Λίγα λόγια για το βιβλίο
Πολλοί είναι εκείνοι που επιθυμούν να συναντήσουν την Νταινέρυς Ταργκάρυεν, Μητέρα Δράκων, καλήσι των Ντοθράκι και βασίλισσα μιας αρχαίας πόλης στη μυστηριώδη ανατολή. Μνηστήρες του θρόνου, επίδοξοι σύμμαχοι, εκτελεστές και, ίσως περισσότερο απ' όλους, ο Τύριον Λάννιστερ, που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα του για να ξεφύγει από την οργή των άλλων μελών του οίκου του. Στο μεταξύ, στο μακρινό βορρά, ο Τζον Σνόου, ορκισμένος αδελφός της Νυχτερινής Φρουράς, προσπαθεί απεγνωσμένα να προετοιμαστεί για να αντιμετωπίσει το σκοτάδι που θα τυλίξει τον κόσμο με τον ερχομό του χειμώνα...
Νταινέρυς
Μπορούσε να ακούσει το νεκρό άντρα να ανεβαίνει τα σκαλιά. Ο αργός, μετρημένος ήχος των βημάτων προπορευόταν, αντηχώντας ανάμεσα στους μοβ κίονες της μεγάλης αίθουσας. Η Νταινέρυς Ταργκάρυεν τον περίμενε καθισμένη στο εβένινο έδρανο που είχε μετατρέψει σε θρόνο της. Τα μάτια της ήταν πρησμένα από τον ύπνο, τα ασημόχρυσα μαλλιά της ανακατεμένα.
«Μεγαλειοτάτη» είπε ο Σερ Μπάρρισταν Σέλμυ, ο άρχοντας επικεφαλής της Βασιλικής Φρουράς της «δε χρειάζεται να το δεις αυτό.»
«Πέθανε για μένα.» Η Ντάνυ έσφιξε τη λεοντή στο στήθος της. Από κάτω φορούσε μόνο ένα λευκό λινό νυχτικό, που έφτανε μέχρι τη μέση των γοφών της. Ονειρευόταν ένα σπίτι με μια κόκκινη πόρτα όταν την ξύπνησε η Μίσσαντεϊ. Δεν υπήρχε χρόνος να ντυθεί.
«Καλήσι» ψιθύρισε η Ίρρι «δεν πρέπει να αγγίξεις το νεκρό άντρα. Είναι κακοτυχία να αγγίζεις τους νεκρούς.»
«Εκτός αν τους έχεις σκοτώσει ο ίδιος.» Η Τζίκουι ήταν πιο μεγαλόσωμη από την Ίρρι, με φαρδιούς γοφούς και βαριά στήθη. «Όλοι το ξέρουν.»
«Όλοι το ξέρουν» συμφώνησε η Ίρρι.
Οι Ντοθράκι ήταν σοφοί όσον αφορούσε τα άλογα, αλλά μπορούσαν να γίνουν τελείως ανόητοι σε όλα τα υπόλοιπα. Άλλωστε αυτά εδώ είναι μόνο κορίτσια. Οι υπηρέτριές της είχαν την ίδια ηλικία με εκείνη – γυναίκες στην όψη, με τα μαύρα τους μαλλιά, το μπρούτζινο δέρμα και τα αμυγδαλωτά μάτια, αλλά πιο πολύ κορίτσια στη σκέψη. Της τις είχαν δώσει όταν παντρεύτηκε τον Καλ Ντρόγκο. Ο Ντρόγκο τής είχε δώσει και τη λεοντή που φορούσε, το κεφάλι και το τομάρι ενός χακκάρ, του λευκού λιονταριού της θάλασσας των Ντοθράκι. Ήταν πολύ μεγάλο για κείνη και είχε μια περίεργη μυρωδιά, αλλά την έκανε να νιώθει σαν ο ήλιος και τα αστέρια της ζωής της να ήταν ακόμα κοντά της.
Ο Γκριζοσκώληκας εμφανίστηκε πρώτος στην κορυφή της σκάλας με έναν πυρσό στο χέρι. Το μπρούτζινο κράνος του έφερε τρεις ακίδες. Πίσω του ακολουθούσαν τέσσερις από τους Άσπιλούς του, κουβαλώντας τον νεκρό στους ώμους τους. Τα κράνη τους είχαν μόνο μία ακίδα το καθένα και τα πρόσωπά τους έμοιαζαν σα να ήταν φτιαγμένα κι αυτά από μπρούτζο. Ακούμπησαν το πτώμα στα πόδια της. Ο Σερ Μπάρρισταν τράβηξε το αιματοβαμμένο σεντόνι. Ο Γκριζοσκώληκας χαμήλωσε τον πυρσό για να μπορέσει να δει.
Το πρόσωπο του νεκρού άντρα ήταν απαλό και άτριχο, αν και τα μάγουλά του είχαν χαρακωθεί από αυτί σε αυτί. Ήταν ένας ψηλός άντρας, με γαλάζια μάτια και όμορφο πρόσωπο. Ένα παιδί από το Λυς ή από το Βολάντις, που το άρπαξαν από κάποιο πλοίο οι κουρσάροι και το πούλησαν για δούλο στο κόκκινο Ασταπόρ. Αν και τα μάτια του ήταν ανοιχτά, ήταν οι πληγές του που έκλαιγαν. Υπήρχαν περισσότερες πληγές απ’ όσες μπορούσε να μετρήσει.
«Μεγαλειοτάτη» είπε ο Σερ Μπάρρισταν «Μια άρπυια ήταν ζωγραφισμένη στα τούβλα του δρόμου όπου βρέθηκε...»
«...ζωγραφισμένη με αίμα.» Η Νταινέρυς το είχε μάθει πια. Οι Γιοι της Άρπυιας σκότωναν τη νύχτα και πάνω από κάθε φονικό άφηναν το σημάδι τους. «Γκριζοσκώληκα, γιατί ήταν μόνος του αυτός ο άντρας; Δεν είχε σύντροφο;» Σύμφωνα με διαταγή της, όταν οι Άσπιλοι περιπολούσαν στους δρόμους του Μηρήν τη νύχτα πήγαιναν πάντα ανά δύο.
«Βασίλισσά μου» απάντησε ο λοχαγός «ο υπηρέτης σου ο Ασπιδοφόρος δεν είχε υπηρεσία χτες το βράδυ. Είχε πάει σε... ένα μέρος... για να πιει και να βρει συντροφιά.»
«Ένα μέρος; Τι εννοείς;»
«Σε έναν οίκο ηδονής, Μεγαλειοτάτη.»
Ένα πορνείο. Οι μισοί από τους απελεύθερους ήταν από το Γιουνκάι, όπου οι Σοφοί Αφέντες φημίζονταν για τους ερωτικούς τους σκλάβους. Ο δρόμος των επτά αναστεναγμών. Τα πορνεία είχαν ξεπεταχτεί σαν μανιτάρια στους δρόμους του Μηρήν. Είναι το μόνο που ξέρουν να κάνουν. Πρέπει να επιβιώσουν. Το φαγητό ακρίβαινε όλο και περισσότερο μέρα με τη μέρα, ενώ η τιμή της σάρκας έπεφτε συνεχώς. Η Ντάνυ ήξερε πως στις πιο φτωχές συνοικίες ανάμεσα στις κλιμακωτές πυραμίδες της ευγενούς τάξης των δουλεμπόρων του Μηρήν υπήρχαν πορνεία που φρόντιζαν για κάθε πιθανή ερωτική προτίμηση. Αλλά ακόμα κι έτσι... «Τι μπορεί να έλπιζε να βρει ένας ευνούχος σε ένα πορνείο;»
«Ακόμα και κάποιος που δεν έχει τα μέλη ενός άντρα μπορεί να έχει την καρδιά ενός άντρα, Μεγαλειοτάτη» είπε ο Γκριζοσκώληκας. «Αυτός εδώ έμαθε πως ο υπηρέτης σου ο Ασπιδοφόρος πλήρωνε μερικές φορές τις γυναίκες στα πορνεία για να ξαπλώνουν μαζί του και να τον κρατούν στην αγκαλιά τους.»
