ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΑΤΙΝΑ ΚΑΛΤΑΚΗ
Μια λοξή ματιά στο μείζον σήμερα πρόβλημα της ανεργίας προτείνει η παράσταση Η οδύνη των ανέργων και το δικαίωμα στην τεμπελιά που φέρνει το ΔHΠΕΘΕ Καβάλας στο Φεστιβάλ Αθηνών. Βασικό υλικό της είναι οι συνεντεύξεις που συνέλεξε ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, στο πλαίσιο μιας έρευνας για την ανεργία που κράτησε περίπου μια δεκαετία (μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας και έως το 2013).
«Δουλεύοντας τις συνεντεύξεις ως μονολόγους, προχωρήσαμε στη σύνθεσή τους, σ' ένα κολάζ, ώστε σε αυτά που λέει ένα πρόσωπο να έχει συμπυκνωθεί ο λόγος τριάντα "αληθινών" ανθρώπων. Που δεν είναι μόνο άνεργοι αλλά και εργαζόμενοι σε καθεστώς ομηρίας, που δουλεύουν αλλά δεν πληρώνονται και οι οποίοι πηγαίνουν στη δουλειά για να μην τρελαθούν. Μιλάνε νέοι χωρίς δουλειά αλλά και άνθρωποι μέσης ηλικίας οι οποίοι έχουν χάσει κάθε προοπτική εργασίας και ζωής. Γιατί χάνοντας τα μέσα ύπαρξης, χάνεις και τον λόγο ύπαρξης. Το πρόβλημα δεν είναι η ανεργία από μόνη της, γιατί όποιος έχει χρήματα βρίσκει ένα σωρό τρόπους να περνά όμορφα και δημιουργικά τον χρόνο του. Το πρόβλημα είναι η φτώχεια, η ανέχεια, η απώλεια της αξιοπρέπειας, η περιθωριοποίηση. "Η ανεργία σε κάνει να νιώθεις ανίκανος" λέει μια άνεργη κοπέλα από την Άρτα» σχολιάζει ο Θοδωρής Γκόνης που σκηνοθέτησε την παράσταση.
Στις πρόβες, ωστόσο, το σκοτάδι της οδύνης των ανέργων ήταν τόσο βαρύ που προέκυψε η ανάγκη να διαρρηχθεί από την ανατρεπτική ματιά του Πολ Λαφάργκ, του γαμπρού του Μαρξ, που έγραψε το περίφημο ολιγοσέλιδο πόνημα για το δικαίωμα στην τεμπελιά. Ο τίτλος είναι, βέβαια, παραπλανητικός γιατί ο Λαφάργκ δεν υποστηρίζει την αεργία αλλά τη σωστή διαχείριση του χρόνου εργασίας που απαιτείται για την ευημερία μιας κοινωνίας και των μελών της. Με καυστικό χιούμορ που βάλλει ενάντια στο αξιακό σύστημα που επέβαλαν η καπιταλιστές, υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι που δουλεύουν 12 και 14 ώρες, εκτός από το ότι αποκτηνώνονται, συμβάλλουν στις κρίσεις υπερπαραγωγής και στην επιδείνωση των όρων που επικρατούν στην αγορά εργασίας, με βασικά θύματα τους ίδιους – «αφενός σκοτώνονται στη δουλειά κι αφετέρου φυτοζωούν μες στην ανέχεια» γράφει. «Στην πραγματικότητα ο Λαφάργκ εξηγεί ότι η ποσότητα της εργασίας που χρειάζεται η κοινωνία είναι συγκεκριμένη και πρέπει να ορίζεται από τις ανάγκες της. Η δουλειά, λέει, πρέπει να μοιράζεται όπως το νερό σ' ένα πλοίο που βρίσκεται σε κίνδυνο. Επιμένει στην αναγκαιότητα όχι της τεμπελιάς αλλά του ελεύθερου χρόνου, ενός δικαιώματος εξόχως καταπατημένου πια. Γιατί η εποχή μας έχει μυθοποιήσει την εργασία, την παραγωγικότητα, την ανάπτυξη, αλλά ξεχνάει μονίμως ότι για να είναι κανείς παραγωγικός, πρέπει να είναι ξεκούραστος και ευχαριστημένος. Ο χρόνος που αφορά τη σκέψη, την ονειροπόληση, τα βιβλία, τους φίλους, τους έρωτες, είναι αναγκαίος γιατί μας τροφοδοτεί με το καύσιμο που απαιτείται για τις ώρες της εργασίας» επισημαίνει ο Θ. Γκόνης.
