Αλεξάντερ ΜακΚουίν
17/4/1969-11 /2 2010
«Σαμποτάζ και παράδοση, ομορφιά και βία». Έτσι περιέγραψε η Ιζαμπέλα Μπλόου τα ρούχα του Αλεξάντερ ΜακΚουίν, του πιο ταλαντούχου Βρετανού σχεδιαστή ρούχων των τελευταίων χρόνων. Από τη Δέσποινα Τριβόλη.
Τον Οκτώβριο του 1993, όταν ο Αλεξάντερ ΜακΚουίν έδειξε τη δεύτερη μόλις κολεξιόν του στη Λονδρέζικη Εβδομάδα Μόδας, τα μοντέλα, ντυμένα με ρούχα που έμοιαζαν βαμμένα με φρέσκο αίμα, περπατούσαν στην πασαρέλα με το μεσαίο δάχτυλο σηκωμένο επιδεικτικά προς το κοινό. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι αυτή η χειρονομία συνοψίζει απόλυτα τη ζωή και τον θάνατό του. Ο ΜακΚουίν δεν απέκτησε τυχαία το παρατσούκλι « ο χούλιγκαν της βρετανικής μόδας»: η πρώτη του κολεξιόν ήταν εμπνευσμένη από την ταινία Ο Ταξιτζής. Τα μοντέλα ήταν τυλιγμένα με σελοφάν και στυλιζαρισμένα για να μοιάζουν σαν κάποιος να τα είχε κακοποιήσει. Οι κολεξιόν του με ρούχα σχεδόν επιθετικής θεατρικότητας είχαν τίτλους όπως «Νihilism» (μηδενισμός) ή «Ο βιασμός των Higlands» (πολιτικό σχόλιο για τον βιασμό της Σκωτίας από την Αγγλία) και ήταν άκρως «εγκεφαλικές» - συχνά φλερτάροντας με θέματα όπως ο σαδισμός, η γενοκτονία ή το AIDS. Κι όμως, ο χαρακτηρισμός χούλιγκαν είναι από περιοριστικός έως προσβλητικός, όταν αναφέρεται κανείς σε έναν άνθρωπο με τόσο μεγάλο ταλέντο.
Ο Λη Αλεξάντερ ΜακΚουίν (οι φίλοι του τον φώναζαν «Λη») ήταν ένα γνήσιο τέκνο της εργατικής αγγλικής τάξης. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Stepney Green του Ανατολικού Λονδίνου σε μια οικογένεια έξι παιδιών. Ο πατέρας του ήταν ταξιτζής, ενώ η μητέρα του εργαζόταν ως δασκάλα. « Ήμουν ο χαϊδεμένος της μητέρας μου, γι' αυτό μάλλον κατάντησα αδερφή», είπε σε μια συνέντευξή του το 1996. Η μητέρα του ΜακΚουίν ήταν ίσως ο πιο σημαντικός άνθρωπος στη ζωή του - ο θάνατός της, εξάλλου, ήταν ο καθοριστικός παράγοντας που τον έσπρωξε να δώσει τέλος στη ζωή του. Στα 16 του ο ΜακΚουίν έπιασε δουλειά ως μαθητευόμενος ράφτης πρώτα στην επιχείρηση Anderson & Sheppard και μετά στην Gieves & Hawkes. Και οι δυο επιχειρήσεις βρίσκονταν στην περίφημη Saville Row - τον θρυλικό δρόμο του Λονδίνου όπου βρίσκονται τα παλαιότερα και καλύτερα ραφτάδικα για χειροποίητα αντρικά κουστούμια. Ακολούθησαν μια δουλειά στην εταιρεία θεατρικών κουστουμιών Angels and Bermans και ένα πέρασμα από τον Ιταλό σχεδιαστή Romeo Gigli. Το 1992 γράφτηκε στο μεταπτυχιακό του περίφημου Central Saint Martins - του μεγαλύτερου φυτωρίου ταλέντων της βρετανικής μόδας. Η γνωριμία του με την περίφημη Isabella Blow -διευθύντρια μόδας περιοδικού «Tatler» και πασίγνωστη περσόνα της βρετανικής μόδας ήταν καθοριστική. Η Blow πήγε να δει μια επίδειξή του το 1994. «Απλώς παρακολουθούσα, όταν ξαφνικά σκέφτηκα "μου αρέσουν πολύ αυτά τα ρούχα, είναι φανταστικά". Ήταν το πατρόν τους και η κίνησή τους που με τράβηξαν». Οι λέξεις «πατρόν» και «τεχνική» είναι πολύ βασικές όταν διαβάζει κανείς για τον Αλεξάντερ ΜακΚουίν. Η τεχνική του και η μαεστρία του στα πολύπλοκα πατρόν και κοψίματα -ίσως και λόγω της θητείας του στη Saville Row που απαιτούσε ακρίβεια- ήταν απαράμιλλη. Όταν μετά από 3 χρόνια ανεξάρτητης πορείας προσελήφθη ως καλλιτεχνικός διευθυντής του οίκου Givenchy, το προσωπικό τον παρομοίαζε με τον «Ψαλιδοχέρη». Τον έβλεπαν συχνά πυκνά να πλησιάζει με το ψαλίδι κάποιο ρούχο που είχαν μόλις φτιάξει για να το κόψει με χειρουργική ακρίβεια. «Μου αρέσει να κόβω πράγματα σε κομματάκια» παραδέχτηκε κάποτε. Εξάλλου, ανέπτυξε ένα χαρακτηριστικό στυλ - τα ρούχα του ήταν σχεδόν αιχμηρά, με τονισμένους ώμους και πέτα.
Η συνεργασία του με τον οίκο Givenchy, πάντως, ήταν, κατά γενική ομολογία, μια αποτυχία. Ο ίδιος τη χαρακτήρισε ως «ένα μεγάλο λάθος», ενώ ισχυριζόταν ότι, δουλεύοντας για τον οίκο, καταπίεζε τη δημιουργικότητά του και ότι του ήταν αδύνατο να σχεδιάζει 6 κολεξιόν τον χρόνο. Παρ' όλα αυτά, η θέση του στον οίκο Givenchy τον βοήθησε να χτίσει το όνομά του, ενώ του έδωσε την οικονομική άνεση να καθιερώσει τη δική του συλλογή με μεγάλη επιτυχία. Το 2000, μάλιστα, πούλησε το 51% της δικής του επιχείρησης στoν όμιλο Gucci για 80 εκατομμύρια δολάρια, ενώ έβγαλε και μια πιο φτηνή σειρά ρούχων με τίτλο «ΜcQ». Στην προσωπική του ζωή ο ΜακΚουίν ήταν ανοιχτά γκέι, ενώ το 2000 «παντρεύτηκε» σε μια ανεπίσημη τελετή, σε ένα γιοτ, έξω από την Ίμπιζα τον σύντροφό του George Forsyth, σε έναν γάμο που δεν κράτησε.
