•«Αγαπούσαμε μονάχα "εξ αποστάσεως" όλοι μαζί το ίδιο κορίτσι στην οδό Δεινοκράτους και του κάναμε τις νύχτες καντάδες. Και ποτές δεν τσακωθήκαμε γι' αυτό τον κοινό καημό. Δεν είχε καμιά προοπτική να καταλήξει σε τίποτα. Ήτανε ο καημός του... απείρου, που έδερνε την άδεια και χαώδη νεανική καρδιά μας εκείνου του καιρού! Ξεθυμαίναμε στα... ποιήματα!», γράφει στα απομνημονεύματά του ο Βάρναλης.
Φοίβος Δεληβοριάς - Ένας σκύλος στο Κολωνάκι
Προσωπικότητες του Κολωνακίου:
Βασίλης Αλεξάκης / Κωνσταντίνος Τζούμας / Μαρία Μήτσορα / Διονύσης Χαριτόπουλος / Γιάννης Ξανθούλης / Λούλα Αναγνωστάκη / Νάνος Βαλαωρίτης / Γιώργος Βέλτσος / Ντένη Βαχλιώτη / Κώστας Σημίτης / Χάρης Βλαβιανός / Άγγελος Δεληβορριάς / Eιρήνη Γερουλάνου / Παναγιώτης Τέτσης / Βλάσης Κανιάρης / Σάκις Μαυρέλης / Κώστας Βουτσάς / Αλέξανδρος Λυκουρέζος κ.α.
Στο Κολωνάκι όσο ανθίζουν οι νεραντζιές / Από την συγγραφέα Μαρία Μήτσορα
Από την εποχή που ο Αλέξης Μπίστικας τη φωτογράφισε στις ταράτσες της Σκουφά για το «Κοντροσόλ στο Χάος» ως σήμερα, η Μαρία Μήτσορα αποτυπώνει το μποέμικο Κολωνάκι στα βιβλία της υπό ένα πλάγιο φως. Το ίχνος αυτού του βλέμματος υπάρχει και στο κείμενο που γράφει εδώ, ειδικά για τη LifO.
Λένε πως η πόλις των Αθηνών θα εξαφανιστεί διογκούμενη, από την Ελευσίνα μέχρι το Μαραθώνα και το Λαύριο. Λένε πως ίσως όλος ο πλανήτης να γίνει μια ενιαία πόλη, που θα καταπιεί τους κατασκευαστές της, σε δέκατα τρίτα υπόγεια και σε δέκατους έβδομους ουρανούς. Μερικοί όμως επιμένουν ότι κατηφορίζοντας από τη Δεινοκράτους όσο ανθίζουν ακόμα οι νεραντζιές, αφού διασχίσεις τη χαριτωμένη πλατεία της Δεξαμενής, αφήνοντας στα δεξιά σου το κυκλαδίτικο σπίτι της Φωκυλίδου, πάντα δυο τετράγωνα θα σε χωρίζουν από την πλατεία Φιλικής Εταιρείας, γνωστής κυρίως ως πλατεία Κολωνακίου.
Και αυτοί οι τελευταίοι ισχυρίζονται πως ο θρήνος γι' αυτές που κόψανε στην Κανάρη θα ακούγεται στον αιώνα των αιώνων. Άλλοι πάλι γκρινιάζουν: Στην πλατεία με την ανασκευή καταστράφηκε η ισομερής κοινωνικότητα του κύκλου. Το σιντριβάνι το απήγαγαν. Τα χρυσόψαρα μήπως τα τηγάνισαν; Θυμάμαι κάποιον που διέδιδε πως τα είχανε φέρει από την Κωνσταντινούπολη. Συμφωνώ κι εγώ, τα σκόρπια παγκάκια, φυτεμένα στο μπετόν, έτσι όπως κοιτάζουν διάφορες κατευθύνσεις, επηρεάζουν τα συναισθήματα των λιγοστών που κάθονται ώστε να ατενίζουν ο καθένας ένα απομονωμένο, διόλου ομόκεντρο μέλλον. Καθώς διασχίζω σήμερα, πάντα βιαστική, την πλατεία, ένα αόρατο σκυλί είναι έτοιμο να με πάρει στο κατόπι. Το γνωρίζω και με γνωρίζει. Ακούει στο όνομα νοσταλγία.