Το αίμα του δράκοντα δεν κλαίει. «Ασπιδοφόρος» είπε, με στεγνά μάτια. «Αυτό ήταν το όνομά του;»
«Μάλιστα, Μεγαλειοτάτη.»
«Όμορφο όνομα.» Οι άρχοντες του Ασταπόρ δεν επέτρεπαν ούτε όνομα στους σκλάβους στρατιώτες τους. Κάποιοι από τους Άσπιλούς της είχαν πάρει τα οικογενειακά τους ονόματα όταν τους ελευθέρωσε, ενώ άλλοι είχαν διαλέξει νέες ονομασίες. «Ξέρουμε πόσοι του επιτέθηκαν;»
«Αυτός εδώ δε γνωρίζει. Πολλοί.»
«Έξι ή περισσότεροι» είπε ο Σερ Μπάρρισταν. «Από την όψη των πληγών του, τον περικύκλωσαν. Βρέθηκε με άδειο θηκάρι. Ίσως πλήγωσε κάποιους απ’ αυτούς που του επιτέθηκαν.»
Η Ντάνυ προσευχήθηκε σιωπηλά κάπου ένας από τους Γιους της Άρπυιας να πέθαινε αυτή τη στιγμή, σφίγγοντας την κοιλιά του και σφαδάζοντας από τους πόνους. «Γιατί του άνοιξαν έτσι τα μάγουλα;»
«Μεγαλόψυχη βασίλισσα» είπε ο Γκριζοσκώληκας «οι δολοφόνοι είχαν χώσει τα γεννητικά όργανα μιας κατσίκας στο λαιμό του υπηρέτη σου του Ασπιδοφόρου. Αυτός εδώ τα αφαίρεσε πριν τον φέρουμε.» Δεν μπορούσαν να τον ταΐσουν τα δικά του γεννητικά όργανα. Στο Ασταπόρ δεν άφηναν τίποτα. «Οι Γιοι της Άρπυιας γίνονται πιο τολμηροί» παρατήρησε η Ντάνυ. Μέχρι τώρα είχαν περιορίσει τις επιθέσεις τους σε αφύλαχτους απελεύθερους, σκοτώνοντάς τους στους δρόμους ή μπαίνοντας στα σπίτια τους με την κάλυψη της νύχτας για να τους δολοφονήσουν στα κρεβάτια τους. «Είναι ο πρώτος στρατιώτης μου που σκοτώνουν.»
«Ο πρώτος» προειδοποίησε ο Σερ Μπάρρισταν «αλλά όχι ο τελευταίος.»
Είμαι ακόμα σε πόλεμο, συνειδητοποίησε η Ντάνυ, μόνο που τώρα πολεμάω σκιές. Είχε ελπίσει για μια ανάπαυλα στο φονικό, για λίγο χρόνο για να χτίσει και να γιατρέψει.
Έβγαλε τη λεοντή από τους ώμους και γονάτισε δίπλα στο πτώμα για να κλείσει τα μάτια του νεκρού, αγνοώντας την κοφτή ανάσα της Τζίκουι. «Ο Ασπιδοφόρος δε θα ξεχαστεί. Να τον πλύνετε και να τον ντύσετε για μάχη και να τον θάψετε με κράνος, ασπίδα και δόρατα.»
«Θα γίνει όπως ορίζει η Μεγαλειοτάτη» είπε ο Γκριζοσκώληκας.
«Στείλτε άντρες στο Ναό της Χάρης να ρωτήσουν αν ήρθε κάποιος στις Κυανές Ιέρειες με μια πληγή από σπαθί. Και διαδώστε πως πληρώνουμε χρυσάφι για το σπαθί του Ασπιδοφόρου. Ρωτήστε στους χασάπηδες και τους βοσκούς και μάθετε ποιος ευνουχίζει κατσίκες τελευταία.» Ίσως κάποιος γιδοβοσκός ομολογούσε. «Από δω και πέρα, κανένας από τους άντρες μου δε θα κυκλοφορεί μόνος στο σκοτάδι.»
«Αυτοί εδώ θα υπακούσουν.»
Η Νταινέρυς έσπρωξε πίσω τα μαλλιά της. «Βρείτε μου αυτούς τους δειλούς. Βρείτε τους για να τους δείξω τι σημαίνει να ξυπνάς το δράκοντα.»
Ο Γκριζοσκώληκας χαιρέτησε στρατιωτικά. Οι Άσπιλοι σκέπασαν πάλι τον άντρα, τον σήκωσαν στους ώμους τους και τον απομάκρυναν από την αίθουσα. Ο Σερ Μπάρρισταν έμεινε πίσω. Τα μαλλιά του ήταν άσπρα και είχε ρυτίδες γύρω από τα χλομά γαλάζια μάτια του. Αλλά η πλάτη του ήταν ακόμα ίσια και τα χρόνια δεν του είχαν στερήσει την ικανότητά του στα όπλα. «Μεγαλειοτάτη» είπε «φοβάμαι πως οι ευνούχοι δεν είναι κατάλληλοι για τα καθήκοντα που τους αναθέτεις.»
Η Ντάνυ κάθισε στο έδρανό της και τύλιξε πάλι τη λεοντή γύρω από τους ώμους της. «Οι Άσπιλοι είναι οι καλύτεροι πολεμιστές μου.»
«Στρατιώτες, όχι πολεμιστές, Μεγαλειοτάτη. Φτιάχτηκαν για το πεδίο της μάχης, για να στέκονται ώμο με ώμο, πίσω από τις ασπίδες τους και με τις λόγχες προτεταμένες μπροστά τους. Η εκπαίδευσή τους τους διδάσκει να υπακούν άφοβα, απόλυτα, χωρίς σκέψη ή δισταγμό... όχι να ανακαλύπτουν μυστικά ή να κάνουν ερωτήσεις.»
«Μερικοί ιππότες θα με υπηρετούσαν καλύτερα;» Ο Σέλμυ εκπαίδευε ιππότες για κείνη, μάθαινε στους γιους σκλάβων πώς να πολεμούν με λόγχες και βαριά σπαθιά σύμφωνα με τον τρόπο του Γουέστερος... αλλά τι θα μπορούσαν να κάνουν οι λόγχες ενάντια σε δειλούς που σκότωναν μέσα από τις σκιές;
«Όχι σε αυτό το ζήτημα» παραδέχτηκε ο γέροντας. «Και η Μεγαλειότητά σου δεν έχει άλλους ιππότες εκτός από μένα. Θα περάσουν χρόνια πριν να είναι έτοιμα τα αγόρια.»
