Ο Έλληνας πάντα κατέφευγε στη διασκέδαση για να ξεσπάσει και να ξεχάσει. Στην ταβέρνα για να τραγουδήσει, στο θέατρο για να γελάσει, στο σινεμά για να κλάψει. Ολόκληρη την εικοσαετία που ακολούθησε το τέλος του Eμφυλίου, το λαϊκό θέατρο και ο εμπορικός κινηματογράφος υπήρξαν ένας καθρέφτης όπου αναπαραστάθηκε με πολλαπλούς τρόπους και σε διάφορες εκφάνσεις ό,τι βάρυνε την ελληνική κοινωνία. Μετανάστευση, φτώχεια, πολιτική καταπίεση, όλα πέρασαν από το σανίδι και το πανί, όλα είναι καταγραμμένα στο χαρτί και το σελιλόιντ. Μια εποχή οδυνηρή και ταυτόχρονα μαγική. Από τα γεμάτα υπονοούμενα σκετς της επιθεώρησης μέχρι τα έργα του Ιάκωβου Καμπανέλλη, από το θέατρο Πορεία μέχρι το Θέατρο Τέχνης, και από τα δακρύβρεχτα μελοδράματα του Ξανθόπουλου και τις ηθογραφίες του Τζαβέλα μέχρι τις λυρικές ταινίες του Δαμιανού και του Κούνδουρου, η γκρίζα πλευρά της Ελλάδας είναι αποτυπωμένη εκεί.
Κατά πόσο αποτυπώνεται ο σημερινός ζόφος στο ελληνικό θέατρο και στον κινηματογράφο; Γιατί η κρίση και οι συνέπειές της φαίνονται να μην περνούν στη θεματική των εκατοντάδων θεατρικών παραστάσεων που ανεβαίνουν στην Αθήνα τους τελευταίους χειμώνες; Όχι ως πολιτική κριτική ανάλυση της αδιέξοδης κατάστασης, του κινδύνου, της απειλής εκφασισμού της εξουσίας, αλλά ως κοινωνικό φαινόμενο που αναποδογυρίζει τη ζωή των ανθρώπων. Κι ενώ, λοιπόν, θα περίμενε κανείς οι δεκάδες ομάδες νέων που έχουν δημιουργηθεί να μιλάνε για προβλήματα που τους αφορούν άμεσα, καταφεύγουν συχνά σε έργα που βρίσκονται μακριά από τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.
Η ουσία του θεάτρου δεν είναι να δίνει απαντήσεις αλλά να θέτει ερωτήματα. Όντως, η κρίση μοιάζει να μην καταγράφεται. Δεν υπάρχουν παρά σκόρπιες φωνές, χωρίς συνέχεια όμως. Τα τόσο πολλά devised θεάματα αποδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν έργα, γι' αυτό οι ίδιες οι ομάδες κατασκευάζουν τα έργα που παίζουν.
Ο ηθοποιός Βασίλης Μπισμπίκης δημιούργησε στη βιομηχανική ζώνη του Ελαιώνα, μαζί με τον Παναγιώτη Σούλη και τη Φαίη Τζήμα, ένα κοινόβιο, τον τεχνοχώρο Cartel, με σκοπό να στεγαστούν οι ίδιοι και άλλες ομάδες που θέλουν να πειραματιστούν με ρεπερτόριο πολιτικοκοινωνικό. Ξεκίνησαν με το κλασικό έργο του Γιώργου Σκούρτη Εκτελεστές κι έκτοτε αρκετά νέα παιδιά έχουν βρει εκεί μια φιλόξενη καλλιτεχνική αγκαλιά. Έργο που να σχετίζεται με την κρίση, πάντως, δεν έχει ανέβει ακόμα. Ο Μπισμπίκης λέει: «Πιστεύω ότι όντως οι καλλιτέχνες δεν έχουν ασχοληθεί με το θέμα της κρίσης. Κι αν ασχολούμαστε λίγο με το θέμα, το κάνουμε περιφερειακά. Επί της ουσίας δεν έχουμε τοποθετηθεί ακόμα σε σχέση με το τι συμβαίνει γύρω μας. Προσωπικά, πίστευα ότι η κρίση θα μας έβγαζε θετικά αισθήματα συλλογικότητας, ότι θα ενωνόμασταν, αλλά νομίζω ότι έβγαλε τον κακό εαυτό μας. Βλέπω πολλή ανθρωποφαγία. Το μόνο καλό είναι ότι ασχολούμαστε με το θέατρο, που από μόνο του είναι πολιτική πράξη, αλλά για μένα δεν φτάνει αυτό. Φυσικά, κανένα θέατρο δεν έκανε επανάσταση. Αλλά και το κοινό αρνείται να δει αυτό που συμβαίνει γύρω του. Κι ενώ το ερέθισμα είναι τεράστιο, δεν υπάρχει δημιουργία που να ταυτίζεται με αυτό το ερέθισμα».