Ο θάνατος της μητέρας του στις 2 Φεβρουαρίου τον επηρέασε βαθύτατα. Είχε προηγηθεί η αυτοκτονία της καλύτερής του φίλης Isabella Blow, το 2007. Στις 11 Φεβρουαρίου, μόλις 9 μέρες μετά τον θάνατο της μητέρα του, κρεμάστηκε στο σπίτι του. Ήταν μόλις 40 ετών. Σε μια συνέντευξη που του είχε πάρει η μητέρα του για λογαριασμό της εφημερίδας «Guardian», τον είχε ρωτήσει τι φοβάται πιο πολύ στη ζωή. «Να πεθάνω πριν από σένα», αποκρίθηκε. Όπως είπε και ο φίλος του, ο σχεδιαστής καπέλων Philip Treacy: «Η δημιουργικότητα είναι ένα πολύ εύθραυστο πράγμα και ο Λη ήταν πολύ εύθραυστος».
Ερίκ Ρομέρ
20/03/1920-11/01/2010
«Κλασικός και ρομαντικός, σοφός και εικονοκλάστης, φωτεινός και σοβαρός, συναισθηματικός και ηθικοπλαστικός, δημιούργησε το "ρομερικό" ύφος που θα επιβιώσει και χωρίς αυτόν»: ο Νικολά Σαρκοζί αποχαιρετά τον συμπατριώτη του κινηματογραφιστή Ερίκ Ρομέρ. Από τον Σταύρο Διοσκουρίδη.
Υπηρέτης των τεχνών και κυρίως του κινηματογράφου. Σκηνοθέτης, κριτικός κινηματογράφου, σεναριογράφος, συγγραφέας, δάσκαλος και συνιδρυτής της Nouvelle Vague. Ο «ηθικολόγος λογοτέχνης» του γαλλικού σινεμά εκπροσώπησε την αντίπερα όχθη του «νέου κύματος», αποκτώντας την ταμπέλα του «συντηρητικού» σε σχέση με τους «επαναστάτες» της παρέας του Γκοντάρ. Ξεχώρισε από τα υπόλοιπα μέλη της, υιοθετώντας τη μυθιστορηματική αφήγηση στις ταινίες του. Χαρακτηριστική περιγραφή για το ύφος του Ρομέρ γίνεται στην ταινία του Άρθουρ Πεν, Night Moves, όταν ο ήρωας που υποδύεται ο Τζιν Χάκμαν απαντά στην πρόταση της γυναίκας του να πάνε να δούνε ένα έργο του Ρομέρ: «Είδα μια φορά μια ταινία του Ρομέρ. Ήταν σαν να παρακολουθώ έναν πίνακα να στεγνώνει».
Γεννήθηκε τον Μάρτιο του 1920, στη Νανσί της Γαλλίας. Το πραγματικό του όνομα είναι Maurice Henri Joseph Schérer και το Ερίκ Ρομέρ προέρχεται από δύο ανθρώπους που ήθελε να τιμήσει: το Έρικ από τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Έρικ φον Στροχάιμ και το Ρομέρ από τον συγγραφέα Σαξ Ρομέρ. Βέβαια, το πρώτο ψευδώνυμο που χρησιμοποίησε για το μυθιστόρημα Ελίζαμπεθ (1946) ήταν Ζιλμπέρτ Κορντιέ. Η λογοτεχνία είναι στην ουσία η πρώτη του επαφή με τις τέχνες. Μετά, για λίγο καιρό θα ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία και θα εργαστεί ως καθηγητής φιλολογίας.
Το 1950 εκδίδει μαζί με τους Ριβέτ και Μπουσέτ το «La Gazette du Cinéma», μια περιοδική επιθεώρηση για το σινεμά, ενώ παράλληλα, από το 1957 μέχρι το 1963, είναι εκδότης της βίβλου των κινηματογραφικών περιοδικών που ακούει στο όνομα «Cahiers du Cinéma». Εκείνη την περίοδο μελετούν μαζί με τον Σαμπρόλ τις επιρροές του Καθολικισμού στα φιλμ του Χίτσκοκ και το δοκίμιο που εκδίδουν πάνω σε αυτό θα αποτελέσει ένα από τα σπουδαιότερα κινηματογραφικά συγγράμματα του περασμένου αιώνα. O Σαμπρόλ θα είναι και ο παραγωγός του Le signe du lion , το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Ρομέρ το 1959. Για την ιστορία, η πρώτη του ταινία δεν είναι το Le signe du lion, αλλά το Les petites filles modeles, που δεν γυρίστηκε ποτέ επειδή χρεοκόπησε ο παραγωγός του.
Ο Ρομέρ γίνεται ευρύτερα γνωστός ως σκηνοθέτης με τους Έξι μύθους περί ηθικής. Μικρές ιστορίες που όλες βασίζονται στην ίδια ιδέα: ένας άντρας που δεσμεύεται με μια γυναίκα και αρνείται πεισματικά να ενδώσει στα καλέσματα μιας δεύτερης. Το 26λεπτο πρώτο μέρος La boulangere de Monceau γυρίζεται σε 16 μιλιμέτρ φιλμ και είναι ασπρόμαυρο. Ο Τριφό, σε μια συνέντευξη μετά από χρόνια, παραδέχτηκε πως «ξέρουμε όλοι ότι εδώ και είκοσι χρόνια, από τα πρώτα του φιλμ σε 16 μιλιμέτρ, ο Ρομέρ ήταν ο δάσκαλός μας, μια υπόγεια δύναμη». Η εξαλογία θα ολοκληρωθεί το 1972, ενώ, εν τω μεταξύ, ο Ρομέρ δουλεύει για τη γαλλική τηλεόραση. Το 1976 επανέρχεται στις μεγάλου μήκους ταινίες με το The Marquise of Ο και το Percival le Gallois to1978. Aπό τότε και μέχρι το 2007 ο Ρομέρ γυρίζει αδιάκοπα. Είτε αυτόνομες ταινίες είτε σειρές ταινιών όπως το Comédies et Proverbes (Comedies and Proverbs) και το Tales of the Four Seasons. Η τελευταία του ταινία γυρίστηκε το 2007 και είναι το Les amours d' Astrée et de Céladon.