«Τότε ποιος, αν όχι οι Άσπιλοι; Οι Ντοθράκι θα είναι ακόμα χειρότεροι.» Οι Ντοθράκι πολεμούσαν από τη ράχη ενός αλόγου. Οι έφιπποι άντρες ήταν περισσότερο χρήσιμοι στα ανοιχτά λιβάδια και τους λόφους παρά στους στενούς δρόμους και τα δρομάκια μιας πόλης. Πέρα από τα πολύχρωμα τείχη του Μηρήν, η κυριαρχία της Ντάνυ ήταν ισχνή στην καλύτερη περίπτωση. Χιλιάδες σκλάβοι μοχθούσαν ακόμα σε τεράστιες επαύλεις στους λόφους, καλλιεργώντας σιτάρι και ελιές, βοσκώντας πρόβατα και κατσίκες, εξορύσσοντας αλάτι και χαλκό. Οι αποθήκες του Μηρήν είχαν άφθονες προμήθειες σε δημητριακά, λάδι, ελιές, αποξηραμένα φρούτα και παστό κρέας, αλλά τα αποθέματα μειώνονταν. Κι έτσι, η Ντάνυ είχε στείλει το μικρό της καλασάρ να υποτάξει την ενδοχώρα υπό τη διοίκηση των τριών καβαλάρηδων του αίματος, ενώ ο Μελαψός Μπεν Πλαμ είχε πάρει τους Δευτερότοκους νότια, για να φυλούν την περιοχή ενάντια σε επιδρομές από το Γιουνκάι.
Την πιο σημαντική αποστολή την είχε εμπιστευτεί στον Νταάριο Ναχάρις, τον Νταάριο με τη μελιστάλαχτη γλώσσα του και το χρυσό του δόντι, τη διχαλωτή μοβ γενειάδα και το πονηρό του χαμόγελο που ξεχώριζε μέσα από αυτή. Πέρα από τους λόφους στα ανατολικά υπήρχε μια σειρά στρογγυλεμένα βουνά από ψαμμόλιθο, το Πέρασμα Κυζάι και το Λαζάρ. Αν ο Νταάριο μπορούσε να πείσει τους Λαζαρήν να ξανανοίξουν τις χερσαίες εμπορικές οδούς, θα μπορούσαν να μεταφέρουν σιτηρά από το ποτάμι και πάνω από τους λόφους σε περίπτωση ανάγκης... αλλά οι Προβατάνθρωποι δεν είχαν λόγους να συμμαχήσουν με το Μηρήν. «Όταν οι Θυελλοκόρακες επιστρέψουν από το Λαζάρ, ίσως θα μπορώ να τους χρησιμοποιήσω στους δρόμους» είπε στον Σερ Μπάρρισταν «αλλά μέχρι τότε έχω μόνο τους Άσπιλους.» Η Ντάνυ σηκώθηκε. «Πρέπει να φύγω, σερ. Οι αιτούντες θα είναι σύντομα στις πύλες. Πρέπει να φορέσω τα φουντωτά αυτιά μου και να γίνω πάλι η βασίλισσά τους. Κάλεσε τον Ρέζνακ και τον Γυμνοκέφαλο, θα τους δω μόλις ντυθώ.»
«Όπως προστάζεις, Μεγαλειοτάτη.» Ο Σέλμυ υποκλίθηκε.Η Μεγάλη Πυραμίδα υψωνόταν στον ουρανό σε ύψος οκτακοσίων ποδών, από την τεράστια τετράγωνη βάση της μέχρι την επιβλητική κορυφή όπου ήταν τα ιδιωτικά δωμάτια της βασίλισσας, περικυκλωμένα από πρασινάδα και αρωματικές στέρνες. Καθώς η καθάρια γαλάζια αυγή απλωνόταν πάνω από την πόλη, η Ντάνυ βγήκε στο λιακωτό. Στη δύση, το ηλιόφως αντανακλούσε στους χρυσούς θόλους του Ναού της Χάρης και έριχνε βαθιές σκιές στις κλιμακωτές πυραμίδες των ισχυρών. Σε κάποιες απ’ αυτές τις πυραμίδες οι Γιοι της Άρπυιας σχεδιάζουν νέους φόνους ακόμα και τώρα, κι εγώ είμαι ανίκανη να τους σταματήσω.Ο Βισέριον διαισθάνθηκε την ανησυχία της. Ο λευκός δράκος είχε τυλιχτεί γύρω από μια αχλαδιά με το κεφάλι του να ακουμπά στην ουρά του. Όταν πέρασε η Ντάνυ, τα μάτια του άνοιξαν, δύο λίμνες λιωμένο χρυσάφι. Τα κέρατά του ήταν κι αυτά χρυσά, όπως και οι φολίδες στο κορμί του από το λαιμό ως την ουρά. «Είσαι τεμπέλης» του είπε, χαϊδεύοντάς τον κάτω από το σαγόνι. Οι φολίδες του ήταν ζεστές στο άγγιγμα, σαν πανοπλία που έμεινε πολλή ώρα στον ήλιο. Οι δράκοι είναι η ενσάρκωση της φωτιάς. Το είχε διαβάσει αυτό σε ένα από τα βιβλία που της είχε δώσει ο Σερ Τζόρα ως γαμήλιο δώρο. «Θα έπρεπε να κυνηγάς με τα αδέλφια σου. Τσακωθήκατε πάλι με τον Ντρόγκον;» Οι δράκοι της γίνονταν όλο και πιο άγριοι τελευταία. Ο Ραίγκαλ είχε απειλήσει την Ίρρι και ο Βισέριον είχε βάλει φωτιά στο τοκάρ του Ρέζνακ την τελευταία φορά που είχε έρθει ο οικονόμος. Τους αφήνω πολύ μόνους τους, αλλά πού να βρω χρόνο γι’ αυτούς; Ο Βισέριον τίναξε στην ουρά του στο πλάι, χτυπώντας τον κορμό του δέντρου τόσο δυνατά, που ένα αχλάδι κατρακύλησε στα πόδια της Ντάνυ. Ξεδίπλωσε τα φτερά του και μισοπέταξε, μισοπήδηξε πάνω στο παραπέτο. Μεγαλώνει, σκέφτηκε εκείνη, καθώς τον είδε να ορμά στον ουρανό. Και οι τρεις τους μεγαλώνουν. Σύντομα θα είναι αρκετά μεγάλοι για να αντέξουν το βάρος μου. Τότε θα πετούσε όπως και ο Αίγκον ο Κατακτητής ψηλά, όλο και πιο ψηλά, μέχρι που το Μηρήν θα γινόταν μια κουκκίδα που θα μπορούσε να κρύψει με τον αντίχειρά της.Παρακολούθησε τον Βισέριον να σκαρφαλώνει στον ουρανό σε ολοένα μεγαλύτερους κύκλους, μέχρι που χάθηκε από τα μάτια της πέρα από τα θολά νερά του Σκαχάζανταν. Μόνο τότε μπήκε πάλι η Ντάνυ στην πυραμίδα, όπου η Ίρρι και η Τζίκουι την περίμεναν για να της βουρτσίσουν τα μαλλιά και να την ντύσουν όπως ταίριαζε στη Βασίλισσα του Μηρήν, με ένα τοκάρ των Γκισκάρι.Το ρούχο ήταν άβολο, ένα μακρύ, χαλαρό σεντόνι που έπρεπε να δεθεί γύρω από τους γοφούς της και ύστερα κάτω από το ένα χέρι και πάνω από τον ώμο, με τα ελεύθερα κρόσσια του σε επάλληλες στρώσεις, χωρισμένες με προσοχή η μια από την άλλη. Αν δενόταν πολύ χαλαρά, κινδύνευε να λυθεί· αν το έσφιγγες παραπάνω, θα δυσκόλευε κάθε κίνηση. Ακόμα κι αν το έδενες σωστά, το τοκάρ απαιτούσε να το κρατάει κανείς στη θέση του με το δεξί χέρι. Το περπάτημα φορώντας τοκάρ απαιτούσε μικρά, προσεχτικά βήματα και εξαιρετική ισορροπία για να μην πατήσεις πάνω στα βαριά κρόσσια. Δεν ήταν ένα ρούχο για κάποιον που έπρεπε να δουλέψει. Το τοκάρ ήταν ένδυμα ευγενών, σύμβολο πλούτου και εξουσίας.Η Ντάνυ ήθελε να απαγορεύσει το τοκάρ όταν κατέλαβε το Μηρήν, αλλά οι σύμβουλοί της την είχαν πείσει για το αντίθετο. «Η Μητέρα των Δράκων πρέπει να φορέσει το τοκάρ, αλλιώς θα τη μισούν για πάντα» προειδοποίησε η Πράσινη Ιέρεια, η Γκαλάζα Γκαλάρε. «Στα μάλλινα του Γουέστερος ή τη δαντέλα από το Μυρ, η Εκλαμπρότητά σου θα παραμείνει για πάντα μια αλλόκοτη ξένη, μια βάρβαρη εισβολέας. Η βασίλισσα του Μηρήν πρέπει να είναι μια αρχόντισσα του Παλιού Γκις.» Ο Μελαψός Μπεν Πλαμ, ο λοχαγός των Δευτερότοκων, το είχε θέσει πιο ωμά. «Αν θες να γίνεις βασιλιάς των λαγών, πρέπει να φορέσεις ένα ζευγάρι φουντωτά αυτιά.»