Και για να γλυτώσω ούτε νοιάζομαι να ρίξω μια ματιά, να δω αν υπάρχει ακόμα εκείνο το Κολωνάκι, που σημάδευε τον τάφο ενός βοδιού και την απόσταση βολής με κανόνι από την Ακρόπολη. Από αυτό είχε πάρει πάντως η πλατεία το όνομά της. Αυτή η πλατεία που τώρα βλέπω γεμάτη βιτρίνες και αντανακλάσεις από άλλες βιτρίνες και καφετέριες ίδιες με εκείνες που έχουν γεμίσει όλο το Λεκανοπέδιο. Τόσο αγνώριστα είναι όλα που για μια στιγμή νιώθω να με προσπερνούν οι λέξεις, καθώς εικόνες παλιές συντρίβονται στα πόδια μου... Και ξαφνικά μου φαίνεται πως όταν ήμουν 18 χρονών την είχα παντρευτεί αυτή την πλατεία με παπά και με κουμπάρο. Εδώ είχα γνωρίσει τον Paul Francois.
Στο Βυζάντιο ήρθαμε κατευθείαν από την εκκλησία ντυμένοι εγώ νύφη και αυτός γαμπρός. Και ξημερωθήκαμε κερνώντας καφέδες αφού είχαμε ορκιστεί να μην αγγίξουμε ο ένας τον άλλον, εκείνη τη νύχτα τη μοιραία για τόσους άλλους, ενώ εμείς διαθέταμε και τις προηγούμενες και τις επόμενες... όταν μετά ενάμιση χρόνο χωρίσαμε... πολύ φιλικά, είχα κερδίσει το δικαίωμα των ελεύθερων νυχτερινών εξόδων. Τότε έμενα στην Καρνεάδου. Τη σημερινή Harley Street. Το δρόμο των γιατρών. Και ήμαστε μια μεγάλη παρέα. Μια παρέα ροκ, όπως θα έλεγαν για μας αργότερα. Συναντιόμαστε την ημέρα στου Μπόκολα, στο παλιό Ελληνικό και στη Λυκόβρυση. Και αργά τη νύχτα στο Βυζάντιο ή στα Νούφαρα.
Συχνά στην αρχή ήμουν η μόνη γυναίκα στο τραπέζι με τους Γιώργο Μακρή, Δημήτρη Πουλικάκο, Παναγιώτη Κουτρουμπούση, Τάσο Δενέγρη, Αλέξη Ακριθάκη, Τάσο Φαληρέα και άλλους πολλούς που έφευγαν ή που έφταναν με μια βαλίτσα ή ένα σάκο στον ώμο. Γύρω υπήρχαν και άλλες παρέες, όπως αυτή των σκηνοθετών, που έμοιαζαν όλοι με μορφές από τα εικονίσματα. Παραδίπλα οι ζωγράφοι, ενώ γυναίκες όμορφες ανεβοκατέβαιναν την πασαρέλα, τότε που ομορφιά σήμαινε να έχεις κάτι πολύ ξεχωριστό, και όχι να είσαι μια ευτυχισμένη εκδοχή του μέσου όρου. Θυμάμαι ακόμα και γιαουρτώματα ανάμεσα στους σκληροπυρηνικούς, αλλά πιο πολύ εκείνον το συνδυασμό από κομψότητα και ζωντάνια και τη φαντασία να έχει το πάνω χέρι. Μπιτνίκια ανηφόριζαν από την Πλάκα.