Οι ταινίες του έχουν διακριθεί σε όλα τα φεστιβάλ του κόσμου. Το τρίτο μέρος των μύθων (Ma nuit chez Maud) ήταν υποψήφιο για Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας και Σεναρίου το 1969. Το 1976 είναι ο νικητής των Καννών με το La Marquise d' O... Το 1983 κερδίζει το Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Βερολίνο με το Pauline à la plage, το 1986 βραβεύεται με το Χρυσό Λιοντάρι της Βενετίας για το Le rayon vert και το 1992 φεύγει θριαμβευτής από το Βερολίνο με το Conte d' hiver. Η τελευταία του συμμετοχή σε μεγάλο φεστιβάλ είναι το 2004 με το Triple Agent πάλι στο Βερολίνο.
Τη Δευτέρα 11 Ιανουαρίου του 2010 η παραγωγός του Μαργκαρέτ Μενεγκόζ ανακοίνωσε στα Μέσα τον θάνατο του. Δεν έδωσε περισσότερες λεπτομέρειες για τα αίτια. Όπως περισσότερες λεπτομέρειες δεν βγήκαν ποτέ στο φως για την προσωπική του ζωή. Παντρεύτηκε το 1957 την Thérèse Barbet και απέκτησαν δύο γιους, των οποίων τα ονόματα κατάφερε, μέχρι το τέλος της ζωής του, στα 89 του χρόνια, να κρατήσει κρυφά.
Ντένις Χόπερ
17/05/1936-29/05/2010
Ο Ντένις Χόπερ υπήρξε ο «ατίθασος» ηθοποιός του Χόλιγουντ, γνωστός για την εκρηκτική παρουσία του μέσα και έξω από τα κινηματογραφικά στούντιο, καθώς δεν έκρυψε ποτέ την εξάρτησή του από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά. Εκτός όμως από ηθοποιός, υπήρξε και σεναριογράφος, σκηνοθέτης και εικαστικός καλλιτέχνης. Πέθανε φέτος την άνοιξη στα 74 του χρόνια από καρκίνο του προστάτη, στο σπίτι του, στο Λος Άντζελες. Ο ίδιος πάντα πίστευε ότι θα πέθαινε πολύ νεότερος. Από τη Μερόπη Κοκκίνη.
Ο Ντένις Χόπερ γεννήθηκε στην Ντοτζ Σίτι του Κάνσας το 1936. Ως νέος ξεκίνησε να σπουδάζει εικαστικά και υπήρξε δεινός συλλέκτης έργων τέχνης, μέχρι που κάποια στιγμή αποφάσισε να στραφεί στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Παρακολούθησε μαθήματα στο περίφηµο Αctor's Studio της Νέας Υόρκης, µε τον πρωτοπόρο της υποκριτικής τέχνης Λι Στράσµπεργκ. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη μικρή οθόνη το 1954 σε μια σαπουνόπερα της εποχής. Η διασημότητα ήρθε μέσα από τους δύο ρόλους του δίπλα στον Τζέιμς Ντιν, στις ταινίες Επαναστάτης χωρίς αιτία και Γίγας. Στη συνέχεια σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε στο μικρού προϋπολογισμού cult αριστούργημα Ξένοιαστος Καβαλάρης, με τον οποίο και ταυτίστηκε απόλυτα. Δίπλα του δύο μεγάλοι ερμηνευτές: ο Πίτερ Φόντα -συνέγραψαν το σενάριο με τον Τέρι Σάουθερν- και ο σχεδόν άγνωστος τότε Τζακ Νίκολσον. Η ταινία έκανε μόδα τις μηχανές Harley Davidson και το μάγκικο στυλ των οδηγών τους. Ο Ξένοιαστος Καβαλάρης υπήρξε κινηματογραφικό σύμβολο των '60s και ουσιαστικά ένας ύμνος στην ελευθερία και στην αντισυμβατικότητα. Έτσι, ο Ντένις Χόπερ θεωρείται το πρόσωπο που σηματοδοτεί όσο κανένα άλλο τον χαμένο ιδεαλισμό των '60s.
Η αλήθεια, όμως, είναι πως ο Ξένοιαστος Καβαλάρης δεν ήταν η καλύτερη δουλειά του. Οι ερμηνείες με τις οποίες έχει χαραχτεί στη μνήμη του κοινού είναι αυτές στον ρόλο του φωτορεπόρτερ που απαγγέλλει στίχους του Έλιοτ μέσα στη βιετναμέζικη ζούγκλα στο Αποκάλυψη Τώρα του Κόπολα και του «ψυχάκια» Φρανκ Μπουθ στο Μπλε βελούδο του Ντέιβιντ Λιντς. Λέγεται ότι, όταν ο Χόπερ διάβασε το σενάριο που του έδωσε ο Λιντς, άρχισε να φωνάζει: «Θέλω να γίνω ο Φρανκ! Είµαι ο Φρανκ!». Προτάθηκε δύο φορές για βραβείο Όσκαρ, ενώ τελευταίες μεγάλες στιγμές του ήταν στον ρόλο του Θανάτου, στις Φωτογραφίες στο Παλέρμο του Βιμ Βέντερς, και στην Ελεγεία ενός έρωτα της Ιζαμπέλ Κοϊξέτ, που βασίζεται στο μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ, Το ζώο που ξεψυχά.
Μεγάλο του πάθος ήταν, επίσης, τα εικαστικά και η φωτογραφία. Ζωγράφιζε, φωτογράφιζε διάσημους, όπως ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στην περίφημη Πορεία για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στην Αλαµπάµα. Συνέλεγε μετά μανίας έργα τέχνης και υπήρξε φανατικός της εικαστικής μανίας της εποχής, της ποπ αρτ. Η αρχή έγινε με ορισμένα έργα του Άντι Γουόρχολ, μεταξύ των οποίων και η διάσημη «Σούπα Campbell» έναντι 75 δολαρίων! Στην πλούσια συλλογή του βρίσκονται αριστουργήματα του Ρόι Λίχτενσταϊν, του Τζάσπερ Τζόουνς και του Ζαν-Μισέλ Μπασκιά - δεν ήταν τυχαίο ότι έπαιξε το 1996 στην ταινία Μπασκιά.
