Όπως θα έλεγαν και στην πιάτσα, είναι «κομματάκι δύσκολο» να περιγράψεις ακριβώς τον Τάσο Φαληρέα. Αυτό φαίνεται και από τη Χαριστική Βολή, την ανθολογία των κειμένων του που μόλις κυκλοφόρησε, αλλά και από τις προσωπικές συζητήσεις με τους ανθρώπους που είτε τον γνώρισαν είτε συνεργάστηκαν μαζί του. Δεινός μπασκετμπολίστας (πίστευε ότι οι μπασκετμπολίστες είναι οι καλύτεροι άνθρωποι στον κόσμο γιατί προσέχουν να μη χτυπήσουν τον αντίπαλό τους), εργάτης της μουσικής, «βινυλιάνθρωπος», ο κουστουμάτος ζεν πρεμιέ με τις φαβορίτες που καθόταν στου Παπασπύρου στην αρχή της Ερατοσθένους και ο ορισμός του πνεύματος της γενιάς των Ελλήνων beat (Δενέγρη, Κουτρουμπούσης, Πουλικάκος κ.α.). «Ουσιαστικά, αυτή είναι η χαμένη γενιά. Είναι η γενιά που πάνω που ετοιμαζόταν να βγει, την τσάκισε η χούντα και μετά, στη Μεταπολίτευση, την τσάκισε η “αντίσταση απέναντι στη χούντα»”», τονίζει ο Μανόλης Σαββίδης, επιμελητής και εκδότης της ανθολογίας.
Ο Τάσος Φαληρέας γεννήθηκε το 1940 και πέθανε το 2000 από νεφρική ανεπάρκεια. Έζησε κυρίως στην Ελλάδα και στην Αμερική και ασχολήθηκε έντονα με οτιδήποτε αφορούσε το μουσικό γίγνεσθαι. Είτε από την πλευρά της δισκογραφίας, ως στέλεχος και ως ιδιοκτήτης των μεγαλύτερων ελληνικών δισκογραφικών, είτε από το ιστορικό δισκοπωλείο Pop 11 που είχε μαζί με τον αδερφό του Γρηγόρη, είτε ως εμπνευστής και συνομιλητής νέων μουσικών από τη γωνιά του στο Dolce (μετέπειτα Φίλιον) και το Chocolatiere της οδού Σκουφά. «Ήτανε καταλύτης στα μουσικά πράγματα. Είναι κάποιοι άνθρωποι που δεν μπορείς να περιγράψεις τι ακριβώς είναι αυτό που κάνουν, αλλά χωρίς αυτούς δεν θα ξέραμε ποια κατεύθυνση θα είχαν πάρει τα πράγματα. Ο Κατσίμπαλης στη λογοτεχνία, ο Παύλος Ζάννας στον κινηματογράφο, ο Τάσος Φαληρέας στη μουσική. Χωρίς αυτούς δεν θα είχαν την ίδια εξέλιξη οι τέχνες», λέει ο κ. Σαββίδης. Με λίγα λόγια, «ο ρομαντικός της δισκογραφίας», όπως τον αναφέρει ο άλλος ρομαντικός Πάνος Γεραμάνης στο κείμενο που έγραψε μετά τον θάνατό του.