Ένας από τους πιο δραστήριους θεατρικούς σκηνοθέτες, ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος που διευθύνει το Θέατρο του Νέου Κόσμου, ένα θέατρο ρεπερτορίου που φιλοξενεί πολλούς νέους καλλιτέχνες, μια θεατρική πολυφωνία, στο ερώτημα γιατί η κρίση δεν αποτυπώνεται στο ελληνικό έργο, απάντησε: «Δυστυχώς, υπάρχει μια φτώχεια στο πώς αφουγκράζονται οι συγγραφείς μας αυτό που συμβαίνει γύρω μας. Αυτό δεν συμβαίνει σε άλλες χώρες, οι οποίες δεν ζουν τη μεγάλη κρίση που ζούμε εμείς, όπως, για παράδειγμα, η Αγγλία, όπου υπάρχει η παράδοση τα έργα που γράφονται να έχουν μια σχέση με την κοινωνία και να μην είναι κάτι απομονωμένο και αυτιστικό. Βέβαια, στην Αγγλία δεν υπάρχει πανεπιστήμιο που να μη διδάσκεται η θεατρική γραφή από τις προηγούμενες γενιές συγγραφέων. Ο συγγραφέας οφείλει να μην είναι απομονωμένος στον πύργο του. Αυτό ισχύει από τον καιρό των μεγάλων Ελλήνων τραγικών – τα έργα που καθρεφτίζουν τη ζωή είναι εκείνα που αντέχουν στον χρόνο. Καθρέφτης δεν σημαίνει νατουραλισμός, αλλά με τον ποιητικό και προσωπικό του τρόπο κάθε συγγραφέας να αποτυπώνει την εποχή του και τον τόπο του. Η ουσία του θεάτρου δεν είναι να δίνει απαντήσεις αλλά να θέτει ερωτήματα. Όντως, η κρίση μοιάζει να μην καταγράφεται. Δεν υπάρχουν παρά σκόρπιες φωνές, χωρίς συνέχεια όμως. Τα τόσο πολλά devised θεάματα αποδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν έργα, γι' αυτό οι ίδιες οι ομάδες κατασκευάζουν τα έργα που παίζουν».