Στην προσωπική του ζωή δεν υπήρξε ποτέ και αυτό που λέμε «κελεπούρι» ως γαμπρός. Παντρεύτηκε πέντε φορές συνολικά και απέκτησε τέσσερα παιδιά, όλα από διαφορετικές μητέρες. Μνημειώδης υπήρξε η επιμονή του να πάρει διαζύγιο από την πέμπτη σύζυγό του, Βικτόρια Ντάφι, έτσι ώστε να μην έχει καμία αξίωση από την περιουσία του όταν αυτός θα πέθαινε. Ωστόσο, ο θάνατος πρόλαβε τις νομικές διαδικασίες και το διαζύγιο δεν οριστικοποιήθηκε ποτέ.
Πέρα από την καλλιτεχνική υπόστασή του, ο Χόπερ για πολλούς είναι ένα σύμβολο κατάχρησης και έντονης ζωής. Στα μέσα του 1980 εισήχθη μετά βίας σε κλινική αποτοξίνωσης όταν συνελήφθη στο Μεξικό επειδή κυκλοφορούσε γυμνός (!) μέσα στη ζούγκλα. Αργότερα, βρέθηκε πάλι σε νοσοκομείο του Λος Άντζελες, όταν τραυματίστηκε στην προσπάθειά του να σκαρφαλώσει στο φτερό ενός αεροπλάνου εν κινήσει. Είχε παραδεχτεί πως κάποια στιγμή στη ζωή του που έπινε 2,5 λίτρα ρούμι και 30 μπίρες την ημέρα και ότι ο μόνος τρόπος για να μπορέσει να έρθει στα ίσια του μετά από τόσο αλκοόλ ήταν 3 γραμμάρια κοκαΐνη, ημερησίως! Κάποτε, μάλιστα, είχε δώσει δημόσια και συμβουλές επί του θέματος: «Αν κάποια στιγμή μπερδέψεις τα ποτά, κάνε λίγη κόκα και θα ισορροπήσεις σε χρόνο μηδέν. Κανένας δεν θα αμφιβάλλει για τη νηφαλιότητά σου». Λίγο πριν τον θάνατό του, βέβαια, παραδέχτηκε το εξής: «Στο μυαλό μου ήμουν ανέκαθεν καλλιτέχνης και συγγραφέας. Στην πραγματικότητα, ήμουν απλά ένας αλκοολικός ναρκομανής. Όλη αυτή η κατάσταση δεν μου επέτρεπε να δημιουργήσω. Με πήγαινε πίσω. Μου έκοβε δουλειές. Και για να αντιμετωπίσω αυτή την απόρριψη, τι έκανα; Έπινα περισσότερο και έκανα περισσότερα ναρκωτικά».
Λουίζ Μπουρζουά
25/12-1911-30/5/2010, γλύπτρια
Η Γαλλίδα καλλιτέχνις που δημιούργησε σχολή με τα γλυπτά της έγινε διάσημη στα 70 της χρόνια και θα μείνει στη μνήμη μας για τον τρόπο με τον οποίο απεικόνιζε το ανθρώπινο σώμα. Από τη Δέσποινα Τριβόλη.
Η Λουίζ Μπουρζουά γεννήθηκε στο Παρίσι τα Χριστούγεννα του 1911. Παιδί ευκατάστατης οικογένειας, η Μπουρζουά μεγάλωσε μέσα στην οικογενειακή επιχείρηση: οι γονείς της είχαν μια γκαλερί με αντίκες που ειδικευόταν σε ταπισερί. Ενώ δεν είχε ιδιαίτερο ταλέντο στη ζωγραφική, βοηθούσε συχνά ζωγραφίζοντας τα κομμάτια που έλειπαν από τις ταπισερί. «Έγινα ειδική στο να ζωγραφίζω γάμπες και πόδια. Έτσι ξεκίνησε η τέχνη μου», είπε αργότερα η ίδια. Tα παιδικά χρόνια της Μπουρζουά είχαν, κατά δική της παραδοχή, ιδιαίτερη επίδραση στο έργο της. Η φιγούρα του πάτερα της ήταν καθοριστική: o Λουί Μπουρζουά ήταν ένας μάλλον τυραννικός τύπος με εκρηκτικό χαρακτήρα. Η Μπουρζουά δεν του συγχώρεσε ποτέ τις εξωσυζυγικές του σχέσεις -η πιο σοβαρή, μάλιστα, με την Αγγλίδα γκουβερνάντα της, που έμενε στο σπίτι-, τις οποίες αντιλαμβανόταν ως προδοσία προς τη μητέρα της Τζοσεφίν. Ένα από τα πιο γνωστά της έργα, η «Καταστροφή του πατέρα», που δημιούργησε το 1974, απεικονίζει μια εσοχή από την οποία εξέχουν απροσδιόριστα εξογκώματα, που θυμίζουν ανθρώπινα όργανα αλλά και φαγητό ταυτόχρονα. Η ίδια δήλωσε ότι το έργο αυτό βασιζόταν στην παιδική της φαντασίωση, όπου ο μισητός πατέρας καταβροχθίζεται ζωντανός από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του. Συχνά μιλούσε για τον πόνο και το φόβο ως θέμα της τέχνης της: «Δουλεύω πάνω στον πόνο. Δίνω νόημα και σχήμα στη ματαίωση και στα βάσανα. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την ύπαρξη του πόνου. Δεν προτείνω κάποια θεραπεία, ούτε κάποια δικαιολογία».
