Μέσα στα εβδομήντα δύο χρόνια λειτουργίας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής έχουν ανέβει αμέτρητες παραστάσεις και από τη σκηνή της έχουν περάσει θρυλικοί ερμηνευτές και χορευτές (φτάνει μόνο ν’ αναφέρει κανείς ότι στο δυναμικό της υπήρξε και η σπουδαία Μαρία Κάλλας). Παράλληλα, όμως, με τα λαμπρά ονόματα, υπάρχει και μια μεγάλη αλυσίδα ανθρώπων που εργάζεται παρασκηνιακά για ν’ ανέβει μια παράσταση. Ενδύτριες, ζωγράφοι σκηνικών, τεχνικοί, φωτιστές, χορωδοί, χορευτές, μουσικοί, μοδίστρες, μακιγιέζ και κομμωτές εργάζονται στην παραγωγή και συμβάλλουν εξίσου στο τελικό αποτέλεσμα.
Μια τέτοια μικρή πολιτεία, αποτελούμενη από επαγγελματίες πολλών και διαφορετικών ειδικοτήτων, συναντά κανείς στις εγκαταστάσεις της Λυρικής στο Περιστέρι, όπου κατασκευάζονται τα σκηνικά των μελλοντικών παραστάσεων και φυλάσσονται αυτά των προηγούμενων. Ο κ. Σωκράτης Δαλαμάγκας, τεχνικός διευθυντής σκηνής, μας εξηγεί ότι πάνω από είκοσι άνθρωποι δουλεύουν πυρετωδώς για την κατασκευή τους, πάντοτε σε συνεργασία με τον εκάστοτε σκηνογράφο. «Δύο με τρεις μήνες είναι ο ελάχιστος χρόνος που χρειάζεται η ομάδα των ξυλουργών, σιδεροκατασκευαστών, γλυπτών και ζωγράφων για να ετοιμαστούν τα σκηνικά μιας και μόνο παράστασης». Φυσικά, αυτοί δεν είναι οι μόνοι αφανείς ήρωες. «Ένα άλλο σημαντικό κομμάτι είναι και τα κοστούμια. Υπάρχουν, λοιπόν, οι ράπτριες, που ράβουν τα κοστούμια ανάλογα με τις εντολές των ενδυματολόγων, αλλά και οι ενδύτριες που ντύνουν τους καλλιτέχνες κατά τη διάρκεια των παραστάσεων κι είναι υπεύθυνες για την άψογη εμφάνισή τους. Ας μην ξεχνάμε και τους κατασκευαστές καπέλων. Υπάρχει ένα τέτοιο, εξί- σου σοβαρό τμήμα στη Λυρική Σκηνή».
Η κ. Χρυσούλα Τσακατάνη είναι ενδύτρια κι εργάζεται στη Λυρική εδώ και σαράντα χρόνια. Όπου να ‘ναι βγαίνει στη σύνταξη, αλλά, όπως λέει η ίδια, της φαίνεται σαν να ήταν χθες η πρώτη μέρα που ξεκίνησε να δουλεύει εδώ. «Αυτό που μου αρέσει στη δουλειά μου είναι ότι δεν τη βαρέθηκα ποτέ κι αυτό γιατί γνωρίζω συνεχώς σπουδαίους και ταλαντούχους ανθρώπους». Θυμάται ακόμα το δέος που ένιωσε όταν είχε πρωτοξεκινήσει να δουλεύει κι έπρεπε να ντύσει τον διάσημο βαρύτονο (και μετέπειτα διευθυντή της Λυρικής) Κώστα Πασχάλη για την παράσταση «Τόσκα» του Πουτσίνι. «Δεν ήταν μόνο σπουδαίος καλλιτέχνης, αλλά και άνθρωπος. Κατάλαβε αμέσως το άγχος μου και κατέληξε να μου δίνει αυτός θάρρος. Οι ηθοποιοί και καλλιτέχνες της Λυρικής είναι τελείως διαφορετικοί από αυτούς του ελεύθερου θέατρου. Έχουν μια άλλη ποιότητα και τελείως διαφορετική νοοτροπία». Έχουν, όμως, και τις ιδιοτροπίες τους, όπως μας εκμυστηρεύτηκε η κ. Τσακατάνη. «Η Μαρίνα Κρίλοβιτς (σοπράνο) είναι καταπληκτικός άνθρωπος και πολύ μπριόζα. Έμπαινε μέσα και χάλαγε ο τόπος. Βέβαια, δεν της άρεσε καθόλου να της λένε “καλή επιτυχία”. Προτιμούσε να της λένε ότι όλα θα πάνε σκατά».
Ο μάξιμουμ αριθμός των ενδυτριών στην κάθε παράσταση είναι δεκαπέντε. «Στην ουσία είμαστε αυτές που βοηθούν τους καλλιτέχνες να ντυθούν και ν’ αλλάξουν γρήγορα τα κοστούμια τους, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του ρόλου. Παράλληλα, όμως, κοιτάμε τα ρούχα να είναι πάντα καθαρά, φρεσκοσιδερωμένα κι αν συμβεί κάποιο ατύχημα να βρούμε πολύ γρήγορα τη λύση. Έχει τύχει πολλές φορές να ράψω βιαστικά ένα πουκάμισο που σκίστηκε ή να περάσω παραμάνες σε μια φούστα που άνοιξε». Φέτος, όπως λέει ο κ. Δαλαμάγκας, θα ραφτούν 1.500-2.000 κοστούμια. «Πολλές φορές, βέβαια, και για λόγους οικονομίας, χρησιμοποιούμε κοστούμια από παλιότερες παραστάσεις που μεταποιούνται, αφού το βεστιάριό μας είναι πολύ πλούσιο».
Ο κ. Γιώργος Δούμος υπήρξε χορωδός γι’ αρκετά χρόνια, ενώ τώρα εργάζεται ως βοηθός διευθυντή σκηνής. Θυμάται ότι παλιότερα υπήρχαν περισσότερες δυσκολίες στην ετοιμασία των παραστάσεων. «Μέχρι και το 1999 όλες οι σκηνικές πρόβες γίνονταν μέσα στο θέατρο Ολύμπια. Το μπαλέτο έκανε μάθημα στο φουαγέ, ενώ η ορχήστρα έπαιζε στη θέση της μέσα στο θέατρο. Μόνο η χορωδία έκανε πρόβα σ’ ένα κτίριο στην Τζαβέλλα, στα Εξάρχεια, όπου στεγάζονταν κι οι ράπτριες. Από τότε που η Λυρική κατάφερε ν’ αποκτήσει και κάποιους άλλους χώρους, οι παραστάσεις έγιναν και πιο πολλές αλλά και πιο ποιοτικές».
σχόλια