Ο Πρόδρομος Τσινικόρης, που μαζί με τον Ανέστη Αζά υπηρετούν το θέατρο-ντοκιμαντέρ, ανέβασαν τον Ιανουάριο του 2013 στο Βερολίνο τη συμπαραγωγή της Στέγης Γραμμάτων & Τεχνών και του Ballhaus Naunynstrasse Τηλέμαχος - Should I stays or should I go?, ένα έργο όπου μη-ηθοποιοί, Έλληνες παλιότερης γενιάς αλλά και νεότεροι, αφηγούνταν τις ιστορίες τους και πώς μια πατρίδα πάντα διώχνει τα παιδιά της. Η ιδιαίτερα συγκινητική παράσταση, η οποία μεταφέρθηκε και στην Αθήνα, παρόλο που έθιγε ένα τελείως ελληνικό θέμα, την αναγκαστική μετανάστευση, δεν έχει βρει μέχρι τώρα μιμητές. Εκτός ίσως από τον Θοδωρή Γκόνη που παρουσίασε στο Φεστιβάλ Αθηνών το έργο-σύνθεση, Η οδύνη των ανέργων και το δικαίωμα στην τεμπελιά. Το θεωρητικό κείμενο του 1880 του Πολ Λαφάργκ, γαμπρού του Μαρξ, συμπληρωνόταν από συνεντεύξεις ανέργων που συνέλεξε κι επεξεργάστηκε ο Νίκος Παναγιωτόπουλος. Την ίδια ώρα, δεκάδες ομάδες και άλλες τόσες σκηνές στους πιο απίθανους χώρους εμφανίζονται με έργα είτε υπαρξιακά είτε αμιγώς πολιτικά. Μια έκφραση που δείχνει ότι ως κοινωνία και ως λαός αναλύουμε και πολιτικολογούμε, χωρίς να θέλουμε, ίσως, να δούμε κατάματα την οδυνηρή πραγματικότητα – ή ότι είμαστε αθεράπευτα αισιόδοξοι και ονειροπόλοι.
Θα ήταν λάθος και άδικο να πούμε ότι κανένας δεν έχει ασχοληθεί με την κρίση. Το αποκαλούμενο «εμπορικό θέατρο» έχει επιδείξει ήδη μερικές κωμωδίες που βασίζονται στα οικονομικά αδιέξοδα της εποχής. Το γνωστό συγγραφικό δίδυμο Ρέππας-Παπαθανασίου πήρε την ιδέα της ταινίας Άντρες έτοιμοι για όλα, που με τη σειρά της βασίζεται στο θεατρικό έργο Ladies Νight, και από τους άνεργους εργάτες ορυχείων του Σέφιλντ της Αγγλίας τη μετέφεραν στην ελληνική επαρχία, όπου Έλληνες άνεργοι καταφεύγουν στο στριπτίζ για να βρουν λεφτά και να σώσουν μια καφετέρια. Το εγγυημένο γέλιο και η έξυπνη σάτιρα των συγγραφέων μετέτρεψε την παράσταση σε λαϊκό προσκύνημα.
Η αλήθεια είναι ότι στα διεθνή φεστιβάλ, σε κάθε ελληνική ταινία αναζητούν την κρίση.
Εν τω μεταξύ, η ομάδα ΑντίχειραΣ ετοιμάζεται να παρουσιάσει στο θέατρο Σημείο ένα έργο που γράφτηκε συλλογικά κι έχει τον τίτλο 5½ ιστορίες για την κρίση. Η σκηνοθέτις της ομάδας Θαλασσιά Αντωνοπούλου λέει: «Πώς μπορεί ένας καλλιτέχνης να μην εμπνευστεί από την κρίση, να μην πάρει υλικό, εφόσον επηρεάζει κάθε πτυχή της ζωής μας; Γίνονται προσπάθειες από νέους δημιουργούς να τα αγγίξουν όλα αυτά. Εμάς μας γοήτευσε ακόμα κι αυτό. Πώς δηλαδή, είτε σε μια συζήτηση με φίλους είτε σε μια θεατρική παράσταση, τα φαινόμενα της κρίσης φαντάζουν ασύνδετα, ξεκομμένα το ένα από το άλλο. Προσπαθήσαμε, λοιπόν, να βρούμε τις σχέσεις, τις συνδέσεις που υπάρχουν, την ίδια την έννοια της κρίσης, την ουσία της. Σε αυτήν τη διαδικασία αναπόφευκτα σπαζοκεφαλιάζεις, διερωτάσαι συνεχώς και αναπόφευκτα καλείσαι να πάρεις θέση. Αυτό είναι κάτι που ίσως φοβίζει πολλούς δημιουργούς της γενιάς μας. Για μας, πάλι, είναι κάτι απελευθερωτικό. Η ανάγκη, όμως, να κάνουμε ένα τέτοιο έργο προέκυψε και για έναν ακόμα λόγο. Δεν θέλουμε να ανεβάσουμε μια παράσταση μόνο για τους μυημένους θεατρόφιλους αλλά και για τον άνεργο φίλο μας, τη μάνα μας που απολύθηκε, τον παππού μας που περιμένει τη μειωμένη του σύνταξη. Πρόκειται για ένα κοινό που ζει στο πετσί του την κρίση, αλλά δεν πάει στο θέατρο. Δραματουργικά, βασιστήκαμε σε άρθρα εφημερίδων αλλά και στις προσωπικές μας εμπειρίες, ακόμα και στο ότι τα ίδια τα μέλη της ομάδας δουλεύουν από δω και από κει για να βιοποριστούν και να μπορέσουν να κάνουν αυτή την παράσταση. Το πικρό γέλιο που σε πιάνει όταν συνειδητοποιείς αυτή την κατάσταση είναι το γέλιο που θα θέλαμε να έχει ο θεατής μας».
