Πατρίσια Χάισμιθ: Συγγραφέας. Δημιουργός του κυρίου Ρίπλεϊ. Σκληρή, απόμακρη, αινιγματική, μοναχική, εξωτερικά απαθής, εκκεντρική. Αστεία, ευφυής, βίαιη. Εραστής γυναικών, ένας άνδρας παγιδευμένος στο σώμα μιας γυναίκας αλλά και μισογύνης. Σχεδόν μισάνθρωπος. Αν και γοητεύεται από μικρή από το «Έγκλημα και Τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι, στις δικές της ιστορίες, ο δολοφόνος -σχεδόν- πάντα γλυτώνει. Έγραψε πάνω από 130 μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων. Τα περισσότερα από αυτά, «θρίλερ», ενός χαρακτηριστικού ύφους: σαρκαστικό χιούμορ με το μάτι βαθιά στην ψυχολογία των ηρώων που κάνει τον αναγνώστη να κατανοεί τον «κακό» και να ταυτίζεται μαζί του. Πέθανε το 1995, αναγνωρισμένη στην Ευρώπη, παραγνωρισμένη στην Αμερική, με το παράπονο ότι δεν της έδωσαν την θέση που θεωρούσε ότι της άνηκε στο πάνθεον της Αμερικάνικης λογοτεχνίας.
Έχει ένα περίεργο χιούμορ, έναν αυτοσαρκασμό του θανάτου. Νιώθεις ότι περπατάει ο θάνατος. Και ήταν φοβική με το θάνατο, πρέπει να τον φοβόταν πάρα πολύ.
Στο πρώτο θεατρικό έργο του βραβευμένου σεναριογράφου Παναγιώτη Χριστόπουλου, η Πατρίσια Χάισμιθ μας προσκαλεί να γίνουμε μαθητές της σε ένα σεμινάριο. Η διαφήμισή του στις εφημερίδες θα ήταν κάπως έτσι: «Η διάσημη συγγραφέας Πατρίσια Χάισμιθ σας προσκαλεί στο σεμινάριο ‘Εισαγωγή στο Σασπένς’. Από την αρχική ιδέα μέχρι την ολοκλήρωση της, η δις Χάισμιθ θα αναλύσει τι είναι το σασπένς και πώς δημιουργείται, τι ρόλο παίζει η ατμόσφαιρα, πως κατασκευάζονται επιτυχημένοι χαρακτήρες, που βρίσκεται η έμπνευση, πως οργανώνεται η πλοκή.» Με αφορμή το σεμινάριο, οδηγούμαστε μέσα στον κόσμο της Χάισμιθ: έναν κόσμο σκοτεινό, όπου ο κάθε ένας από εμάς μπορεί να γίνει δολοφόνος. Εκεί, τρεις μαθητές της, αναλαμβάνουν τους ρόλους φανταστικών χαρακτήρων και δίνουν σάρκα και οστά στους φόβους και τις φαντασιώσεις της. Ο Ιωσήφ Βαρδάκης, σκηνοθετεί αυτό το ψυχολογικό πορτρέτο, με ρυθμούς αστυνομικού θρίλερ, όπου φαντασία και πραγματικότητα εναλλάσσονται, ώσπου ενώνονται ,δημιουργώντας για τους θεατές τον σκοτεινό κόσμο της Πατρίσιας Χάισμιθ.