Στα είκοσί της μπήκε στη Σορβόννη με σκοπό να σπουδάσει μαθηματικά και γεωμετρία («Βρήκα τη γαλήνη μόνο μέσα από μια σειρά κανόνων που δεν μπορούσε να αλλάξει κανείς», δήλωσε αργότερα). Μετά τον θάνατο της μητέρας της αρνήθηκε να ξανασχοληθεί με τα μαθηματικά κι άρχισε να πηγαίνει σε διάφορες σχολές Καλών Τεχνών στο Παρίσι, δουλεύοντας πάντα, για να συντηρεί τον εαυτό της. Η γνωριμία της με τον διάσημο Fernard Leger ήταν καθοριστική - εκείνος έστρεψε την προσοχή της προς τη γλυπτική. Το 1938 γνώρισε τον Αμερικανό ιστορικό τέχνης Robert Goldwater κι έφυγαν μαζί για τη Νέα Υόρκη. Έκανε την πρώτη της ατομική έκθεση το 1945 στην γκαλερί Bertha Schaefer και μετά συμμετείχε σε δυο ομαδικές εκθέσεις, στο Μουσείο Whitney και στην γκαλερί Guggenheim. H μεγάλη αλλαγή στην καριέρα της, πάντως, έγινε το 1966 με τη συμμετοχή της στην έκθεση «Eccentric Abstraction» - κάπου εκεί άρχισε και η ενασχόληση της Λουίζ Μπουρζουά με το φεμινιστικό κίνημα. Μετά τον θάνατο του συζύγου της άρχισε να διδάσκει σε διάφορα πανεπιστήμια και σχολές Καλών Τεχνών, ενώ η φήμη της άρχισε να μεγαλώνει όλο και περισσότερο - από το 1978 μέχρι το 1981 έκανε πέντε ατομικές εκθέσεις στη Νέα Υόρκη, ενώ μια μεγάλη αναδρομική έκθεση του έργου της έγινε στο Moυσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης το 1982.
Πρέπει να είναι μια από τις λίγες καλλιτέχνιδες που βρήκε την αναγνώριση σε τόσο μεγάλη ηλικία - ήταν πλέον 70 ετών όταν έγινε η αναδρομική της. Η φήμη της συνέχισε να μεγαλώνει στη δεκαετία του '90 που η Μπουρζουά ασχολήθηκε πολύ περισσότερο με το σώμα: αισθησιακό και απωθητικό, αντικείμενο ηδονής αλλά και πόνου, η απεικόνιση του σώματος ήταν πάντα σημαντική στο έργο της Μπουρζουά. Ένα έργο της το οποίο, μάλιστα, ονόμασε «Αυτοπροσωπογραφία» ήταν ένας διαστρεβλωμένος κορμός σώματος. Από αυτόν προεξείχαν σχήματα που έμοιαζαν με ανθρώπινα μέλη. Η ίδια είπε ότι έτσι ένιωθε για την εξωτερική της εμφάνιση και πως έτσι νιώθουν και οι περισσότερες γυναίκες, ακόμα κι όταν διαβάζουν τη «Vogue». Το 1993 αντιπροσώπευσε την Αμερική στην Μπιενάλε της Βενετίας. Στα τέλη της δεκαετίας του '90 η Μπουρζουά άρχισε να δουλεύει πολύ με την αράχνη. Μια πελώρια αράχνη της κάλυψε την πρόσοψη της γκαλερί Τate από το 1999 μέχρι το 2000, μια ακόμα την πλατεία Ροκφέλερ στη Νέα Υόρκη και σύντομα οι αράχνες της Μπουρζουά βρέθηκαν σε όλον τον κόσμο - από την Αβάνα μέχρι τη Σεούλ. Η Μπουρζουά υποστήριξε ότι οι αράχνες ήταν έργα αφιερωμένα στη μνήμη της μητέρας της. «Ήταν η καλύτερή μου φίλη. Οι αράχνες βοηθούν και προστατεύουν όπως ακριβώς και η μητέρα μου».
Τα τελευταία είκοσι χρόνια η Μπουρζουά μάζεψε όσα βραβεία δεν είχε μαζέψει σε όλη της τη ζωή. Αναδρομικές εκθέσεις του έργου της διοργάνωσαν το Μουσείο Ερμιτάζ στην Αγία Πετρούπολη και η Reina Sofia στη Μαδρίτη. Ανακηρύχθηκε Ιππότης των Γραμμάτων και των Τεχνών από τη γαλλική κυβέρνηση , έλαβε το Μεγάλο Βραβείο Γλυπτικής το 1991, ενώ κέρδισε επίσης το National Medal of Arts, ένα βραβείο για το έργο της ζωής της από το Διεθνές Κέντρο Γλυπτικής στην Ουάσινγκτον, και εκλέχτηκε μέλος στην Aμερικανική Ακαδημία Τεχνών κι Επιστημών. Πέθανε από ανακοπή καρδιάς σε ηλικία 98 ετών. Αφήνει πίσω της δυο γιους, τον Jean-Louis και τον Alain.
Έργα της Λουίζ Μπουρζουά θα εκτίθενται στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης έως τις 12 Σεπτεμβρίου, στο πλαίσιο της έκθεσης «Nuds».
ΑΝΔΡΕΑΣ ΒΟΥΤΣΙΝΑΣ
22/08/1932-08/06/2010
Μια από τις πιο σπουδαίες προσωπικότητες του παγκόσμιου και εγχώριου θεάτρου με συνεργασίες από τον Ελία Καζάν, την Τζέιν Φόντα, τον Μελ Μπρουκς μέχρι τον Λάκη Λαζόπουλο και την Ειρήνη Παπά. Μαθητής και δάσκαλος στο περίφημο Actors Studio, προσπάθησε να περάσει στην ελληνική πραγματικότητα πως το θέατρο δεν είναι ιδεολόγημα αλλά μόνο μια σκληρή και επίπονη δουλειά. Από τον Χρήστο Παρίδη
Τα τελευταία χρόνια είχε ένα παράπονο. Ήθελε να κατέβει για μια ακόμα φορά στην Επίδαυρο. Εκεί που έκανε τις πλέον αξιομνημόνευτες πρεμιέρες του, κυρίως με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Δεν του έκαναν τη χάρη. Φέτος, στις 22 Αυγούστου, ανήμερα των γενεθλίων του, ο Ανδρέας Βουτσινάς θα «επιστρέψει» στο αρχαίο θέατρο με την τελευταία του «παράσταση». Ο γιος του Μάριος θα σκορπίσει στην ορχήστρα την τέφρα του, εκτελώντας μια παλιά του επιθυμία: «Θέλω, όταν φταρνίζονται, να λένε, είναι ο Βουτσινάς, πάλι μας μπήκε στη μύτη»!