Ξανθές κοπέλες από το Βορρά έφταναν για να δουλέψουν ως φωτομοντέλα. Όπως η Σουηδέζα Εύα, πάντα ντουέτο με τη φίλη της την Judy και φωτογράφο τον Maurice Engels, απόγονο του Engels. Υπήρχαν και αυτοκτονίες, εκείνες που ο Durkheim ονομάζει ανομικές, που εμφανίζονται με την έξαρση και τον κοινωνικό αναβρασμό. Και τρέλα υπήρχε φυσικά. Το κύριο όμως χαρακτηριστικό της παλιάς πλατείας ήταν το ποσοστό των ανθρώπων που ήδη ήσαν ή που θα γίνονταν γνωστοί. Παρ' όλα αυτά εγώ τα γέλια συγκρατώ και την απουσία αμαρκούρας - όπως μου αρέσει να ονομάζω αυτήν τη μαυρίλα που μας έχει κάτσει με το τέλος της χιλιετίας και του πλανήτη.
Το τραγούδι του Μανώλη Χιώτη!
My Own Private Κολωνάκι / Ο Spyros vj έχει ζήσει πολλές ζωές.
Πρώτα μέναμε στην οδό Υψηλάντου και αργότερα στην οδό Αλωπεκής, απέναντι ακριβώς από κάποιο σικάτο εστιατόριο με το ακατανόητο τότε όνομα Entrée nous. Και τις δύο φορές στα υπόγεια κάτι «γερασμένων» πολυκατοικιών, λόγω επαγγέλματος των παππούδων. Θυρωροί. Ένα παρηκμασμένο σήμερα οικοσύστημα ανθρώπων που έμενε στον χώρο εργασίας και ήταν απίκο 24 ώρες το 24ωρο, μπαίνοντας «στα καλύτερα σπίτια της Αθήνας», αλλά για να πάρει τα άπλυτα και τους λογαριασμούς της ΟΥΛΕΝ. Ακόμα θυμάμαι τη φωνή της γιαγιάς, «πάω στης Βαχλιώτη, στου Δοξιάδη, στου Δαμόφλη», επίθετα που τότε δεν είχαν καμιά σημασία στα παιδικά αυτιά μου.
Μπροστά από το μικρό γραφειάκι του θυρωρού της οδού Αλωπεκής περνούσαν ασύλληπτες προσωπικότητες ως ένοικοι ή επισκέπτες. Το ίδιο βέβαια συνέβαινε και στην πολυκατοικία που δούλευε ο παππούς ως θυρωρός. Στην οδό Ξάνθου. Εκεί έμενε ο ηθοποιός Κώστας Καρράς, ο εγγονός του ζωγράφου Claude Monet (ο «Μονές», σύμφωνα με τον παππού), διάφοροι άλλοι με ξένα επίθετα και πολύ αστραφτερά αυτοκίνητα -τι άλλο θα έκανε εντύπωση σε έναν δεκάχρονο;- ενώ εκεί είχαν τα ιατρεία τους διάφοροι γιατροί. Τότε άκουσα για πρώτη φορά τον όρο πλαστικός χειρουργός, αλλά καλύτερα να μη μοιραστώ τους συνειρμούς του -τότε- άγουρου υποσυνείδητού μου.
Δίπλα ακριβώς από το θυρωρείο του παππού διατηρούσε την μπουτίκ της η Μαργαρίτα Μπρόγερ. Παλιά μουσικοχορευτική δόξα του κινηματογράφου, ήμισυ του διδύμου των αδερφών Μπρόγερ. Εκεί, στα γόνατα της κυρίας Margaret, είδα για πρώτη φορά κομπιουτεράκι και ήπια για πρώτη φορά Κόκα Κόλα λάιτ - τότε λεγόταν Diet Coke. Από την άλλη πλευρά υπήρχε ένα παράξενο μαγαζί που δεν είχε ποτέ πελάτες και λεγόταν Ananda. Στην είσοδο είχε τη φωτογραφία ενός τεράστιου κυρίου με μαλλί «άφρο» και πορτοκαλί κελεμπία και μέσα κάτι παράξενα αγάλματα με πολλά χέρια και κεφάλια ζώων, ενώ συχνά έβγαιναν παράξενες μυρωδιές. Στην απέναντι πλευρά ήταν το σπίτι κάποιου κυρίου Χρήστου που τον βλέπαμε πολύ σπάνια. Χρόνια αργότερα, σε μια συζήτηση, άκουσα από τον παππού το επίθετό του: Λαμπράκης.