Η Ρούλα Πατεράκη στο ρόλο της Χάισμιθ, ανοίγει παράλληλα παράθυρα στον γεμάτο συγκρούσεις εσωτερικό της κόσμο. Την συναντήσαμε για να μας μιλήσει για την συγγραφέα με την αινιγματική προσωπικότητα
Διαβάζατε Πατρίσια Χάισμιθ; Σας άρεσε;
Διάβαζα, αλλά δεν ήταν αυτό που διαβάζουμε στα αστυνομικά για να ευχαριστηθούμε. Σου δημιουργεί ένα άγχος φοβερό η Χάισμιθ όταν την διαβάζεις. Είναι πολύ ευχάριστη λογοτεχνικά αλλά είναι τόσο μαύρη και σκοτεινή, νιώθεις ότι ήταν τόσο πολύ δυστυχισμένη και μόνη και αυτό το υπερβολικό παίρνεις από το έργο της. Πολύ καλή λογοτεχνία, αλλά μαύρη λογοτεχνία. Σαν να έχεις τον Ζενέ απέναντί σου, τέτοια πράγματα δηλαδή, σκοτεινά, τελείως σκοτεινά. Και έτσι κλείνεσαι μαζί της, κλείνεσαι. Δεν ξέρω αν γίνεσαι χειρότερος ή καλύτερος, αλλά πιο μελαγχολικός γίνεσαι. Έτσι τη διάβαζα, όχι ως αστυνομικό. Το ίδιο είχα πάθει και με τον Ελρόι. Δε μπορώ να διαβάσω Ελρόι παρά μόνο ως λογοτεχνία, ως αστυνομικό καθόλου.
Θα μου πείτε κάτι που πιστεύετε ότι χαρακτηρίζει τα έργα της;
Έχει ένα περίεργο χιούμορ, έναν αυτοσαρκασμό του θανάτου. Νιώθεις ότι περπατάει ο θάνατος. Και ήταν φοβική με το θάνατο, πρέπει να τον φοβόταν πάρα πολύ.
Την ζωή της πώς την μάθατε; Θα μου πείτε κάποια πράγματα που σας έκαναν εντύπωση;
Διάβασα και ξαναδιαβάζω την αυτοβιογραφία της. Στη συνέχεια είδα όλα τα έργα της που έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο. Ακόμα και εκεί η Χάισμιθ είναι «βαριά». Ο Χίτσκοκ ας πούμε δε σε βαραίνει ποτέ. Αντίθετα, η Χάισμιθ είναι μαύρη και γι’ αυτό δεν της άρεσε και ο Χίτσκοκ. Έχω την αίσθηση ότι είχε και ένα σύμπλεγμα, πίστευε ότι η Ευρώπη ήταν η κοιτίδα της κουλτούρας, η Αμερική για την Χάισμιθ ήταν το Τέξας, οι αγελαδάρηδες και όταν πια έφτανε στην Ευρώπη, εκεί προσκυνούσε.
Αν και νομίζω ότι δεν ήταν πουθενά οικείο το περιβάλλον γι αυτήν 100%. Όμως αυτή η γαλήνη της Ευρώπης και η ησυχία, την ενδιέφεραν, η Ελβετία ας πούμε, όπου εκεί πέθανε, όπως την ενδιέφερε και η τάξη. Να έχει δικά της σπίτια. Αγόραζε σπίτια, πουλούσε σπίτια. Επίσης ήταν πάρα πολύ επιφυλακτική. Οι παρέες της ήταν πάρα πολύ προσεγμένες και οι ερωμένες της ήταν όλες πάρα πολύ ωραίες αλλά πάρα πολύ ψυχρές. Οι ερωμένες της ήταν ξανθές. Η Γκρέις Κέλι είναι βασικά ο τύπος της Χάισμιθ. Είχε θυελλώδεις περιπέτειες με γυναίκες, πολλές εκ των οποίων ήταν παντρεμένες, κάποιες δεν είχαν ανακαλύψει την gay πλευρά τους. Είχε μόνο κακές σχέσεις. Και όταν συζούσε ήταν όλο καυγάδες, όλο γκρίνιες, μέχρι να φτάσει στο δρόμο του τελικού «διαζυγίου» και μετά πόνος, απερίγραπτος πόνος, απώλεια, χάσμα, κενό, μέχρι να ξαναγίνει ένα μυθιστόρημα, να ξαναμπούν όλα σε μια σειρά, σε μια αρχή..