Το Θέατρο Τέχνης, πάντως, ξεκίνησε τη σεζόν με την επανάληψη δύο έργων που προέκυψαν μετά από ανάθεση κι επίσης ασχολούνται με το θέμα: του Αλμανάκ της Μαριάννας Κάλμπαρη και των Ασκήσεων για γερά γόνατα του Ανδρέα Φλουράκη. Η Μαριάννα Κάλμπαρη, η οποία έχει αναλάβει και την καλλιτεχνική διεύθυνση του ιστορικού θεάτρου του Κουν, λέει: «Μέσα από τον καταιγισμό πληροφοριών που δεχόμαστε για την κρίση θέλησα να γράψω ένα έργο πίσω από τα νούμερα και τις στατιστικές. Φυσικά, επειδή είναι λίγο σαν μια σύγχρονη επιθεώρηση, έχει ανάλογη "θερμοκρασία". Όταν γράφεις κάτι τη στιγμή που το βιώνεις, το αποδίδεις με τον τρόπο που το βλέπεις εσύ εκείνη τη στιγμή, δεν υπάρχει η απόσταση. Σε πάρα πολλές παραστάσεις διαχρονικών έργων που μιλάνε για άλλες εποχές υπάρχει έμμεση αναφορά στην κρίση, στο πώς τη βλέπουμε σήμερα. Απασχολεί όλους τους καλλιτέχνες αυτή η σύνδεση, δεν μπορούν να την αγνοήσουν, είναι η ζωή μας. Πέρσι σκηνοθέτησα τον μονόλογο της Κατερίνας Γιαννάκου Μια κανονική μέρα, όπου μια γυναίκα της οποίας ο άντρας αυτοκτόνησε λόγω χρεών μένει με δύο παιδιά και προσπαθεί να αντεπεξέλθει μόνη. Δεν πιστεύω ότι ένα θεατρικό έργο μπορεί να δώσει απάντηση, να δείξει έναν δρόμο, ούτε καν παρηγοριά. Είμαστε ακόμα στην αρχή της κρίσης και του σοκ που έχουμε υποστεί. Για πρώτη φορά η πλειονότητα καλείται να πάει πίσω και όχι μπροστά. Κι αυτό είναι πάρα πολύ περίεργο συναίσθημα. Αυτό ήθελα να καταγράψω, την οπισθοχώρηση. Ότι γινόμαστε πιο συντηρητικοί, ότι η οικογένεια κλείνει και διαβρώνεται, ότι κεκτημένα χάνονται ή μπορεί να χαθούν, όπως η θέση της γυναίκας, η ελευθερία επιλογών».
