.... εδώ το πρώτο μέρος.
Το απόγευμα ήρθε ένας γλύπτης, προτείνοντας να αντικαταστήσει το κεφάλι της μεγάλης μπρούτζινης άρπυιας στην Πλατεία του Εξαγνισμού με το ομοίωμα της Ντάνυ. Του αρνήθηκε όσο πιο ευγενικά μπορούσε. Ένας λούτσος απαράμιλλου μεγέθους είχε πιαστεί στον Σκαχάζανταν και ο ψαράς ήθελε να το προσφέρει στη βασίλισσα. Θαύμασε επιδεικτικά το ψάρι, ευχαρίστησε τον ψαρά με ένα σακουλάκι ασήμι και έστειλε το ψάρι στην κουζίνα. Ένας χαλκωματάς τής είχε φτιάξει ένα χιτώνιο από γυαλισμένους κρίκους για να φοράει στον πόλεμο. Το δέχτηκε υπερβάλλοντας στις ευχαριστίες της. Ήταν όμορφο στο μάτι και όλος αυτός ο γυαλιστερός μπρούτζος θα έλαμπε όμορφα στον ήλιο, αλλά αν υπήρχε απειλή πραγματικής μάχης, η Ντάνυ θα προτιμούσε να ντυθεί με ατσάλι. Ακόμα κι ένα κορίτσι που ήξερε ελάχιστα από πόλεμο το γνώριζε αυτό.
Οι παντόφλες που της είχε στείλει ο Βασιλιάς Χασάπης είχαν γίνει πλέον πολύ άβολες. Η Ντάνυ τις έβγαλε και κάθισε με το ένα πόδι από κάτω της και το άλλο να κρεμιέται πέρα δώθε. Δεν ήταν πολύ βασιλική στάση, αλλά είχε κουραστεί να φέρεται βασιλικά. Το στέμμα τής έφερνε πονοκέφαλο και ο πισινός της είχε μουδιάσει. «Σερ Μπάρρισταν» είπε «ξέρω ποια ιδιότητα χρειάζεται περισσότερο ένας βασιλιάς.»
«Θάρρος, Μεγαλειοτάτη;»
«Πισινό από σίδερο. Το μόνο που κάνω είναι να κάθομαι.»
«Αναλαμβάνεις πολλά καθήκοντα, Μεγαλειοτάτη. Θα έπρεπε να αφήσεις τους συμβούλους σου να αλαφρώσουν το βάρος από τους ώμους σου.»
«Έχω υπερβολικά πολλούς συμβούλους και πολύ λίγα μαξιλάρια.» Η Ντάνυ γύρισε στον Ρέζνακ. «Πόσοι ακόμα;»
«Είκοσι τρεις, Εξοχότατη. Με ισάριθμα αιτήματα για αποζημιώσεις.» Ο οικονόμος συμβουλεύτηκε κάποια χαρτιά. «Ένα μοσχαράκι και τρεις κατσίκες. Τα υπόλοιπα θα είναι πρόβατα ή αρνιά, είμαι σίγουρος.»
«Είκοσι τρεις.» Η Ντάνυ αναστέναξε. «Οι δράκοι έχουν αποκτήσει μια ιδιαίτερη προτίμηση στο πρόβιο κρέας από τότε που αρχίσαμε να πληρώνουμε τους βοσκούς για τα χαμένα τους ζώα. Έχουν αποδειχθεί αυτοί οι ισχυρισμοί;»
«Κάποιοι άντρες έχουν φέρει καμένα κόκαλα.»
«Ο κόσμος ανάβει φωτιές. Ο κόσμος μαγειρεύει κρέας. Τα καμένα κόκαλα δεν αποδεικνύουν τίποτα. Ο Μελαψός Μπεν λέει πως υπάρχουν κόκκινοι λύκοι στους λόφους έξω από την πόλη και τσακάλια και άγρια σκυλιά. Πρέπει να πληρώνουμε ασήμι για κάθε χαμένο πρόβατο μεταξύ του Γιουνκάι και του Σκαχάζανταν;»
«Όχι, Μεγαλειοτάτη.» Ο Ρέζνακ υποκλίθηκε. «Να διώξω αυτούς τους αχρείους ή θα ήθελες να μαστιγωθούν;»
Η Νταινέρυς μετακινήθηκε άβολα στο κάθισμά της. «Κανείς δεν πρέπει να φοβάται να έρθει σε μένα.» Κάποια αιτήματα για αποζημίωση ήταν ψευδή, δεν είχε καμία αμφιβολία, αλλά κάποια ήταν αληθινά. Οι δράκοι της ήταν πλέον πολύ μεγάλοι για αρουραίους και γάτες και σκύλους. Όσο περισσότερο τρώνε τόσο περισσότερο θα μεγαλώνουν, την είχε προειδοποιήσει ο Σερ Μπάρρισταν, και όσο περισσότερο μεγαλώνουν τόσο περισσότερο θα τρώνε. «Πληρώστε τους την αξία των ζώων τους» είπε στον Ρέζνακ «αλλά από δω και πέρα οι αιτούντες θα πρέπει να παρουσιάζονται στο Ναό της Χάρης και να δίνουν έναν ιερό όρκο ενώπιον των θεών του Γκις.»
