Τρίτη μέρα στην μαρτυρική μάνα ρέιβερ.
Στο αεροπλάνο άρχισα να διαβάζω τα τελευταία Κεφάλαια του Σύσσημου, αυτό το σκανδαλώδες έπος του ποιητή Νίκου Παναγιωτόπουλου, που είναι φτιαγμένο από άχερα που έφερε ο αέρας της γνώσης κι ομως κατέχει μια διαμαντένια αυτοπεποίθηση (κυκλοφόρησαν εκτός εμπορίου από τις εκδόσεις Το Ροδακιό). Δίπλα μου μια γυνάικα, ταλαιπωρημένη, διάβαζε το Hello. Έκρυψα το βιβλίο και άκουσα μουσική (κόλλησα ξαφνικά με ένα παλιό τραγουδάκι των Pogues, το Summer in Siam)
H Κύπρος έκαιγε. Ο αέρας πυρωμένος. Ακόμα. Γιατί όχι; Εχουμε ακόμα 34 Αυγούστου (που λέει κι ο Κωνσταντίνος Μπ.)
Έμεινα σε κάτι φτηνά appartments στην Τουριστική της Λεμεσσού (έχω μείνει και στο Ριτζ)
Μαζί μου Ρώσσοι και κουλοί backpackers -στην τσιμεντένια αυλή μένουν δυό γομάρια που ακούνε συνεχώς στη διαπασών μια ποπ βαλκανική, σαν λαχάνιασμα
Αυτοί οι Ρώσσοι! Είναι ο πιό ματαιωμένος λαός του κόσμου. Είχαν μεγάλη μεγάλη εσωτερική ζωή -γι αυτό και το κενό τους, τώρα που η ζωή τούς άδειασε, είναι τεράστιο. Το πέτρινο βλέμμα τους.
Στο δρόμο για το Πισσούρι, νοιώθω πάντα μεγάλη ευχαρίστηση. Μου θυμίζει αυτό που ήταν παλιά το νησί μου. Απλό και δοτικό. Και κάπως μετόπισθεν. Ήσυχο μέχρι βαρεμάρας. Ιδανικό για συνταξιούχους των εντάσεων (κάτι ένσημα μού λείπουν).
Υπαρχει κι αυτό που κάθε χρόνο λέω ''θα το βρώ; δεν θα το βρώ;''
Αν είχα το World of Interiors θα το παρουσιάζα ως το Θερινό μου Ανάκτορο
Είναι μια κρεβατίνα με γερμένα κλαδιά (είχαμε τέτοια στο πατρικό μου). Στη μέση ενός χωραφιού έχει στηθεί για ανεξήγητο λόγο -μέσα δεν έχει τίποτα, εκτός από δροσιά και το θρόισμα των φύλλων
Κάθε φορά έρχομαι εδώ και κάθομαι για λίγο. Κι αποχαζεύω. Δεν ξέρω πόσων χρονών είμαι (για κάνα δεκάλεπτο -όλο και κάποιο αυτοκίνητο περνάει και με ξυπνάει)
(Όμως βυρωνικέ μου εαυτέ, καλό είναι να μη πολυχαλαρώνεις. Το πολύ το τάκα τάκα... Δίνε του!)
Λίγο πιο κάτω, ένα χωμάτινο δρομάκι έχει λαμπρό όνομα
Εδώ είναι το καλοκαιρινό σπίτι του σκηνοθέτη, που είχε κι αυτός μια ιδιότητα των ταινιών του: ήταν τόσο απλός, που τον νόμιζες απλοικό. Αλλά μετά θυμόσουν πάντα αυτά που σου είχε πεί και τα εύρισκες σωστά και μετρημένα
Πολλές φορές έχω κυαλάρει αυτό το σπίτι. Μ' αρέσουν και του Βαλσαμάκη και του Κωνσταντινίδη, αλλά αυτό μού πάει περισσότερο ως σπίτι διακοπών. Έχει τη δέουσα ησυχία και η παρουσία του αρχιτέκτονα δεν είναι καθοριστική (πεποιημένα σεμνή)
Το έχουν πιά περιδέσει με μια πράσινη γάζα, σα τραυματισμένο μωρό, και έχουν βάλει ταμπέλες που αν τις διαβάσεις ανάποδα γράφουν: οι πρωινοί να φεύγουν
Ας φύγουν. Εγώ μόλις μπήκα Κύριε... Πήγα στην αγαπημένη μου καντίνα, εκατό μέτρα πιο κεί, και παράγγειλα τη ντελικατέσεν μου: αυγά τηγανητά, σαλάτα με χαλούμι και μια παγωμένη ΚΕΟ. Η κυρά Αννούλα δεν είχε αντίρρηση (με κοίταζε στα μάτια σαν τρυφερή μέγαιρα).
Κάθισα μόνος στην παραλία που είχε αδειάσει.
Άδειος σαν Ρώσος.
Στο γυρισμό, η πολυτέλεια των άστρων
Και νά'σου πάλι στον κοιτώνα των Ρώσων, με την πηχτή muzak (σα λούπα μιας πόρτας που κλείνει -κλείνει ξανά και ξανά), τα σκυλιά και το χαρτοπαικτείο στην πίσω αυλή -με τύπους μαυρδερούς με αλυσίδες -ένα γυμνό παραληλλόγραμμο από σουηδικό ξύλο, τραπέζια φορμάικα, σταχτοδοχέια και μπύρες, παίζανε συζητώντας βαρυεστημένα) και το φεγγάρι, ένα κίτρινο απολειφάδι που δεν πρόλαβα να το φωτογραφίσω, γιατί δεν έιμαι και είλωτάς σου, αγαπημένο μου ημερολόγιο, άει γαμήσου κιόλας
Στον ακάλυπτο όλα έβαιναν καλώς. Κανείς δεν σφάχτηκε κι απόψε. Κανένα μωρό δεν εκπλάπη. Οι βόμβες έσκαγαν σε χώρες μακρυνές. Οι ένοικοι αποφάσισαν να κάνουν ένα ντους και να χτενίσουν τα μαλλιά τους.
Στην κουζίνα που έβλεπα διαγωνίως δεξιά, ένα καρπούζι έλαμπε πράσινο δίπλα στο νεροχύτη -τρίτη μέρα αφάγωτο
Μια ομορφιά, n'est pas? (Edward Hopper, φάε τη σκόνη μου)