Ευφυολόγος, χιουμορίστας, εμπρηστικός στις δηλώσεις του, παραδοξολόγος, ανθρώπινος, σοφός αλλά και πληθωρικός και θεατρίνος σε όλες του τις εκφάνσεις, είτε όταν δίδασκε έναν ρόλο, είτε όταν έδινε συνέντευξη. Σαρωτικός! Υπήρξε μια εποχή που δεν υπήρχε μέσο που να μην τον φιλοξενούσε. Από τα πλέον ευτελή μέχρι τα μεγαλύτερα lifestyle περιοδικά, από τις εγκυρότερες εφημερίδες μέχρι τα πρωινάδικα, κυριαρχούσε παντού. Ένας διάττοντας αστέρας που πέρασε από τον μικρό μας γαλαξία, έλαμψε και φώτισε τον σκοτεινό ουρανό, σιγά σιγά εξασθένησε και στο τέλος χάθηκε οριστικά. Γιατί, όταν ο Ανδρέας Βουτσινάς έκανε την εμφάνισή του στο ελληνικό θέατρο, τέλη '70 αρχές '80, τα στεγανά, τα όρια μεταξύ «ποιοτικού» και «εμπορικού», ήταν περίπου απροσπέλαστα. Χαρακώματα. Κι ήρθε εκείνος από το Παρίσι, κουβαλώντας και μια θεατρική Νέα Υόρκη στις αποσκευές του, και είπε, μα είστε τρελοί, το θέατρο δεν είναι ιδεολόγημα, για στρωθείτε στη δουλειά. Και συσπείρωσε γύρω του τους πάντες: σοβαρούς και ελαφριούς, διανοούμενους και εμπορικούς, σταρ και άσημους, ταλαντούχους κι ατάλαντους! Γιατί για εκείνον δεν υπήρχαν ατάλαντοι, εκτός βέβαια από σνομπ και ανόητους, που τους απεχθανόταν. Οι υπόλοιποι ήταν καλοδεχούμενοι, αρκεί να είχαν όρεξη για δουλειά και μυσταγωγία. Γιατί σ' ολόκληρη τη ζωή του κουβαλούσε το δόγμα Στράσμπεργκ: ένας ηθοποιός μπορεί να κρατήσει τη δική του ταυτότητα χωρίς να είναι βεντέτα, χωρίς να ντρέπεται να αποτύχει, ότι είναι προνόμιο να κάνεις κάτι που το διάλεξες, το αγαπάς και ζεις από αυτό.
Γεννημένος στο Χαρτούμ του Σουδάν το 1932, μεγαλώνει στην Αθήνα, πάντα κακός μαθητής αλλά ονειροπόλος, περνάει στην σχολή του Old Vic του Λονδίνου χωρίς να ξέρει αγγλικά, με τον μονόλογο του Ριχάρδου ΙΙ δασκαλεμένο φωνητικά από τον Κάρολο Κουν. Με το που τελειώνει τις σπουδές του, ακολουθεί τον θίασο του Τάιρον Γκάθρι παίζοντας τον αγγελιαφόρο στον Οιδίποδα με τον Τζέιμς Μέισον, στο Φεστιβάλ του Οντάριο. Από εκεί, στη Νέα Υόρκη βρίσκει τον Ελία Καζάν, ο οποίος τον στέλνει στα μαθήματα του Λι Στράσμπεργκ. Μα, τι μπορούσε να του μάθει ένα «γελοίο, μικροκαμωμένο ανθρωπάκι με γυαλάκια»; Σε τρεις εβδομάδες εξαργυρώνει το εισιτήριο της επιστροφής για Ελλάδα και γίνεται ο πιο αφοσιωμένος του μαθητής, ανάμεσα στους Μέριλιν Μονρό, Τζέιμς Ντιν, Μπράντο, Νιούμαν. Το 1957 περνάει τις εξετάσεις ανάμεσα σε 1.500 άτομα και αναγορεύεται σε lifetime member του Actor's Studio. Παρών κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Παρασκευή, να «γυμνάζεται» με τα κορυφαία ταλέντα όπου ο ένας ασκεί γόνιμη κριτική στον άλλον, υπηρετώντας όλοι τις αρχές του method acting. Λίγο τον νοιάζει που ζει σ' ένα δωματιάκι στη West 46th Street που όταν ανοίγει τα χέρια του αγγίζει τους τοίχους, που δουλεύει ως delivery boy, αφού συγχρόνως παίρνει τους πρώτους του ρόλους και ο Καζάν τον κάνει βοηθό του. Κάθε καλοκαίρι τρέχει από πόλη σε πόλη να εργαστεί στα summer stock theater.
Συνδέεται ερωτικά με την Τζέιν Φόντα, προκαλώντας την μήνι του πατέρα της, και μαζί της κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο το 1962 στο Μπρόντγουεϊ, με το Fun Couple. Παταγώδης αποτυχία! Κατεβαίνει σε τέσσερις μέρες. Την ακολουθεί στο Χόλιγουντ, όπου γίνεται ο coach της στις πρώτες της ταινίες. Έτσι, αυτός που ονειρευόταν μεγάλη καριέρα και Όσκαρ, βρίσκεται στη σκιά των σταρ, «προθερμαίνοντάς» τους. Ανάμεσα σε άλλους και τον Γουόρεν Μπίτι και τη Φαίη Ντάναγουεϊ στο Μπόνι και Κλάιντ, την καλή του φίλη Άνν Μπάνκροφτ στο Θαύμα της Αλαμπάμα, με το οποίο πήρε και Όσκαρ. Χάρη στη σχέση της με τον Μελ Μπρουκς, παίζει το '68 στους Παραγωγούς, ο οποίος του ζητάει να δημιουργήσει μια γκέι περσόνα, κάτι μεταξύ Ρασπούτιν και Μονρό. Έτσι γεννιέται η «Κάρμεν Γκία», που έκτοτε στις θεατρικές εκδοχές, όταν ξαναπαίζεται, τον Βουτσινά αντιγράφουν. Για τον Μπρουκς θα ξαναπαίξει το '70 στις Δώδεκα Καρέκλες και το '81 στην Ιστορία του Κόσμου, Μέρος 1ον ως Bearnaise αυλικός με περούκα και το χαρακτηριστικό μυτερό γκρι μουσάκι του, μέσα σε άμαξα και φόντο τις Βερσαλλίες στο Παρίσι, όπου και πλέον ζει μόνιμα.