Ένα τραγουδάκι των Pink Martini που λέει «Je ne veux pas travailler / Je ne veux pas déjeuner / Je veux seulement oublier / Et puis je fume» είναι το λάιτ-μοτίβ της παράστασης, στη σύνθεση της οποίας έχουν απορροφηθεί διάφορα ετερογενή στοιχεία: από το παίξιμο του Τσάρλι Τσάπλιν ως ανθρώπου-μηχανή στους Μοντέρνους Καιρούς, έως μια σειρά κειμένων που υποστηρίζουν το αγαθό του ελεύθερου χρόνου. Και ότι η ζωή δεν είναι μόνο υποχρεώσεις και βάσανα αλλά και χρόνος ήσυχος, ψυχολογικά παραγωγικός, χρόνος... για ψάρεμα. «Είναι μια φράση που μου έμεινε, "Σκέψου, παιδί μου, ότι όταν συμβαίνουν τα φοβερότερα πράγματα στο κόσμο, πάντα υπάρχει κάποιος, κάπου, που ψαρεύει", από τη Μικρή πραγματεία περί αμεριμνησίας του Ντένις Γκροζντάνοβιτς» λέει ο σκηνοθέτης και αναφέρει δύο ακόμα κείμενα του σκηνικού context: τον Ομπλόμοφ (1859), τον περίφημο νωθρό γαιοκτήμονα που πρωταγωνιστεί στο μυθιστόρημα του Ιβάν Γκοντσάροφ, και την Απολογία για τους αργόσχολους του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον.
Για τους θεατές της παράστασης, πάντως, ο Θ. Γκόνης θυμίζει ότι «της ζωής της αρέσουν οι κωμωδίες και τα αστεία. Μετά από μια ζωή αφιερωμένη στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες, ο Λαφάργκ απομονώθηκε και αφοσιώθηκε στην καταπολέμηση της μελίγκρας, των σκαθαριών και των ψύλλων στα οπωροφόρα δέντρα. Λίγο μετά, τον Νοέμβριο του 1911, αυτοκτόνησε πίνοντας υδροκυάνιο, μαζί με τη γυναίκα του, Λόρα Μαρξ, όπως είχαν προαποφασίσει, ώστε να μη ζήσουν τη διανοητική και σωματική παρακμή που φέρνει το γήρας».
Η Γκόλφω στην Επίδαυρο
Κινηματογραφώντας μια παράσταση.
Ο Ηλίας Γιαννακάκης πήρε την κάμερα κι άρχισε να τραβάει. Τι; Την Γκόλφω του Σπυρίδωνος Περεσιάδη, όπως την έστησε στην Επίδαυρο το περσινό καλοκαίρι ο Νίκος Καραθάνος. Από το κλειστό θέατρο (σκηνή Κοτοπούλη του Εθνικού Θεάτρου) στο μεγάλο, ανοιχτό, αρχαίο θέατρο, προσαρμογές και μικρές τροποποιήσεις ήταν αναγκαίες. Που, πάντως, δεν επηρέασαν τα βασικά στοιχεία μιας παράστασης που συγκίνησε βαθιά τους πάντες, που αφύπνισε προγονικές μνήμες και ακύρωσε προκαταλήψεις για το αγροτικό/βουκολικό παρελθόν του τόπου μας – εκφράζοντας την ίδια στιγμή λαχτάρα για επιστροφή σε μια ζωή που αναμετριέται με τις αλήθειες της φύσης, για να τις ξεπεράσει στο όνομα μιας αγάπης πέρα ακόμη και από τον θάνατο. Η Γκόλφω μυθολογήθηκε μέσα μας και εγγράφηκε για πάντα στην μνήμη μας. Αλλά επειδή η μνήμη αλλοιώνει συν τω χρόνω αυτό που υπήρξε, το ντοκιμαντέρ του Ηλία Γιαννακάκη λειτουργεί ως σχόλιο και μνημείο μιας ανεπανάληπτης θεατρικής στιγμής.
Η προβολή θα γίνει στις 11 Ιουνίου, Πειραιώς 260, Χώρος Δ
Υλικό για το κείμενο της παράστασης αντλήθηκε από το βιβλίο του Νίκου Παναγιωτοπούλου «Η βία της ανεργίας» (εκδ. Αλεξάνδρεια 2013) και από τις συνεντεύξεις που παρουσιάζονται στο τεύχος Νο 2-3 (2013) του περιοδικού «Κοινωνικές Επιστήμες» που διευθύνει.
σχόλια