Μπορείτε να μου πείτε πόσο ενδιαφέρουσα είναι η μεταμόρφωσή σας σε αυτό τον μυθιστορηματικό χαρακτήρα;
Ποτέ δεν είχα σκεφτεί ότι μπορώ να παίξω τη Χάισμιθ. Τη Βιρτζίνια Γουλφ ας πούμε ήθελα να την παίξω 600 φορές παραπάνω από τη Χάισμιθ, αν ήθελα να παίξω μια γυναίκα. Αν και θα προτιμούσα να παίξω άνδρες συγγραφείς. Αυτό θέλω, αν είναι να υποδυθώ τέτοιες εκθαμβωτικές προσωπικότητες, γιατί έχω μανία με τους άντρες γενικά. Φαντάστηκαν έτσι, συγγραφέας και σκηνοθέτης, ότι μπορώ να παίξω την Χάισμιθ. Πιθανόν θεωρούσαν ότι έχω και εγώ μία σκοτεινή πλευρά, μια απομόνωση. Δεν έχουν και άδικο. Βέβαια είμαι straight, πιο straight δεν γίνεται. Δηλαδή αγαπώ τόσο πολύ τους άντρες που μου είναι αδιανόητο να σκεφτώ τον εαυτό μου με γυναίκα. Αλλά μπορεί ένα κομμάτι μέσα μου αντρικό, όσον αφορά τις γνώμες, όσον αφορά την εξουσία, το είδος της παιδείας, τη διεκδίκηση στη ζωή. Περισσότερο ανδρικό μοντέλο είμαι, οπότε μπορούσα να ταιριάξω. Και ηλικιακά πια, έχω σπάσει, είναι πιο κουρασμένο το πρόσωπο, μπορώ να παίξω τη Χάισμιθ της μεγάλης ηλικίας. Η οποία βέβαια είχε πάντα μια περίεργη ομορφιά. Στην παράσταση παρουσιάζουμε αυτό το μέρος της ζωής της, το τέλος. Το χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου είναι όλο και περισσότερο το κλείσιμο στον εαυτό της. Η φοβία με τους ανθρώπους. Σπανίως θα κάνει κάποιου είδους άνοιγμα, και ερωτικό πια. Όλα είναι λογοτεχνία και γράψιμο. Επίσης αρνείται ότι γράφει αστυνομικά μυθιστορήματα, θεωρεί ότι γράφει απλώς μυθιστόρημα.
Υπάρχει πάντα το ζήτημα της λογοτεχνικής της αποδοχής...
Η Χάισμιθ ήταν αποδεκτή λογοτεχνικά στην Ευρώπη. Στην Αμερική ήταν μαύρο πρόβατο. Και όχι σε όλες τις χώρες της Ευρώπης. Γενικά η Γερμανία την αγκάλιαζε, στην Αγγλία δεν ήταν τόσο αποδεκτή. Γαλλία, Γερμανία.. δηλαδή η «Ευρωπαϊκή» Ευρώπη τη δεχόταν πιο έντονα. Η πιο συντηρητική Αγγλία δεν δεχόταν αυτόν τον ήρεμο δολοφόνο, ο οποίος πάντα τη γλυτώνει. Στη Χάισμιθ οι κακοί δεν τιμωρούνται. Ποτέ. Είναι σπάνιο ο κακός να πληρώσει. Οι κακοί ούτε φυγαδεύονται, μένουν μέσα στο σύνολο και αφομοιώνεται στο σύνολο αυτή η κακία και ζουν τη ζωή τους και αυτό υπάρχει σαν αλήθεια και στη ζωή. Είναι πολύ λίγοι οι δολοφόνοι οι οποίοι τιμωρούνται. Όχι μόνο αυτοί που κάνουν εγκλήματα, ακόμα και αυτοί που κάνουν εγκλήματα πολέμου δεν τιμωρούνται. Κάνουν μετά μια ήσυχη και καμιά φορά και σεβαστή ζωή.