Το 1967, ακολουθώντας τον Στράσμπεργκ σε μια σειρά σεμιναρίων και με αφορμή την Μπαρμπαρέλα του Ροζέ Βαντίμ, στο οποίο κοουτσάρει τη Φόντα, με την οποία πια έχουν χωρίσει, αποφασίζει να ιδρύσει στη Γαλλία ένα εργαστήριο στα πρότυπα του Actor's Studio. Το ονομάζει Theatre de Cinquante, γιατί την πρώτη μέρα μετράει 50 ηθοποιούς. Είναι η εποχή του Μάη του '68 και το γαλλικό θέατρο τείνει να αποδεσμευτεί από τις αγκυλώσεις του ακαδημαϊσμού. Το Cinquante γίνεται η νέα μόδα και από εκεί περνάει όλη η αφρόκρεμα του θεάτρου. Από τον Ζαν Μαρέ, τη Ζαν Μορώ και τον Τρεντινιάν, μέχρι το νέο αίμα: Ατζανί, Ιπέρ, Αρντάν, Μπινός, Ρενό. Σκηνοθετεί σε μικρά θεατράκια, σε μεγάλες εμπορικές σκηνές, στην Commedie Francaise, στο Bouffes du Nord του Πίτερ Μπρουκ. Συνδέεται με ιδιοφυΐες όπως ο Ζενέ και ο Πατρίς Σερώ, που θαυμάζει απεριόριστα, κι ο Φελίνι τον αγκαζάρει ως coach στον Καζανόβα.
Στην Αθήνα τον φέρνει η παλιά του φίλη Νόνικα Γαληνέα το '75 για το Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, κι ο Ντασέν το '78 του ζητάει να υποδυθεί τον σκηνοθέτη στην Κραυγή Γυναικών, δίπλα στη Μελίνα. Παρατάει τα πάντα για να παίξει δίπλα της. Ο Τσαρούχης, κάτω από το πορτρέτο που του χαρίζει, γράφει: «... στη μόνη ελπίδα του θεάτρου του κόσμου τούτου.»
Κάπως έτσι ξεκινάει και η ελληνική του καριέρα. Η Δέσπω Διαμαντίδου τον επιβάλει το '81 στο ΚΘΒΕ για την Τρελή του Σαγιώ -αργότερα κάνουν μαζί την τεράστια επιτυχία τους Χάρολντ και Μοντ-, αναστατώνει κριτικούς και κατεστημένο με την ελευθεριότητα, τα βεγγαλικά, τα νερά και το γυμνό στην ευριπίδεια Ελένη, στην Επίδαυρο το '82. Το ΚΘΒΕ τού χαρίζει το «ταξίδι» όπως έλεγε, έναν προσωπικό θίασο με τον οποίο μεγαλουργεί, μια σκηνή που στήνει επικά θεάματα. Όλα box office hits. Τρωάδες με φόντο ένα νεκροταφείο αυτοκινήτων, μια γηραιά Λυσιστράτη με την Παΐζη, μια νεότατη Μήδεια με τη Φωτοπούλου, μαγικά ανεβάσματα έργων του Τενεσί Ουίλιαμς. Στην Αθήνα θριαμβεύει με την Ελεύθερη Σκηνή στο Σώσε, με τους Κραουνάκη-Νικολακοπούλου-Λαζόπουλο μετατρέπουν τη Λυσιστράτη σε μιούζικαλ, σκηνοθετεί δις τη Βουγιουκλάκη, μεταφέρει τους Χτίστες του Χειμωνά στο Ρωμαϊκό Ωδείο της Πάτρας, την Αποκάλυψη του Ιωάννη στην Πάτμο με την Παπά. Η αθηναϊκή νύχτα, μετά τις περίφημες μουσικές παραστάσεις «Λεωφόροι» με την Πρωτοψάλτη, αλλάζει πρόσωπο. Ακούραστος κι αεικίνητος, μέχρι που τον χτυπάει βαρύ εγκεφαλικό. Κι αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση, υγείας και καριέρας. Απομονώνεται στη Θεσσαλονίκη, διδάσκει και σκηνοθετεί σποραδικά. Οι φίλοι αραιώνουν...
Πέρσι τον χειμώνα σκηνοθετεί μετά από πολλά χρόνια στην Αθήνα το Επάγγελμα της κυρίας Γουόρεν. Μια μόλυνση τον οδηγεί στο νοσοκομείο. Μετά από χρόνια ρήξης, ξαναβρίσκει το νήμα της μακρόχρονα περίπλοκης σχέσης του με τον γιο του Μάριο, καρπό ενός νεανικού του έρωτα. Στο πλευρό του ο θίασος της παράστασης και οι αγαπημένες του Φιλαρέτη και Λυδία. Ελάχιστοι σε σχέση με τους πάμπολλους που ευνοήθηκαν από αυτόν. Σαν να τον ακούω: «Η αχαριστία στην Ελλάδα θα έπρεπε να διώκεται ποινικά. Θα ήταν το μεγαλύτερο δώρο στις επόμενες γενιές». Φεύγει στις 8 Ιουνίου, 11:00 το πρωί.
Χάουαρντ Ζιν
24/08/1922-27/01/2010
Σπουδαίος Αμερικανός ιστορικός, ακτιβιστής και πανεπιστημιακός. Στάθηκε ενάντια σε όποιον υπονόμευε τα ανθρώπινα δικαιώματα, αγαπήθηκε από τους «ψαγμένους» καλλιτέχνες και ήταν από τους πρώτους που υιοθέτησαν την προσωπική άποψη στα ιστορικά βιβλία. Από το Σταύρο Διοσκουρίδη.
Όλα και όλοι μπορούν να γίνουν ποπ κουλτούρα. Αυτό είναι ένα από τα πολλά γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν το «μεγάλο έθνος» που λέγεται Αμερική. Ακόμα και αν είσαι Αριστερός (με τον αμερικανικό τρόπο), καθηγητής πανεπιστημίου, διανοούμενος, ακτιβιστής, φεμινιστής, πρωτοστάτης σε απεργίες και κινητοποιήσεις, έχεις κατηγορήσει τον Κολόμβο και τους υπόλοιπους εξερευνητές για γενοκτονία και έχεις καταλογίσει ευθύνες για περιορισμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων σε Αμερικανούς Προέδρους-ινδάλματα, όπως ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ και ο Κένεντι. Αυτά και άλλα πολλά έκανε στα 87 χρόνια που έζησε ο συγγραφέας και ιστορικός Χάουαρντ Ζιν. Ο άνθρωπος που κατά τον Νόαμ Τσόμσκι «άλλαξε τον τρόπο που σκέφτονται οι Αμερικανοί».