Τα φουντωτά αυτιά που διάλεξε σήμερα ήταν από λεπτό λευκό λινό και χρυσή, θυσανωτή μπορντούρα. Με τη βοήθεια της Τζίκουι, έδεσε το τοκάρ σωστά στην τρίτη απόπειρα. Η Ίρρι τής έφερε το στέμμα της, φτιαγμένο στο σχήμα του τρικέφαλου δράκου του οίκου της. Οι φολίδες του ήταν χρυσές, τα φτερά ασημένια, τα τρία κεφάλια από ελεφαντόδοντο, όνυχα και νεφρίτη. Ήξερε πως μέχρι να τελειώσει η μέρα οι ώμοι της και ο σβέρκος της θα είχαν πιαστεί από το βάρος του. Το στέμμα πρέπει να βαραίνει το κεφάλι που το φορά. Κάποιος πρόγονός της το είχε πει αυτό κάποτε. Κάποιος Αίγκον, αλλά ποιος απ’ όλους; Πέντε Αίγκον είχαν βασιλέψει στο Γουέστερος. Θα υπήρχε κι ένας έκτος, αλλά τα σκυλιά του Σφετεριστή είχαν δολοφονήσει το γιο του αδελφού της όταν ήταν ακόμα βρέφος. Αν είχε ζήσει, μπορεί να τον είχα παντρευτεί. Ο Αίγκον θα ήταν πιο κοντά στην ηλικία μου από τον Βισέρυς. Η Ντάνυ είχε συλληφθεί λίγο πριν δολοφονηθούν ο Αίγκον και η αδελφή του. Ο πατέρας τους, ο αδελφός της ο Ραίγκαρ, είχε χαθεί ακόμα νωρίτερα, δολοφονημένος από το Σφετεριστή στην Τρίαινα. Ο αδελφός της ο Βισέρυς είχε πεθάνει ουρλιάζοντας στη Βέες Ντόθρακ με ένα στέμμα από λιωμένο χρυσάφι στο κεφάλι. Θα με σκοτώσουν κι εμένα, αν τους αφήσω. Τα μαχαίρια που σκότωσαν τον Ασπιδοφόρο μου προορίζονταν για μένα.Δεν είχε ξεχάσει τα παιδιά σκλάβους που είχαν κρεμάσει οι Μεγάλοι Αφέντες σε όλο το δρόμο από το Γιουνκάι. Είχαν σκοτώσει εκατόν εξήντα τρία, ένα παιδί σε κάθε μίλι, καρφωμένο στις πινακίδες με το ένα χέρι απλωμένο, να της δείχνει το δρόμο. Αφότου είχε πέσει το Μηρήν, η Ντάνυ είχε κρεμάσει ισάριθμους Μεγάλους Αφέντες. Σύννεφα από μύγες είχαν παραστεί στον αργό θάνατό τους και η οσμή είχε παραμείνει για καιρό στην πλατεία. Κι όμως κάποιες μέρες φοβόταν ότι δεν είχε κάνει αρκετά. Οι κάτοικοι του Μηρήν ήταν ένας ύπουλος και πεισματάρης λαός, που της αντιστεκόταν σε κάθε στροφή. Είχαν ελευθερώσει τους σκλάβους τους, ναι... μα μόνο για να τους προσλάβουν μετά ως υπηρέτες με μισθούς τόσο χαμηλούς, που οι περισσότεροι ίσα που είχαν να φάνε. Όσοι ήταν πολύ γέροι ή πολύ νέοι για να είναι χρήσιμοι είχαν πεταχτεί στους δρόμους, δίπλα στους αρρώστους και τους σακατεμένους. Κι όμως, οι Μεγάλοι Αφέντες μαζεύονταν στις μεγάλες τους πυραμίδες για να διαμαρτυρηθούν πως η δρακοβασίλισσα είχε γεμίσει την ευγενή τους πόλη με ορδές άπλυτων ζητιάνων, κλέφτες και πόρνες.Για να κυβερνήσω το Μηρήν πρέπει να κερδίσω τους κατοίκους του, όσο κι αν τους απεχθάνομαι. «Είμαι έτοιμη» είπε στην Ίρρι. Ο Ρέζνακ και ο Σκάχαζ περίμεναν στην κορυφή της μαρμάρινης σκάλας. «Μεγάλη βασίλισσα» ανακοίνωσε ο Ρέζνακ μο Ρέζνακ «λάμπεις τόσο πολύ σήμερα, που φοβάμαι να σε κοιτάξω.» Ο οικονόμος φορούσε ένα τοκάρ από κόκκινο μετάξι με χρυσή μπορντούρα. Ένας μικρόσωμος, κατηφής άντρας, μύριζε σαν να είχε λουστεί με άρωμα και μιλούσε μια μπάσταρδη μορφή των υψηλών βαλυριανών, παραφθαρμένη και εμπλουτισμένη με το βαθύ γρύλισμα του Γκις. «Είσαι πολύ ευγενικός» απάντησε η Ντάνυ στην ίδια γλώσσα.
«Βασίλισσά μου» γρύλισε ο Σκάχαζ μο Κάντακ με το ξυρισμένο κεφάλι. Τα μαλλιά των Γκισκάρι ήταν πυκνά και σκληρά σαν σύρμα· οι άντρες στις Πόλεις των Δουλεμπόρων συνήθιζαν ανέκαθεν να τα τιθασεύουν σε κέρατα και μύτες και φτερά. Ξυρίζοντας το κεφάλι του ο Σκάχαζ είχε αφήσει το παλιό Μηρήν για να αποδεχτεί το νέο, και οι συγγενείς του είχαν ακολουθήσει το παράδειγμά του. Είχαν ακολουθήσει κι άλλοι, αν και η Ντάνυ δεν ήξερε να πει αν ήταν από φόβο, μόδα ή φιλοδοξία· γυμνοκέφαλους τους αποκαλούσαν. Ο Σκάχαζ ήταν ο Γυμνοκέφαλος... και ο μεγαλύτερος προδότης για τους Γιους της Άρπυιας και το σινάφι τους. «Μάθαμε για τον ευνούχο.»