Ο κινηματογράφος, ως πιο ρεαλιστικό μέσο, τι κάνει; Ασχολείται περισσότερο με τα αίτια ίσως, καταγγέλλοντας την παθογένεια της ελληνικής οικογένειας και κοινωνίας; Η αλήθεια είναι ότι στα διεθνή φεστιβάλ, σε κάθε ελληνική ταινία αναζητούν την κρίση. Δύο ταινίες, η Πόλη των παιδιών του Γιώργου Γκικαπέππα του 2011 και η Κόρη του Θανάση Αναστόπουλου του 2012, εντάσσουν ευρηματικά την κρίση με διαδηλώσεις στους δρόμους και διάφορα ανθρώπινα δράματα, χωρίς η πλοκή να βασίζεται απαραίτητα σε αυτή. Μήπως είναι πολύ νωρίς ακόμα; Ο κριτικός κινηματογράφου Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος εξηγεί: «Αν αναλογιστούμε πως η ταινία του Νίκου Ζερβού Σαπίλα, Ξεφτίλα και Τεκίλα είναι μία από τις ελάχιστες, αν όχι η μοναδική ελληνική ταινία που μιλάει ευθέως για την κρίση, τότε καλύτερα που η πλειονότητα των σκηνοθετών επιλέγει την πλάγια οδό ή την αλληγορία για να εμπνευστεί και να εκφραστεί. Η πρόσφατη σοδειά δεν έχει μείνει αδιάφορη μπροστά στο πρόβλημα. Πολλές ταινίες νέων δημιουργών μιλάνε σκληρά ή ποιητικά ή αφαιρετικά για τη χαλασμένη ταυτότητα της οικογένειας, το φαινόμενο του φασισμού και του ρατσισμού, την ένδεια και τη φτώχεια, τον νεοπλουτισμό και την αναλγησία – μια ελληνική παρακμή που είναι σαφές πως αιτιολογεί και εικονοποιεί αυτό που λέμε "κρίση" μέσα από προσωπικές ιστορίες, όχι αμιγώς πολιτικές ή ευδιάκριτα πολιτικοποιημένες. Σε μια περίοδο, όπως η τρέχουσα, με εξαφανισμένες ιδεολογίες και στρατευμένες τέχνες, το σινεμά σκέφτεται πιο πρακτικά, και συνεπώς πιο δραματουργικά, για να μην τρομάξει το κοινό και το αποκλείσει από την ψυχαγωγία που μπορεί να βρει αλλού και εύκολα. Άλλωστε, μόνο αναδρομικά μπορούμε να αποτιμήσουμε ορθότερα τον καίριο και ώριμο πολιτικό λόγο μιας ταινίας με σύγχρονο θέμα. Το ελληνικό σινεμά που διαθέτει συνείδηση και μυαλό ποτέ δεν απείχε από τον πραγματικό παλμό. Η ανταπόκριση, ωστόσο, υπήρξε περιορισμένη. Οι ελληνικές ταινίες που προβληματίζονται με αφορμή την κοινωνία δεν προσελκύουν ικανοποιητικό αριθμό θεατών, που προφανώς ανθίστανται σε οτιδήποτε θα τους θύμιζε, έστω και μακρινά, τον ζόφο που βιώνουν. Χωρίς να είμαι μάντης, θεωρώ πως μια ταινία με πιο direct προσέγγιση θα είχε ακόμα πιο αποκαρδιωτική απόδοση, ανεξαρτήτως της καλλιτεχνικής της αρετής».
Είμαστε, λοιπόν, μια κοινωνία που αρνείται να δει το είδωλό της στον καθρέφτη; Που εξακολουθεί να κρύβει τα άπλυτά της κάτω από το χαλί; Που ούτε καν το σοκ της κρίσης δεν την ωρίμασε; Δεν είναι, άραγε, υποχρέωση της παραστατικής τέχνης να μιλήσει για όλα αυτά; Ή είναι καλύτερα να αφεθούμε στα χαριτωμένα τραγουδάκια των αναρίθμητων μουσικοχορευτικών θεαμάτων που ανεβαίνουν σε όλη την Αθήνα; Να προτιμήσουμε τη γλυκιά ονειροπόληση από την αποκρουστική πραγματικότητα; Και ποιος μπορεί να μας κατηγορήσει γι' αυτό;
σχόλια