«Θα γίνει όπως προστάζεις.» Ο Ρέζνακ γύρισε στους αιτούντες. «Η Εκλαμπρότητά της συναίνεσε να αποζημιώσει τον καθέναν από σας για τα ζωντανά που χάσατε» τους είπε στη γλώσσα του Γκις. «Παρουσιαστείτε αύριο στους πράκτορές μου και θα πληρωθείτε σε νομίσματα ή σε είδος, όπως προτιμάτε.»
Η ανακοίνωση έγινε δεχτή μέσα σε μελαγχολική σιωπή. Θα έλεγες πως θα ήταν χαρούμενοι, σκέφτηκε η Ντάνυ. Πήραν αυτό που ήθελαν. Δεν ευχαριστούνται με τίποτα αυτοί οι άνθρωποι;
Ένας άντρας έμεινε πίσω καθώς οι υπόλοιποι έφευγαν – ένας κοντόχοντρος άντρας με ανεμοδαρμένο πρόσωπο, φτωχικά ντυμένος. Τα μαλλιά του ήταν ένας κοντός θύσανος από άγριες, μαυροκόκκινες τρίχες και στο ένα χέρι κρατούσε ένα θλιβερό υφασμάτινο σάκο. Στεκόταν με το κεφάλι κατεβασμένο, κοιτώντας το μαρμάρινο δάπεδο σαν να είχε ξεχάσει πού βρισκόταν. Και τι να θέλει αυτός; αναρωτήθηκε η Ντάνυ. «Γονατίστε όλοι για την Νταινέρυς τη Θυελλογέννητη, την Άκαυτη, Βασίλισσα του Μηρήν, Βασίλισσα των Άνταλ και των Ρόυναρ και των Πρώτων Ανθρώπων, Καλήσι της Μεγάλης Πράσινης Θάλασσας, Απελευθερώτρια και Μητέρα Δράκων» φώναξε η Μίσσαντεϊ με την ψιλή, γλυκιά φωνή της.Καθώς σηκωνόταν η Ντάνυ, το τοκάρ της άρχισε να γλιστράει. Το κράτησε και το μάζεψε πάλι στη θέση του. «Εσύ με το σάκο!» φώναξε. «Ήθελες να μας μιλήσεις; Μπορείς να πλησιάσεις.»
Όταν ο άντρας σήκωσε το κεφάλι του, τα μάτια του ήταν κόκκινα και πρησμένα σαν ανοιχτές πληγές. Η Ντάνυ είδε με την άκρη του ματιού της τον Σερ Μπάρρισταν να γλιστράει κοντά της, μια λευκή σκιά στο πλάι της. Ο άντρας πλησίασε παραπατώντας, σταματώντας σε κάθε βήμα, σφίγγοντας το σάκο του. Είναι μεθυσμένος ή άρρωστος; αναρωτήθηκε. Υπήρχε χώμα κάτω τα σπασμένα κίτρινα νύχια του.
«Τι είναι;» ρώτησε η Ντάνυ. «Έχεις κάποιο παράπονο να μας θέσεις; Κάποιο αίτημα; Τι θα ήθελες από μας;» Η γλώσσα του έγλειψε νευρικά τα σκασμένα του χείλη. «Έφερα... έφερα...»
«Κόκαλα;» τον ρώτησε ανυπόμονα. «Καμένα κόκαλα;»
Ο άντρας σήκωσε το σάκο του και άφησε το περιεχόμενό του να χυθεί στο μάρμαρο.
Ήταν όντως κόκαλα, κόκαλα σπασμένα και μαυρισμένα. Τα μεγαλύτερα οστά είχαν ανοιχτεί για το μεδούλι τους. «Ήταν ο μαύρος» είπε άντρας με την τραχιά προφορά του Γκις «η φτερωτή σκιά. Κατέβηκε απ’ τον ουρανό και... και...»
Όχι. Η Ντάνυ έτρεμε. Όχι, όχι, ω, όχι.
«Είσαι κουφός, ανόητε;» ρώτησε ο Ρέζνακ μο Ρέζνακ τον άντρα. «Δεν άκουσες τα λόγια μου; Δες τους άντρες μου αύριο και θα πληρωθείς για τα πρόβατά σου.»
«Ρέζνακ» είπε χαμηλόφωνα ο Σερ Μπάρρισταν «μάζεψε τη γλώσσα σου και άνοιξε τα μάτια σου. Αυτά δεν είναι κόκαλα προβάτου.»
Όχι, σκέφτηκε η Ντάνυ, είναι τα κόκαλα ενός παιδιού.
George R.R. Martin, Game of Thrones, Ο χορός των δράκων, μτφρ: Αλεξάνδρα Λέτσα, Anubis, €19,90. Μάθετε καλύτερα τον κόσμο του Game of Thrones στο http://westeros.anubis.gr/
σχόλια