«Το όνομά του ήταν Ασπιδοφόρος.»
«Θα πεθάνουν ακόμα περισσότεροι, αν δεν τιμωρηθούν οι δολοφόνοι.» Ακόμα και με το ξυρισμένο του κρανίο, ο Σκάχαζ είχε ένα άσχημο πρόσωπο – πεταχτά φρύδια, μικρά μάτια με σακούλες, μια μεγάλη μύτη γεμάτη μπιμπίκια, λιπαρό δέρμα που έμοιαζε πιο κίτρινο από το συνηθισμένο κεχριμπαρένιο δέρμα των Γκισκάρι. Ήταν ένα ωμό, άγριο, θυμωμένο πρόσωπο. Μπορούσε μόνο να ελπίζει πως ήταν και ειλικρινές επίσης.
«Πώς μπορώ να τους τιμωρήσω όταν δεν ξέρω ποιοι είναι;» τον ρώτησε η Ντάνυ. «Πες μου αυτό, γενναίε Σκάχαζ.»
«Δε σου λείπουν οι εχθροί, Μεγαλειοτάτη. Μπορείς να δεις τις πυραμίδες τους από το λιακωτό σου. Ζακ, Χάζκαρ, Γκάζην, Μέρρεκ, Λόρακ, όλες οι παλιές οικογένειες δουλεμπόρων. Οι Παλ. Οι Παλ περισσότερο απ’ όλους. Ένας οίκος από γυναίκες τώρα. Πικραμένες γριές που διψάνε για αίμα. Οι γυναίκες δεν ξεχνούν. Οι γυναίκες δε συγχωρούν.»Όχι, σκέφτηκε η Ντάνυ, και τα σκυλιά του Σφετεριστή θα το μάθουν αυτό, όταν επιστρέψω στο Γουέστερος. Ήταν αλήθεια ότι υπήρχαν ανοιχτοί λογαριασμοί μεταξύ του Οίκου των Παλ και της Ντάνυ. Ο Όζνακ ζο Παλ είχε σκοτωθεί σε μονομαχία από τον Δυνατό Μπέλουας. Ο πατέρας του, ο διοικητής της φρουράς του Μηρήν, είχε πεθάνει στις πύλες όταν το Πέος του Τζόσο τις είχε κάνει κομμάτια. Τρεις θείοι του ήταν ανάμεσα στους εκατόν εξήντα τρεις στην πλατεία. «Πόσο χρυσό προσφέραμε για πληροφορίες σχετικά με τους Γιους της Άρπυιας;» ρώτησε η Ντάνυ.
«Εκατό βαρύτιμα, Εκλαμπρότατη.»
«Χίλια βαρύτιμα θα ήταν καλύτερα. Φροντίστε το.»
«Η Μεγαλειοτάτη δε ζήτησε τη συμβουλή μου» είπε ο Σκάχαζ ο Γυμνοκέφαλος «αλλά εγώ λέω πως το αίμα πρέπει να πληρωθεί με αίμα. Πάρε έναν άντρα από κάθε οίκο που ονομάτισα και σκότωσέ τον. Την επόμενη φορά που θα δολοφονηθεί κάποιος δικός σου, πάρε δύο άντρες από κάθε μεγάλο οίκο και σκότωσε και τους δύο. Δε θα υπάρξει τρίτος φόνος.»Ο Ρέζνακ τσίριξε αναστατωμένος. «Όχιιιι... Ευγενική βασίλισσα, τέτοια αγριότητα θα επιφέρει τη μήνη των θεών. Θα βρούμε τους δολοφόνους, σ’ το υπόσχομαι, κι όταν θα γίνει αυτό, θα δεις πως πρόκειται για καθάρματα ταπεινής καταγωγής.»
Ο οικονόμος ήταν καραφλός σαν τον Σκάχαζ, αν και στη δική του περίπτωση υπεύθυνοι ήταν οι θεοί. «Αν κάποια τρίχα φανεί τόσο αυθάδης ώστε να εμφανιστεί, ο κουρέας μου περιμένει με το ξυράφι έτοιμο» την είχε διαβεβαιώσει όταν του έδωσε τη θέση. Υπήρχαν φορές που η Ντάνυ αναρωτιόταν αν το ξυράφι θα ταίριαζε καλύτερα στο λαιμό του Ρέζνακ. Ήταν ένας χρήσιμος άντρας, αλλά δεν τον συμπαθούσε πολύ και τον εμπιστευόταν ακόμα λιγότερο. Οι Αθάνατοι του Καρθ τής είχαν πει πως θα την πρόδιδαν τρεις φορές. Η Μίρρι Μαζ Ντουρ ήταν η πρώτη, ο Σερ Τζόρα ο δεύτερος. Θα ήταν ο τρίτος ο Ρέζνακ; Ο Γυμνοκέφαλος; Ο Νταάριο; Ή θα είναι κάποιος που δε θα υποπτευόμουν ποτέ, όπως ο Σερ Μπάρρισταν ή ο Γκριζοσκώληκας ή η Μίσσαντεϊ;«Σκάχαζ» είπε στον Γυμνοκέφαλο «σ’ ευχαριστώ για τη συμβουλή σου. Ρέζνακ, δες τι μπορούν να καταφέρουν χίλια βαρύτιμα.» Κρατώντας το τοκάρ της, η Ντάνυ τούς προσπέρασε κατεβαίνοντας τη μεγάλη μαρμάρινη σκάλα. Προχωρούσε ένα βήμα τη φορά για να μη σκοντάψει στα κρόσσια και εμφανιστεί στην αυλή της κουτρουβαλώντας με το κεφάλι.Η Μίσσαντεϊ ανακοίνωσε την άφιξή της. Η μικροκαμωμένη γραφέας είχε γλυκιά, δυνατή φωνή. «Γονατίστε όλοι για την Νταινέρυς τη Θυελλογέννητη, την Άκαυτη, Βασίλισσα του Μηρήν, Βασίλισσα των Άνταλ και των Ρόυναρ και των Πρώτων Ανθρώπων, Καλήσι της Μεγάλης Πράσινης Θάλασσας, Απελευθερώτρια και Μητέρα Δράκων.»
Η αίθουσα ήταν γεμάτη. Άσπιλοι στέκονταν με τις πλάτες τους στους κίονες, κρατώντας ασπίδες και λόγχες, με τα μυτερά τους κράνη να εξέχουν σαν σειρές από μαχαίρια. Οι κάτοικοι του Μηρήν είχαν μαζευτεί κάτω από τα ανατολικά παράθυρα. Οι απελεύθεροί της στέκονταν ξέχωρα από τους πρώην αφέντες τους. Μέχρι να σταθούν μαζί, δε θα υπάρξει ειρήνη στο Μηρήν. «Σηκωθείτε.» Η Ντάνυ κάθισε στο έδρανο. Όλοι στην αίθουσα σηκώθηκαν. Αυτό τουλάχιστον το έκαναν σαν ένας. Ο Ρέζνακ μο Ρέζνακ είχε μια λίστα. Το έθιμο απαιτούσε να αρχίσει η βασίλισσα με τον απεσταλμένο του Ασταπόρ, έναν πρώην σκλάβο που αποκαλούσε τον εαυτό του Άρχοντα Γκάελ, αν και κανείς δεν ήξερε τίνος μέρους άρχοντας ήταν.