Στην ανθολογία εμφανίζονται οι δύο συγγραφικές πτυχές του Φαληρέα. Από τη μία η λογοτεχνική: στίχοι και μικρά πεζά, που τα περισσότερα βλέπουν για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας. Από την άλλη, η δημοσιογραφική: κείμενά του, κυρίως από τα περιοδικά «Ντέφι» και «Ήχος», που περιγράφουν μέσα από τη μουσική την ελληνική πραγματικότητα. «Είχε μια άλλη πτυχή, αυτή της δημόσιας παρέμβασης. Ήταν ένας άνθρωπος ευθύς και ακέραιος. Ό,τι πίστευε το έλεγε και, αν άλλαζε γνώμη, το έλεγε επίσης. Απευθυνόταν σε όσους είχαν ανησυχίες σχετικά με την τέχνη και την πολιτική. Όχι με τα drugs. Ήθελε να δώσει στους συνομηλίκους του να καταλάβουν τη δύναμη που έχει η μουσική ως εργαλείο κοινωνικής αλλαγής. Στην αρχή είχε πιστέψει στο αμερικανικό όνειρο. Ο Τάσος το δέχτηκε, μπήκε μέσα στην αμερικανική κουλτούρα, έζησε και στο Ντιτρόιτ κι έπειτα, μετά λόγου γνώσεως, άρχισε να μιλάει για τον Φρανκ Ζάπα, το ροκ εν ρολ και τη λειτουργία της μουσικής ως κοινωνικού φαινομένου. Αυτό προσπάθησε να το περάσει και να το υλοποιήσει και στην Ελλάδα, και μέσα από τη μουσική βιομηχανία, όπου δούλεψε για πάρα πολλά χρόνια», εξηγεί ο εκδότης της ανθολογίας. Γύρω από αυτό το μοτίβο κινούνται τα άρθρα του. Ήταν από τους πρώτους που συνέδεσαν επιτυχώς τα στοιχεία της ποπ κουλτούρας με την πολιτική και κοινωνική ανάλυση. O Ντίλαν, ο Ζάπα, οι Stones, το ροκ εν ρολ, το δημοτικό τραγούδι, ο Τσιτσάνης, ο Καζαντζίδης, ο Πατσιφάς της ΛΥΡΑ, ο κολλητός του, ο Σαββόπουλος, ο Άκης Πάνου, συνδέονται με την ελληνική κοινωνία, από τον Εμφύλιο μέχρι τη Μεταπολίτευση. Και επειδή, εξαιτίας της κρίσης, έχει αναφερθεί πάρα πολλές φορές η περίοδος της Αλλαγής και ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Φαληρέας γράφει γι’ αυτόν: «Για όποιον έχει γεννηθεί μέσα στην αλητεία, τον κοπρίτη τον καταλαβαίνεις από μίλια μακριά. Γι’ αυτό για εμάς ο Ανδρέας Παπανδρέου…».
Pop 11
Το δισκοπωλείο που διατηρούσε στην οδό Σκουφά θύμιζε όλα αυτές τις παράξενες «τρύπες» με τα περίεργα όντα που έχουμε δει σε ταινίες όπως το High Fidelity. Το Pop 11, μαζί με το Free Shop στα ρούχα, αποτελούσαν τον εν Αθήναις παράδεισο του τότε χίπστερ. O Μανόλης Σαββίδης θυμάται πως «στο Pop 11 πήγαιναν όσοι ήθελαν να βρουν την ψαγμένη μουσική, τους ψαγμένους υπαλλήλους και την ψαγμένη άποψη. Σιγά σιγά, αυτό διαδόθηκε. Γνωρίζω ανθρώπους από την επαρχία που ερχόντουσαν εκεί για να ψωνίσουν. Χάρη στον Τάσο ακούσαμε παρά πολλά πράγματα, έφερνε φτηνούς δίσκους από την Ολλανδία και τους μεταπωλούσε εδώ. Ο ίδιος δεν θεωρούσε τον εαυτό αυθεντία. Έκανε πλάκα με τους υπαλλήλους του Pop 11. Έλεγε ότι “αυτοί τσακώνονται ποιος έπαιξε καλύτερα το “Cocaine”, o Clapton ή ο J.J. Cale”. Σημασία για τον Τάσο είχε η μουσική να έχει μια πραγματική έκφραση. Γι’ αυτό του άρεσε οτιδήποτε αυθεντικό και λαϊκό. Είτε αυτό ήταν τα μπλουζ του Μισισιπή, είτε τα δημοτικά, είτε τα λαϊκά». Εξάλλου, στην «Αφοί Φαληρέα» ηχογράφησε κυρίως λαϊκούς καλλιτέχνες.