Εφημερίδεεεες. Ακόμα θυμάμαι τον άνθρωπο με τις εφημερίδες σε ένα τεράστιο σακί υπό μάλης που κατέβαινε την οδό Ξάνθου. Έβγαιναν όλοι οι θυρωροί με τις λίστες και αγόραζαν το φύλλο ημέρας για τους ενοίκους. Τα καλοκαίρια κατέβαινα στο πρώτο Everest της Αθήνας, στην Τσακάλωφ, για παγωτό μηχανής και τοστ. Πόση εντύπωση μου έκανε το όνομα αυτού του δρόμου! Όλο μυστήριο. Τσακάλωφ! Τα μεσημέρια που έκανε ο παππούς το break του και πήγαινε να βοηθήσει το φίλο του τον Γιώργο στο Ideal, το μοναδικό -τότε- μανάβικο του Κολωνακίου στην Πατριάρχου Ιωακείμ, πηγαίναμε πρώτα από το Piccolo για ένα μεσημεριανό εσπρεσάκι. Το Piccolo βρισκόταν στη γωνία των οδών Π. Ιωακείμ και Αναγνωστοπούλου. Εκεί έπιναν τον καφέ τους διάφορες φίρμες της εποχής, μεταξύ των οποίων ο τότε άσος του Ολυμπιακού Νίκος Αναστόπουλος - o μόνος που αναγνώριζα.
«Διάβαζα» ξένα περιοδικά από το περίπτερο που βρισκόταν ακριβώς στην είσοδο του μανάβικου, περιμένοντας τον παππού, κι εκεί είδα και το πρώτο πορνοπεριοδικό στη ζωή μου. Τα απογεύματα, στο ρεπό της γιαγιάς, πηγαίναμε στην Πλατεία με ρύζι «Καρολίνα» για να ταΐσουμε τα περιστέρια. Για κάποιο λόγο, απ' όλες τις εικόνες που έχουν «γράψει» στο μυαλό μου από το «μαγικό» Κολωνάκι με τις σούπερ βιτρίνες και τον παράξενο κόσμο του ‘80, η έννοια «πλατεία», ανεξάρτητα εάν επρόκειτο για την πλατεία Κολωνακίου ή της Δεξαμενής (αυτή με τις πολλές κούνιες!), ήταν η μόνη που εξάλειφε τις αχανείς ταξικές διαφορές μεταξύ πιτσιρικάδων που φρόντιζαν με τρυφερότητα να μου υπενθυμίζουν οι δικοί μου.
«Times in Kolonaki»
Η συνέντευξή του είναι εδώ
Δύο ταινίες ολόκληρες!
Έγκλημα στο Κολωνάκι
+
Λαὸς καὶ Κολωνάκι
Δέκα όμορφα κτίρια
Στο Κολωνάκι συγκεντρώνονται κάποια απ' τα σημαντικότερα δείγματα αθηναϊκής αρχιτεκτονικής. Από τον Δημήτρη Ρηγόπουλο.
(ΠΡΩΗΝ) ΒΡΑΖΙΛΙΑΝΙΚΗ ΠΡEΣΒΕΙΑ, Πλατεία Λυκαβηττού 2 (1925). O νεοκλασικισμός στα τελευταία του, αλλά τι κομψά γηρατειά! Στο τέρμα της Αναγνωστοπούλου, ένα από τα μεγαλύτερα ιδιωτικά μέγαρα του κέντρου, έργο του αρχιτέκτονα Ιωάννη Αξελού.
Η ΡΟΔΑΚΙΝΙ ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑ, Φωκυλίδου 2, Δεξαμενή (1935). Χαριτωμένος, παιχνιδιάρικος μοντερνισμός σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές πολυκατοικίες του Κολωνακίου. Έργο του αρχιτέκτονα Ι. Κουκιάδη.