Ο Άρχοντας Γκάελ είχε ένα στόμα γεμάτο καφέ σάπια δόντια κι ένα σουβλερό κίτρινο πρόσωπο νυφίτσας. Είχε επίσης ένα δώρο. «Ο Κλήον ο Μέγας στέλνει αυτές τις παντόφλες ως σύμβολο της αγάπης του για την Νταινέρυς τη Θυελογέννητη, τη Μητέρα των Δράκων.»
Η Ίρρι πέρασε τις παντόφλες στα πόδια της Ντάνυ. Ήταν από επίχρυσο δέρμα, διακοσμημένες με πράσινα μαργαριτάρια του γλυκού νερού. Πιστεύει ο Βασιλιάς Χασάπης πως θα κερδίσει το χέρι μου με ένα ζευγάρι όμορφες παντόφλες; «Ο Βασιλιάς Κλήον είναι πολύ γενναιόδωρος. Ευχαρίστησέ τον για το όμορφο δώρο του.» Όμορφες αλλά φτιαγμένες για ένα παιδί. Η Ντάνυ είχε μικρές πατούσες, αλλά οι μυτερές παντόφλες τη στένευαν στα δάχτυλα. «Ο Μεγάλος Κλήον θα χαρεί να μάθει πως το δώρο του σε ικανοποίησε» είπε ο Άρχοντας Γκάελ. «Ο Εξοχότατος μού παρήγγειλε να μεταφέρω πως είναι πρόθυμος να προστατεύσει τη Μητέρα των Δράκων από όλους τους εχθρούς της.»
Αν μου προτείνει ξανά να παντρευτώ τον Βασιλιά Κλήον, θα του πετάξω την παντόφλα στο κεφάλι, σκέφτηκε η Ντάνυ, αλλά αυτή τη φορά ο απεσταλμένος του Ασταπόρ δεν έκανε καμία αναφορά σε βασιλικό γάμο. Αντ’ αυτού, είπε: «Ήρθε η ώρα το Ασταπόρ και το Μηρήν να βάλουν ένα τέλος στη βάναυση κυριαρχία των Σοφών Αφεντών του Γιουνκάι, που είναι ορκισμένοι εχθροί όλων όσοι ζουν ελεύθεροι. Ο Μέγας Κλήον με πρόσταξε να μεταφέρω πως οι νέοι Άσπιλοί του θα είναι σύντομα έτοιμοι για μάχη.»
Οι νέοι Άσπιλοί του είναι ένα άθλιο αστείο. «Θα ήταν σοφό να φροντίσει ο Βασιλιάς Κλήον τον κήπο του και να αφήσει το Γιουνκάι να φροντίσει τον δικό του.» Όχι πως η Ντάνυ είχε κάποια αγάπη για το Γιουνκάι. Είχε καταλήξει να μετανιώσει που είχε αφήσει την Κίτρινη Πόλη απείραχτη αφού είχε νικήσει το στρατό της στη μάχη. Οι Σοφοί Αφέντες είχαν επιδοθεί και πάλι στο δουλεμπόριο αμέσως μετά την αναχώρησή της και δεν έχασαν χρόνο συγκεντρώνοντας στρατό, προσλαμβάνοντας μισθοφόρους και συνάπτοντας συμμαχίες εναντίον της.Όμως ο Κλήον, ο αποκαλούμενος Μέγας, δεν ήταν καλύτερος. Ο Βασιλιάς Χασάπης είχε επαναφέρει τη δουλεία στο Ασταπόρ, με τη μόνη διαφορά πως οι πρώην σκλάβοι ήταν τώρα οι αφέντες και οι πρώην αφέντες οι σκλάβοι.
«Είμαι απλώς μια κοπέλα και δεν ξέρω πολλά από πόλεμο» είπε στον Άρχοντα Γκάελ «αλλά έχουμε ακούσει πως το Ασταπόρ λιμοκτονεί. Ας ταΐσει πρώτα τους ανθρώπους του ο Βασιλιάς Κλήον, προτού τους οδηγήσει στη μάχη.» Έκανε μια χειρονομία αποπομπής. Ο Γκάελ αποσύρθηκε. «Εξοχότατη» είπε ο Ρέζνακ μο Ρέζνακ «θα ακούσεις τον ευγενή Χίζνταρ ζο Λόρακ;»
Πάλι; Η Ντάνυ ένευσε και ο Χίζνταρ προχώρησε μπροστά· ένας ψηλός άντρας, πολύ λεπτός, με αψεγάδιαστο κεχριμπαρένιο δέρμα.
Υποκλίθηκε στο ίδιο σημείο όπου κειτόταν νεκρός ο Ασπιδοφόρος λίγο νωρίτερα. Χρειάζομαι αυτό τον άντρα, υπενθύμισε στον εαυτό της η Ντάνυ. Ο Χίζνταρ ήταν ένας πλούσιος έμπορος με πολλούς φίλους στο Μηρήν και ακόμα περισσότερους πέρα από τη θάλασσα. Είχε ταξιδέψει στο Βολάντις, το Λυς και το Καρθ, είχε συγγενείς στο Τόλος και την Ελύρια και έλεγαν πως είχε ακόμα και κάποια επιρροή στο Νέο Γκις, όπου το Γιουνκάι προσπαθούσε να σπείρει την έχθρα ενάντια στην Ντάνυ και την κυριαρχία της.Και ήταν πλούσιος. Περιβόητα και βαθύτατα πλούσιος...Και θα γίνει ακόμα πλουσιότερος, αν αποδεχτώ το αίτημά του. Όταν η Ντάνυ είχε κλείσει τις αρένες της πόλης, η αξία τους είχε πέσει κατακόρυφα. Ο Χίζνταρ ζο Λόρακ τις είχε αρπάξει και με τα δύο χέρια και τώρα του ανήκαν οι περισσότερες αρένες του Μηρήν.Ο ευγενής είχε τούφες από κόκκινα και μαύρα μαλλιά να προεξέχουν από τους κροτάφους του. Τον έκαναν να δείχνει λες και το κεφάλι του ήταν έτοιμο να πετάξει. Το μακρύ του πρόσωπο φαινόταν ακόμα μακρύτερο χάρη στη γενειάδα του, τη δεμένη με χρυσά δαχτυλίδια. Το μοβ τοκάρ του είχε μπορντούρα από αμέθυστους και μαργαριτάρια. «Η Εκλαμπρότατη θα ξέρει το λόγο που είμαι εδώ.»
«Σίγουρα για να με τυραννήσεις. Πόσες φορές σου έχω αρνηθεί;»
«Πέντε, Εξοχότατη.»
«Τώρα πια έξι. Δε θα ξανανοίξω τις αρένες.»
«Αν ακούσεις τα επιχειρήματά μου, Μεγαλειοτάτη...»
«Τα έχω ακούσει. Πέντε φορές. Έχεις νέα επιχειρήματα;»
«Παλιά επιχειρήματα» παραδέχτηκε ο Χίζνταρ «νέες λέξεις. Υπέροχες λέξεις, και ευγενικές, πιο κατάλληλες για να πείσουν μια βασίλισσα.»