Υπάρχει κάτι που αγνοούσατε και μάθατε από τη Χάισμιθ;
Ναι, υπάρχει κάτι που μου έμαθε η Χάισμιθ. Νόμιζα ότι ο κόσμος κατατρέχεται από ενοχή και κατάλαβα ότι δεν υπάρχει ενοχή, μόνο ο φόβος της τιμωρίας. Δηλαδή μπορεί να σκοτώσεις κάποιον επειδή βρέθηκες στην ανάγκη ή έτσι επιθύμησες. Όταν μετά υποφέρεις, υποφέρεις μήπως τιμωρηθείς. Φοβάσαι. Φοβάσαι δηλαδή τη συνέπεια. Δεν υπάρχει ενοχή, παρά μόνο σε πολύ υψηλά μυαλά, σε συνειδήσεις άλλες, όπου εκεί ο φόνος είναι πλασματικός. Μπορεί να μην έχει διαπράξει φόνο, αλλά η ενοχή είναι ενοχή. Η ενοχή δεν έχει σχέση πάντα με την πράξη.
Γιατί μπορεί να ενδιαφέρει η ζωή μιας συγγραφέως σήμερα;
Επειδή είναι μυθιστορηματική η ίδια η ζωή της. Όπως και πολλές ζωές ανθρώπων, ιδιαιτέρων ανθρώπων. Μπορεί όμως να είναι και οι ζωές των ανθρώπων δίπλα μας, μυθιστορηματικές και να μη το ξέρεις. Δεν ξέρεις πώς φτιάχνει ο καθένας τη ζωή του, πώς την οργανώνει. Η Χάισμιθ έχει ένα πολύ μυστικό κόσμο και έχει και ένα δημόσιο κόσμο. Ο δημοσιοποιημένος είναι ο μικρότερος, σε σχέση με τον άλλο της τον κόσμο. Επίσης κάθε φορά που σκοτώνει, νομίζω ότι είναι σαν να απομακρύνει από πάνω της το θάνατο. Επίσης ότι δεν μπορείς να ταυτιστείς με κανέναν. Και τα θύματα των βιβλίων της σου είναι πιο μισητά και πιο απεχθή απ’ τους δολοφόνους. Αντιπαθητικά. Όπως πιστεύω ότι μεγάλο ενδιαφέρον έχουν και οι γύρω της. Στην κοινωνική τάξη στην οποία αναφέρεται έχει αρχίσει και μπαίνει η ψυχανάλυση. Η ψυχανάλυση δεν έχει να κάνει ούτε με τα λαϊκά στρώματα, ούτε με τις, ας πούμε, λαϊκές επαναστάσεις, είναι ατομικά ξεσπάσματα. Ένας ατομικισμός τρομακτικά υδροκέφαλος. Πάσχει από υδροκεφαλισμό ατομικισμού η Χάισμιθ και όλοι οι φίλοι της. Και οι ήρωές της. Και οι ερωμένες της.
Την συμπαθήσατε τελικά μέσα από το έργο και την αυτοβιογραφία της;
Α, ναι. Τώρα μου είναι πολύ συμπαθής ως ρόλος. Ελπίζω να τα καταφέρω.
Πατρίσια Χάισμιθ: Εισαγωγή στο σασπένς
Κείμενο: Παναγιώτης Χριστόπουλος
Σκηνοθεσία: Ιωσήφ Βαρδάκης
Πρωτότυπη Μουσική: Γιώργος Ρους
Σκηνικό: Κωνσταντίνος Ζαμάνης
Κοστούμια: Δήμητρα Λιάκουρα
Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου
Φωτογραφίες παράστασης: Κλεοπάτρα Χαρίτου
Βοηθός σκηνοθέτη: Ειρήνη Καλλιανίδου
Βοηθός Σκηνογράφου: Μαρία Παπαδοπούλου
Ερμηνεύουν οι: Ρούλα Πατεράκη, Μαρκέλλα Γιαννάτου, Ευθύμης Γεωργόπουλος, Νίκος Μαυράκης
Παραστάσεις:
Κάθε Δευτέρα & Τρίτη στις 9.00 μμ
από την Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014
104-Κεντρική Σκηνή
σχόλια