ΜΕΓΑΡΟ ΤΕΤΕΝΕ, Αλωπεκής 25 (1933). Θέλεις να βάλεις τις πιτζάμες σου. Επεξεργασμένο δείγμα του νέου γερμανικού εκλεκτικισμού, όπου η συμμετρική οργάνωση της πρόσοψης παραπέμπει σε κλασικά πρότυπα, ενώ οι καμπύλες και τα ανάγλυφα διακοσμητικά παραπέμπουν στην αρ νουβό. Το υπογράφει ένας από τους πιο παραγωγικούς αρχιτέκτονες της Αθήνας του 20ού αιώνα, ο Κώστας Κιτσίκης.
ΕΚΚΕΝΤΡΙΚΗ ΠΙΝΔΑΡΟΥ, Πινδάρου 2 (1925). Από τα πιο εκκεντρικά σπίτια της Αθήνας, σήμερα ανακαινίζεται. Αναφορές στο κίνημα Arts and Crafts, ένα βήμα από την Ακαδημίας, σχετικά άγνωστο, όπως και ο αρχιτέκτονας.
ΜΕΓΑΡΟ ΣΤΑΘΑΤΟΥ, Β. Σοφίας και Νεοφύτου Δούκα 4 (1895). Σε ανάμνηση της προπολεμικής Βασιλίσσης Σοφίας αυτό το εντυπωσιακό μεγαλοαστικό μέγαρο του Ερνέστου Τσίλερ, ανεπτυγμένο σε μια αρκετά ιδιόμορφη κάτοψη. Σήμερα στεγάζει τμήμα της συλλογής του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης.
ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ, Πλατεία Κολωνακίου και Σκουφά 2 (1937). Εδώ όλο το «παιχνίδι» το κάνουν τα έρκερ, όγκοι που προεξέχουν, σε κυλινδρική μορφή στο συγκεκριμένο κτίριο.
ΣΤΟ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, Σκουφά 59 (1929). Επιβλητική πολυκατοικία στο μεταίχμιο πριν την οριστική επικράτηση του μοντερνισμού, με διπλά έρκερ που στεφανώνουν την τοξωτή εξώθυρα σαν πυργκίσκοι. Του Κώστα Κιτσίκη.
ΜΕΓΑΡΟ ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ, Ακαδημίας και Κανάρη 1 (1890). Ξανά Τσίλερ, κτίριο εκλεκτικιστικού ρυθμού, με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους αρκετά πρωτοποριακούς για την εποχή τοξωτούς θόλους (που θεωρούνται στοιχείο αρ νουβό) στα ανοίγματα του πρώτου ορόφου και στο υπερυψωμένο πρόπυλο της κύριας εισόδου, προς την οδό Κανάρη. Ανακαινίζεται για να φιλοξενήσει την Πινακοθήκη της Βουλής των Ελλήνων.
ΒΑΛΣΑΜΑΚΗΣ, Σπευσίππου 3-5 και Γλύκωνος (1971). Οι οριζόντιες προβολές των εξωστών υποκαθιστούν εδώ την κλασική πρόσοψη με βάση, κορμό και στέψη σε μια δυναμική έκφραση του μοντερνισμού. Πολυκατοικία του Νίκου Βαλσαμάκη.
ΓΡΑΦΕΙΑ ΔΟΞΙΑΔΗ, οδός Στρατιωτικού Συνδέσμου, Λυκαβηττός (1958). Ένα από τα σημαντικότερα κτίρια του μοντερνισμού της μεταπολεμικής Αθήνας, χάρη στον πρωτοποριακό, οικολογικό σχεδιασμό του Κωνσταντίνου Δοξιάδη. Πρόσφατα υπήρξαν αντιδράσεις για τη μετασκευή του σε κτίριο κατοικιών.
--------------------------
--------------------------
*Γράψτε μας στα σχόλια τα θετικά και τα αρνητικά του Κολωνακίου, και μην ξεχάσετε να ψηφίσετε στο μεγάλο μας γκάλοπ, για να αναδείξουμε την Καλύτερη Συνοικία για να ζεις!
ΣΕ ΚΑΘΕ ΕΡΩΤΗΣΗ ΨΗΦΙΖΕΤΕ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΔΥΟ ΣΥΝΟΙΚΙΕΣ :)
σχόλια