«Το σκοπό σου δε βρίσκω ευγενή, όχι τα λόγια σου. Έχω ακούσει τα επιχειρήματά σου τόσο συχνά, που θα μπορούσα να τα εκθέσω και η ίδια. Θες ν’ ακούσεις;» Η Ντάνυ έγειρε μπροστά. «Οι αρένες είναι κομμάτι του Μηρήν από την ίδρυσή του ακόμα. Η φύση των μονομαχιών είναι βαθιά θρησκευτική, μια θυσία αίματος στους θεούς του Γκις. Η θανάσιμη τέχνη του Γκις δεν είναι απλή σφαγή αλλά μια επίδειξη θάρρους, ικανοτήτων και δύναμης, ιδιαίτερα προσφιλής στους θεούς σας. Οι νικητές επευφημούνται και δοξάζονται και οι χαμένοι τιμούνται και μνημονεύονται. Ξανανοίγοντας τις αρένες, θα έδειχνα στους ανθρώπους του Μηρήν ότι σέβομαι τους τρόπους και τα έθιμά τους. Οι αρένες είναι διάσημες σε όλο τον κόσμο. Φέρνουν εμπόριο στο Μηρήν και γεμίζουν τα σεντούκια της πόλης με χρήματα από τις άκρες της Γης. Όλοι οι άνθρωποι διψάνε για αίμα, μια δίψα που οι αρένες ικανοποιούν. Έτσι το Μηρήν θα είναι πιο ήσυχο. Για τους εγκληματίες που καταδικάζονται να πεθάνουν στην άμμο, οι αρένες αντιπροσωπεύουν μια δίκη μέσω μονομαχίας, μια τελευταία ευκαιρία να αποδείξει κανείς την αθωότητά του.» Έγειρε πάλι πίσω, με ένα τίναγμα του κεφαλιού. «Ορίστε. Πώς τα πήγα;»
«Η Εκλαμπρότατη εξέθεσε την υπόθεση πολύ καλύτερα απ’ όσο θα μπορούσα να κάνω εγώ. Βλέπω πως είσαι και εύγλωττη πέρα από όμορφη. Έχω πειστεί.»
Δεν μπόρεσε να μη γελάσει. «Α, αλλά εγώ όχι.»
«Εξοχότατη» ψιθύρισε ο Ρέζνακ μο Ρέζνακ στο αυτί της «σύμφωνα με το έθιμο, η πόλη παίρνει το ένα δέκατο όλων των καθαρών εσόδων από τις αρένες, ως φόρο. Αυτά τα χρήματα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για πολλούς ευγενείς σκοπούς.»
«Θα μπορούσαν... αν και, αν ξανανοίγαμε τις αρένες, θα έπρεπε να παίρνουμε το ένα δέκατο των ακαθάριστων εσόδων. Είμαι απλώς μια κοπέλα και δε γνωρίζω από αυτά τα θέματα, αλλά γνώρισα αρκετά τον Ζάρο Ζόαν Ντάξος για να το ξέρω αυτό τουλάχιστον. Χίζνταρ, αν μπορούσες να παρατάξεις στρατούς όπως επιχειρήματα, θα μπορούσες να κατακτήσεις τον κόσμο... αλλά η απάντησή μου είναι και πάλι όχι. Για έκτη φορά.»
«Η βασίλισσα μίλησε.» Υποκλίθηκε ξανά, το ίδιο βαθιά με πριν. Τα μαργαριτάρια και οι αμέθυστοι κροτάλισαν απαλά στο μαρμάρινο δάπεδο. Ήταν πολύ ευλύγιστος άντρας ο Χίζνταρ ζο Λόρακ. Θα μπορούσε να είναι όμορφος, αν δεν είχε αυτά τα γελοία μαλλιά. Ο Ρέζνακ και η Πράσινη Ιέρεια παρότρυναν την Ντάνυ να πάρει κάποιον ευγενή του Μηρήν για σύζυγο για να αποδεχτεί η πόλη την εξουσία της. Ο Χίζνταρ ζο Λόρακ ίσως άξιζε μια πιο προσεκτική ματιά. Καλύτερα αυτός παρά ο Σκάχαζ. Ο Γυμνοκέφαλος είχε προσφερθεί να παραγκωνίσει τη σύζυγό του για χάρη της, αλλά η προοπτική την έκανε να ανατριχιάζει. Ο Χίζνταρ τουλάχιστον ήξερε πώς να χαμογελά.
«Εξοχότατη» είπε ο Ρέζνακ, ελέγχοντας τη λίστα του «ο ευγενής Γκράζνταν ζο Γκαλάρε θα ήθελε να μιλήσει. Θα τον ακούσεις;»
«Με μεγάλη μου ευχαρίστηση» είπε η Ντάνυ, θαυμάζοντας τη λάμψη του χρυσού και τη γυαλάδα των πράσινων μαργαριταριών στις παντόφλες του Κλήον, βάζοντας παράλληλα τα δυνατά της να αγνοήσει τον πόνο των δαχτύλων της. Ο Γκράζνταν, την είχαν προειδοποιήσει, ήταν ένας ξάδελφος της Πράσινης Ιέρειας, της οποίας την υποστήριξη είχε βρει ανεκτίμητη. Η ιέρεια ήταν μια φωνή υπέρ της ειρήνης, της αποδοχής και της υπακοής στη νόμιμη εξουσία. Ό,τι κι αν επιθυμεί ο ξάδελφός της, μπορώ τουλάχιστον να τον ακούσω με σεβασμό.
Αποδείχθηκε πως αυτό που επιθυμούσε ήταν χρυσάφι. Η Ντάνυ είχε αρνηθεί να αποζημιώσει τους Μεγάλους Αφέντες για την αξία των σκλάβων τους, αλλά οι κάτοικοι του Μηρήν έβρισκαν συνεχώς νέους τρόπους να της αποσπούν χρήματα. Απ’ ό,τι φαινόταν, ο ευγενής Γκράζνταν είχε κάποτε μια σκλάβα που ήταν εξαιρετική υφάντρα· τα προϊόντα του αργαλειού της είχαν μεγάλη αξία, όχι μόνο στο Μηρήν αλλά και στο Νέο Γκις και το Ασταπόρ και το Καρθ. Όταν η γυναίκα είχε γεράσει, ο Γκράζνταν είχε αγοράσει μισή ντουζίνα νέα κορίτσια και είχε διατάξει τη γριά να τους μάθει τα μυστικά της τέχνης της. Η γριά ήταν νεκρή πια. Οι κοπέλες, τώρα που είχαν ελευθερωθεί, είχαν ανοίξει ένα μαγαζί στο τείχος της αποβάθρας για να εμπορεύονται τα υφαντά τους. Ο Γκράζνταν ζο Γκαλάρε ζήτησε να του αποδοθεί ένα ποσοστό από τα κέρδη. «Οφείλουν την τέχνη τους σε μένα» επέμεινε. «Τις ξεχώρισα από την εξέδρα στη δημοπρασία και τις έβαλα στον αργαλειό.»Η Ντάνυ άκουγε σιωπηλή, με πρόσωπο ανέκφραστο. Όταν τελείωσε ο άντρας, ρώτησε: «Ποιο ήταν το όνομα της γριάς υφάντρας;»
«Της σκλάβας;» Ο Γκράζνταν μετέφερε το βάρος του στο άλλο πόδι, σμίγοντας τα φρύδια. «Ήταν... Έλζα ίσως. Ή Έλλα. Πέθανε πριν έξι χρόνια. Έχουν περάσει πολλοί σκλάβοι από το σπίτι μου, Μεγαλειοτάτη.»