Γεννήθηκε στις 24 Αυγούστου του 1922 στο «Μεγάλο Μήλο». Μεγάλωσε μαζί με τους Εβραίους μετανάστες γονείς του στο Μπρούκλιν. Ο πατέρας του, προσπαθώντας να συντηρήσει την οικογένεια, καθάριζε παράθυρα και δούλευε ως σερβιτόρος. Όταν αποφοίτησε από το λύκειο, εργάστηκε στον ναύσταθμο του Μπρούκλιν, εγκαθιστώντας σωλήνες. Εκεί γνώρισε και τη μετέπειτα μοναδική γυναίκα του Ρόζλιν Σέχτερ. Σε πολλή νεαρή ηλικία «αδειάζει» τις βιβλιοθήκες από τα κλασικά αναγνώσματα, όπως ο Κάρολος Ντίκενς, και ασχολείται με έναν άλλο Κάρολο, τον Μαρξ, και τους θεωρητικούς επιγόνους του. Στα δεκαεπτά του συμμετείχε, μαζί με άλλους κομμουνιστές, σε μια πολιτική πορεία στην Times Square: «Ξαφνικά, άκουσα τον ήχο της σειρήνας. Κοίταξα γύρω και είδα έφιππους αστυνομικούς να χτυπάνε το πλήθος με τα κλομπ τους. Με χτύπησαν και μένα. Ξύπνησα λίγη ώρα μετά σαν μέσα σε όνειρο. Η πλατεία ήταν άδεια και έμοιαζε σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Ήμουν αγανακτισμένος». Ένας πολιτικός διανοητής γεννήθηκε.
Κατατάσσεται στη Αμερικανική Αεροπορία το 1943 και «πετάει» για Ευρώπη μαζί με τις συμμαχικές δυνάμεις εναντίον των Γερμανών στην Ευρώπη. Ο πόλεμος τον αηδιάζει και όταν γυρνά στη Νέα Υόρκη βάζει όλα τα μετάλλια και τα ενθύμια από τις μάχες σ' έναν φάκελο που απέξω γράφει με κεφαλαία γράμματα: «Ποτέ ξανά!». Αργότερα θα πει πως «δεν αντιλέγω πως ο πόλεμος έχει έναν βέβαιο ηθικό πυρήνα. Αλλά αυτό που κάνει τους Αμερικανούς να μεταχειρίζονται όλους τους επόμενους πολέμους με ένα είδος λάμψης είναι πως κάθε εχθρός παρουσιάζεται ως ένας νέος Χίτλερ».
Το 1956, και αφού έχει τελειώσει το ντοκτορά του στο Κολούμπια, καταλαμβάνει την έδρα του ιστορικού στο Spelman College. Οι σπουδαστές είναι όλες γυναίκες. Μαύρες γυναίκες. Μάχεται έντονα μαζί με τις φοιτήτριές του για τα πολιτικά τους δικαιώματα, πράγμα που τον φέρνει σε σύγκρουση με τη διεύθυνση της σχολής. Μετά από λίγο καιρό τον απολύουν για απειθαρχία. Το 1964 μετακομίζει στη Βοστόνη και στο Boston University. Τα πρώτα του βιβλία αφορούν το Βιετνάμ, με αφορμή τα ταξίδια που κάνει εκεί. Αν και θα έρθει πολλές φορές σε σύγκρουση με τις πρυτανικές Αρχές, θα μείνει εκεί μέχρι το 1988 που συνταξιοδοτείται.
Το έργο που καθιέρωσε τον Ζιν και τον τοποθετεί στο πάνθεον των μεγάλων ιστορικών είναι το A people's history of the United States. Γράφτηκε το 1980 και εκδόθηκε σε 5.000 αντίτυπα. Θέμα του η ιστορία της Αμερικής, από το 1492 και έπειτα, μέσα από επώνυμα και ανώνυμα πρόσωπα που τη χαρακτήρισαν. Από τους Προέδρους μέχρι τους απλούς εργάτες. Ο Ζιν, με το People's history of the United States, αλλάζει τον ορθόδοξο και αντικειμενικό τρόπο που γράφονταν τα ιστορικά βιβλία μέχρι τότε. Το προσωπικό στοιχείο και η λογοτεχνίζουσα γραφή ήταν κάτι διαφορετικό «από τον ίδιο τρόπο που έχουν γραφτεί χιλιάδες ιστορικά βιβλία» θα πει ο ίδιος, υπερασπιζόμενος τον εαυτό του από τις κριτικές που δέχτηκε από τους συναδέλφους του για την «υποκειμενική ιστορική ματιά του, κυρίως μέσα από τα μάτια των αδυνάτων». Το βιβλίο σήμερα έχει ξεπεράσει τα 2.000.000 σε πωλήσεις και, εκτός από την ακαδημαϊκή κοινότητα, έχει συναρπάσει και την καλλιτεχνική. Ο Μπρους Σπρίνγκστιν, ο Jello Biafra, o Μπεν Άφλεκ και ο Ματ Ντέιμον έχουν κατά καιρούς εκφράσει τον θαυμασμό τους για τον Ζιν και έχουν περιλάβει αρκετές ιδέες του στα έργα τους. Μάλιστα, ο ίδιος ο Ζιν έκανε ένα cameo στην ταινία Ο ξεχωριστός Γουίλ Χάντινγκ το 1997, την ώρα που ο κεντρικός ήρωας (Ντέιμον) αναφερόταν στο A people's history. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που ο θάνατος του Ζιν, εκτός από τα παραδοσιακά μέσα και τα κοινωνικοπολιτικά περιοδικά, έγινε πρώτο θέμα και στο MTV.
To 2008 η Ρόζλιν Σέχτερ τον άφησε για πρώτη και τελευταία φορά. Απέκτησαν δύο παιδιά και πέντε εγγόνια. Το τελευταίο κείμενο του Ζιν δημοσιεύτηκε στο «The Nation» και αφορούσε τον Μπάρακ Ομπάμα. «Έχω ψάξει αρκετά για μια "καλή στιγμή", αλλά δεν έχω βρει καμία», κατέληγε στο δοκίμιό του. Εκτός από ιστορικά βιβλία, ο Ζιν έγραψε ακόμα τρία θεατρικά (γνωστότερο το Ο Μαρξ στο Σόχο) και την αυτοβιογραφία του. Ο τίτλος της περιγράφει όλη τη ζωή του: You can't be neutral on a moving train. Πέθανε στις 27 Ιανουαρίου από καρδιακή προσβολή, ενώ κολυμπούσε.
σχόλια