Η τρίτη καριέρα του Τσιτσάνη
Παρότι αγαπούσε πάρα πολύ τη ζωντανή μουσική και πίστευε πως «για τους ανθρώπους που αγαπάνε τη μουσική όλα τα ηχογραφήματα έρχονται σε δεύτερη μοίρα», η παρουσία του στις δισκογραφικές ήταν παραπάνω από έντονη. Ο συνεργάτης και φίλος του Γιώργος Κοντογιάννης τον γνώρισε το 1969. «Μου τον σύστησε ο Διονύσης Σαββόπουλος. Ήτανε στο Ροντέο και ο Σαββόπουλος και είχε κάνει τότε το “Περιβόλι του Τρελού”. Παρότι ήταν νέος ακόμα, ο Τάσος δούλευε στη ΛΥΡΑ. Κατάλαβα από τότε ότι είχε πολύ σημαντικό ρόλο, αν και δεν ήταν καθορισμένος: ήταν παραγωγός, έκανε δημόσιες σχέσεις; Μάλλον ήταν ο αντ’ αυτού μετά τον Πατσιφά. Νομίζω ότι ο Πατσιφάς τον άφηνε έτσι και ο Τάσος έκανε ό,τι χρειαζότανε. Μετά, στην Columbia, είχε διακριτό ρόλο, στη συνέχεια πήγε πάλι στη ΛΥΡΑ, έπειτα στη CBS, μετά πάλι στην Columbia. Μετά από εκεί σταμάτησε ν’ ασχολείται με τις μεγάλες εταιρείες και καταπιάστηκε με αυτήν του αδερφού του».
Η συμβολή του στην ελληνική μουσική είναι «ότι υπηρέτησε την ελληνική δισκογραφία. Είχε έναν έντονο και παραβατικό ρόλο. Προσπάθησε όσα δεν φαινόντουσαν εκ πρώτης όψεως εμπορικά να τα κάνει εμπορικά, χωρίς να έχει κάποιο συγκεκριμένο κόλλημα. Ήθελε να κάνει ωραία πράγματα. Όταν πήγε στην Columbia πρώτη φορά, το πρώτο που έκανε ήταν να ξαναφέρει τον Τσιτσάνη στην εταιρεία. Επίσης, βοήθησε πάρα πολύ αυτό που λένε ελληνικό ροκ. Στην αρχή ανακατεύτηκε λίγο με το ποπ, αλλά αγαπούσε πάρα πολύ τους Rolling Stones, οπότε είχε μια έμφυτη ροπή προς το ροκ. Ενίσχυσε πάρα πολύ το λαϊκό και το δημοτικό τραγούδι. Δεν μαγεύτηκε καθόλου από αυτό που λέμε ποιότητα, δεν είχε καλή γνώμη για τους λεγόμενους “έντεχνους”. Όχι ότι τους απέρριπτε, αλλά επειδή ήταν πολύ φουσκωμένος τότε ο ρόλος τους, ο Τάσος προτιμούσε τους λαϊκούς και τους ροκάδες. Μπορεί να έκανε δίσκους με τον Μαρκόπουλο, αλλά δεν νομίζω ότι αυτό ήταν το μεράκι του».
Πώς όμως κατάφερε να συνδέσει το ροκ με το λαϊκό ελληνικό τραγούδί; Ο κ. Κοντογιάννης απαντά πως «ο Ζάπα και ο Ντίλαν ήταν η προέλευσή του. Την ήξερε πάρα πολύ καλά την αμερικανική σκηνή. Μπαίνοντας, όμως, στη δισκογραφία ο Τάσος, κατάλαβε πάρα πολύ γρήγορα πού είναι το ζουμί της ελληνικής παραγωγής, πού παράγεται τραγούδι με καλλιτεχνικό ενδιαφέρον, κι έτσι γρήγορα πήγε στο λαϊκό και στο δημοτικό. Πήγε στον Μαργαρίτη, στην Πίτσα Παπαδοπούλου. Αυτό ήταν το ενδιαφέρον του. Απ’ ό,τι καταλάβαινα τότε, ήταν ότι με τους Έλληνες ρόκερ, μετά από κάποιο διάστημα, δεν είχε και κανένα μεγάλο καημό, γιατί δεν νομίζω ότι παρήχθη στον τομέα αυτό κάτι πολύ σημαντικό. Θυμάμαι ότι αγαπούσε τον Πορτοκάλογλου και τους Φατμέ και τους βοήθησε πάρα πολύ. Όπως και τον Τζίμη τον Πανούση. Είχε την ικανότητα να συνδυάζει αυτό που είχε πέραση με αυτό που ήταν σημαντικό. Αυτό είναι και το ζητούμενο. Αγαπούσε τον Μάρκο πάρα πολύ, τον Τσιτσάνη, με τον οποίον είχαν και προσωπική σχέση, τον Καζαντζίδη, που πήγαμε δύο φορές να τον συναντήσουμε στον Άγιο Κωνσταντίνο για να τον πείσουμε να επιστρέψει και να ηχογραφήσει. Τον Στράτο Διονυσίου. Ειδικά τον Άκη Πάνου, που είχε στενή συνεργασία και στο περιοδικό “Ντέφι”. Ο Άκης είναι ο κορυφαίος συνθέτης και στιχουργός, όχι κατά τη δική μου γνώμη αλλά και του Τάσου και όσων γνωρίζουν τι γίνεται με το ελληνικό τραγούδι».