«Ας πούμε πως ήταν Έλζα. Ορίστε η απόφασή μας. Από τα κορίτσια δε θα λάβεις τίποτα. Ήταν η Έλζα που τις έμαθε να υφαίνουν, όχι εσύ. Από σένα τα κορίτσια θα λάβουν ένα νέο αργαλειό, τον καλύτερο που μπορούν να αγοράσουν τα χρήματα. Αυτό επειδή ξέχασες το όνομα της γριάς γυναίκας.»
Ο Ρέζνακ ήθελε να καλέσει άλλο ένα τοκάρ στη συνέχεια, αλλά η Ντάνυ επέμεινε να καλέσει έναν απελεύθερο. Κι από κει και πέρα άκουγε εναλλάξ πρώην αφέντες και πρώην σκλάβους. Τα περισσότερα από τα θέματα που έθεταν αφορούσαν αποζημιώσεις. Το Μηρήν είχε λεηλατηθεί άγρια μετά την πτώση του. Οι κλιμακωτές πυραμίδες των ισχυρών είχαν γλιτώσει από τα χειρότερα, αλλά τα πιο ταπεινά μέρη της πόλης είχαν παραδοθεί σε ένα όργιο πλιάτσικου και σκοτωμών, καθώς οι σκλάβοι εξεγείρονταν και οι πεινασμένες ορδές που την είχαν ακολουθήσει από το Γιουνκάι και το Ασταπόρ ορμούσαν μέσα από τις σπασμένες πύλες. Οι Άσπιλοί της είχαν τελικά αποκαταστήσει την τάξη, αλλά η λεηλασία άφησε ένα κάρο προβλήματα στο διάβα της. Κι έτσι, έρχονταν να δουν τη βασίλισσα.Ήρθε μια πλούσια γυναίκα, της οποίας ο σύζυγος και οι γιοι είχαν πεθάνει υπερασπιζόμενοι τα τείχη της πόλης. Κατά τη διάρκεια της λεηλασίας είχε καταφύγει φοβισμένη στο σπίτι του αδερφού της. Όταν επέστρεψε, βρήκε πως το σπίτι της είχε μετατραπεί σε πορνείο. Οι πόρνες είχαν οικειοποιηθεί τα κοσμήματα και τα ρούχα της. Ήθελε πίσω το σπίτι της και τα κοσμήματά της. «Μπορούν να κρατήσουν τα ρούχα» πρότεινε. Η Ντάνυ τής έδωσε τα κοσμήματά της αλλά αποφάνθηκε πως είχε χάσει το σπίτι της όταν το εγκατέλειψε.
Ήρθε ένας πρώην σκλάβος για να κατηγορήσει έναν ευγενή των Ζακ. Ο άντρας είχε παντρευτεί πρόσφατα μια απελεύθερη που ήταν ερωτική σκλάβα του συγκεκριμένου ευγενή προτού πέσει η πόλη. Ο ευγενής είχε πάρει την παρθενιά της, τη χρησιμοποιούσε για την ευχαρίστησή του και την είχε αφήσει έγκυο. Ο νέος της σύζυγος ήθελε να ευνουχιστεί ο ευγενής για το έγκλημα του βιασμού και ζητούσε επίσης ένα σακούλι χρυσάφι για να πληρώσει για την ανατροφή του μπάσταρδου γιου του ευγενή ως δικό του παιδί. Η Ντάνυ συμφώνησε στο χρυσάφι αλλά όχι στον ευνουχισμό. «Όταν ξάπλωσε μαζί της, η γυναίκα σου ήταν ιδιοκτησία του, ήταν ελεύθερος να κάνει ό,τι ήθελε. Σύμφωνα με το νόμο, αυτό δεν είναι βιασμός.» Είδε πως η απόφασή της δεν τον ευχαρίστησε, αλλά αν ευνούχιζε κάθε άντρα που είχε πιέσει μια ερωτική σκλάβα, σύντομα θα κυβερνούσε μια πόλη ευνούχων. Ήρθε ένα αγόρι, νεότερο από την Ντάνυ, μικροκαμωμένο και με μια ουλή στο πρόσωπο, ντυμένο με ένα ξεφτισμένο τοκάρ με ασημένιο τελείωμα. Η φωνή του έσπασε όταν περιέγραψε πώς δύο από τους οικιακούς σκλάβους του πατέρα του είχαν επαναστατήσει όταν έσπασε η πύλη. Ο ένας είχε σφάξει τον πατέρα του, ο άλλος το μεγάλο του αδελφό. Και οι δύο είχαν βιάσει τη μητέρα του προτού τη σκοτώσουν κι εκείνη. Το αγόρι είχε γλιτώσει μόνο με μια ουλή, αλλά ένας από τους δολοφόνους ζούσε ακόμα στο σπίτι του πατέρα του, ενώ ο άλλος είχε καταταγεί στους στρατιώτες της βασίλισσας ως ένας από τους Άντρες της Μητέρας. Ήθελε να κρεμαστούν και οι δύο.Είμαι βασίλισσα μιας πόλης χτισμένης στις στάχτες και το θάνατο. Η Ντάνυ δεν είχε άλλη επιλογή από το να του αρνηθεί. Είχε διακηρύξει γενική αμνηστία για όλα τα εγκλήματα που είχαν διαπραχθεί κατά τη λεηλασία. Ούτε μπορούσε να τιμωρήσει σκλάβους που είχαν εξεγερθεί ενάντια στους αφέντες τους.Όταν του το είπε, το αγόρι όρμησε προς το μέρος της, αλλά τα πόδια του μπερδεύτηκαν στο τοκάρ και έπεσε με τα μούτρα στο μοβ μάρμαρο. Ο Δυνατός Μπέλουας βρέθηκε αμέσως από πάνω του. Ο τεράστιος μελαψός ευνούχος τον σήκωσε με το ένα χέρι και τον τίναξε όπως ο σκύλος το ποντίκι. «Αρκετά, Μπέλουας» φώναξε η Ντάνυ. «Άφησέ τον.» Στο αγόρι είπε: «Να ευχαριστείς αυτό το τοκάρ, γιατί σου έσωσε το ζωή. Δεν είσαι παρά ένα παιδί, κι έτσι θα ξεχάσουμε αυτό που συνέβη εδώ σήμερα. Καλό θα ήταν να κάνεις το ίδιο.» Αλλά καθώς έφευγε το αγόρι κοίταξε πίσω από τον ώμο του και βλέποντας τα μάτια του η Ντάνυ σκέφτηκε: Η Άρπυια απέκτησε άλλον ένα Γιο.
Μέχρι το μεσημέρι η Νταινέρυς ένιωθε το στέμμα να βαραίνει στο κεφάλι της και το κάθισμα από κάτω της να γίνεται όλο και πιο άβολο. Με τόσο πολλούς να περιμένουν ακόμα την ευαρέσκειά της, δε σταμάτησε για φαγητό. Αντίθετα, έστειλε την Τζίκουι στην κουζίνα για ένα δίσκο με ψωμάκια, ελιές, σύκα και τυρί. Τσιμπολογούσε καθώς άκουγε, πίνοντας γουλιές νερωμένο κρασί. Τα σύκα ήταν νόστιμα, οι ελιές ακόμα καλύτερες, αλλά το κρασί άφηνε μια στυφή μεταλλική γεύση στη γλώσσα της. Τα μικρά, χλομά κίτρινα σταφύλια της περιοχής παρήγαγαν ένα διαβόητα άγευστο κρασί. Δε θα έχουμε εμπόριο οίνου. Άλλωστε οι Μεγάλοι Αφέντες είχαν κάψει τα καλύτερα αμπέλια μαζί με τις ελιές.... συνεχίζεται
σχόλια