«Καθόσουν μαζί του και μετά ήθελες να γράψεις ένα τραγούδι»
Αυτό το φαινομενικό φύρδην μίγδην μουσικών καταβολών το εξηγεί πάρα πολύ καλά ο Φοίβος Δεληβοριάς. «Δεν τον ενδιέφεραν τα μουσικά είδη ακριβώς. Αυτό που ήθελε ήταν να γίνεται ένα παιχνίδι. Ήταν από τους τύπους που ξεκολλούν τον κόσμο. Ήταν “παίκτης” κατά έναν τρόπο καφενειακό. Ενέπνεε πάρα πολύ. Καθόσουνα λίγο μαζί του και μετά από καμιά ώρα ήθελες να γράψεις. Σου έπιανε κουβέντα και γέμιζες πραγματική αξία. Αυτός μας βρήκε όλους. Θυμάμαι, τη δεκαετία του ‘80, είχα βγάλει έναν δίσκο και με πήρε τηλέφωνο και μου είπε “αύριο στις 8 το πρωί να είσαι στο Dolce”. Ήτανε μια φοβερή μορφή, που ανηκε σε μια τρομακτικά ενδιαφέρουσα παρέα, μαζί με τη Μήτσορα, τον Βακαλόπουλο και άλλους. Αν ζούσε σήμερα, επειδή ακριβώς δεν είχε κανένα κόλλημα και μπορούσες να τον δεις το πρωί ν’ ακούει τζαζ και το βράδυ στα σκυλάδικα, πιστεύω πως θα έκανε ακριβώς το ίδιο, πηγαίνοντας όπου υπάρχει ζωντανή μουσική». Δυστυχώς, δεν θα μάθουμε ποτέ ακριβώς, αφού, όπως έγραψε και ο Διονύσης Σαββόπουλος, «τσάμπα τον χάσαμε τον φίλο μας».
«Δεν περνάει μέρα χωρίς να τον θυμηθώ»
Ο Διονύσης Σαββόπουλος στέλνει ένα σημείωμα για τον Τάσο Φαληρέα.
«Ο Φαληρέας ήταν η καθημερινή ενσάρκωση της μεγάλης ανακάλυψης του περασμένου αιώνα,∙του κινηματογράφου. Όταν έβλεπε σε μας κάτι καλό, το μεγέθυνε, ώστε ν’ αναγκαστούμε να το δούμε, να πάρουμε θάρρος, να μην αμφιβάλλουμε πια. Γι’ αυτό ήταν περιζήτητος. Τον χρειαζόμασταν και αυτός ανταποκρινόταν όχι από κοσμικότητα, ούτε για να περάσει η ώρα, αλλά γιατί αυτή ήταν η αποστολή του: το ωραίο, το μεγάλο και το αληθινό.
Όσο για το κακό, αυτό έκανε πως δεν το έβλεπε, για να το εξαφανίσει. Τη μόνη φορά που τσακωθήκαμε -και αυτό κράτησε αρκετούς μήνες- το κάναμε χωρίς λέξεις, χωρίς τίποτα. Εγώ πήγα να πω κάτι, αλλά αυτός απλώς απομακρύνθηκε, ώστε να μην ειπωθεί το παραμικρό, σαν να μην έγινε τίποτα. Και όταν πάλι φιλιώσαμε, το κάναμε χωρίς να πούμε κουβέντα. Απλώς, τα σώματά μας πλησίασαν ξανά το ένα το άλλο.
Δεν περνάει μέρα χωρίς να τον θυμηθώ. Διασχίσαμε μαζί τον ίδιο μύθο, ώσπου άρματα δρεπανηφόρα μου τον πήρανε».
σχόλια