Πόσο συνειδητή ήταν η επιλογή να γράψετε ουσιαστικά για το θέμα της ταυτότητας στην Ανάκριση;
Απόλυτα συνειδητή και δεν έχει να κάνει με κάποια δεδομένη ή μη χρονική στιγμή. Νομίζω όμως ότι πρέπει να μιλάμε όχι για ταυτότητα αλλά για πολλαπλές ταυτότητες: όπως παίζουμε ρόλους στο σπίτι, στο κρεβάτι, στο γραφείο, στο δρόμο, όπως αλλάζουμε προσωπεία ανάλογα με το ποιον έχουμε απέναντί μας, έτσι αλλάζουμε συνεχώς και πρόσωπα απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό. Η ίδια η ζωή, με τις ανατροπές της, μας ωθεί κάθε τόσο να είμαστε κάποιος άλλος. Άλλος στα 18, άλλος στα 28, άλλος στα 38 κ.ο.κ. Φυσικά, υπάρχει ένας βασικός πυρήνας - για πολλούς όμως είναι όπως ένα φανταστικό Ταξίδι στο κέντρο της Γης. Δεν θα τον δούμε ποτέ. Μπορούμε όμως να τον επινοήσουμε.
Γενικότερα, ανιχνεύσατε μέσα στο 2008 κοινά χαρακτηριστικά στη θεματολογία των συγγραφέας της γενιάς σας (στους γεννημένους τη δεκαετία του '70);
Κοινά χαρακτηριστικά, όχι ακριβώς - κι αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Έπειτα, τη χρονιά που μας πέρασε δεν εξέδωσαν βιβλίο όλοι οι «εβδομηντάρηδες». Ωστόσο, μιλώντας από σκοπιά προσωπική, εντόπισα μιαν εκλεκτική συγγένεια με το μυθιστόρημα του Αύγουστου Κορτώ Ο αφανισμός του Νίκου: μου θύμισε μια ιαπωνική παροιμία, «Ποιο ήταν το πρόσωπό σου προτού συναντηθούν οι γονείς σου;». Θα πρόσθετα και το μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη Η εφεύρεση της σκιάς, μια πυκνή αφήγηση που τοποθετείται σε συγκεκριμένη ιστορική περίοδο - χωρίς όμως να είναι ένα βιβλίο εποχής. Επίσης, οι λογοτεχνικές ουτοπίες του Νίκου Βλαντή (Writersland, Η λήθη) έχουν κάτι ερεθιστικό - όπως και κάθε βιβλίο του Χρήστου Χρυσόπουλου (μόλις κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα Η λονδρέζικη μέρα της Λώρας Τζάκσον), ένας από τους κορυφαίους συγγραφείς της γενιάς μου.
Αν ο Εμφύλιος ήταν -και προφανώς παραμένει- ένα σημαντικό όριο για την πεζογραφία, θα μπορούσαν τα γεγονότα της Αθήνας να δώσουν ένα νέο όριο;
Φοβάμαι ότι αν κάποιοι βιαστούν να γράψουν κάτι για το Δεκέμβριο του '08, θα κάνουν μια τρύπα στο νερό. Απαιτείται απόσταση χρόνου και για να κρίνουμε τα γεγονότα και για να τα προσεγγίσουμε μυθοπλαστικά. Πάντως, αν είχα την ευφυΐα του Γούντι Αλεν, θα έγραφα μια κωμωδία με θέμα τη γελοία διαμάχη Συνασπισμού-ΚΚΕ: μικρόκοσμοι στα πρόθυρα νευρωτικής κρίσης, εν μέσω πένθους και καταστροφής.
Ποιο ήταν το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της ελληνικής παραγωγής το 2008;
Η ιστορία και η πολιτική επέστρεψαν. Παράδειγμα Το Σόου είναι των Ελλήνωντου Μένη Κουμανταρέα, με την εισβολή του συλλογικού στο ατομικό - και το αντίστροφο. Σε άλλα βιβλία γίνεται απόπειρα αναστοχασμού, όπως στο Τι ζητούν οι βάρβαροι του Δημοσθένη Κούρτοβικ ή στο Χρονικό του Δαρείου του Γιώργη Γιατρομανωλάκη. Κάτι ανάλογο έκανε και ο Νίκος Θέμελης στις Αλήθειες των άλλων, ενώ ο «αστυνομικός» Πέτρος Μάρκαρης με το Παλιά, πολύ παλιά, ξανακοιτάζει τα Σεπτεμβριανά του 1955.
Υπήρξαν σημεία οπισθοδρόμησης ή έκπτωσης στην αγορά του βιβλίου;
Νομίζω, ήταν μια καλή χρονιά, είδαμε και την έκδοση του Logicomix των Απόστολου Δοξιάδη-Χρήστου Παπαδημητρίου, κάτι που έλειπε. Αν κάτι είναι πολύ προβληματικό κάθε χρονιά, αυτό είναι τα απαξιωμένα λογοτεχνικά βραβεία. Στην καλύτερη περίπτωση αφορούν μόνο το σινάφι. Στη χειρότερη είναι απλώς Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας - δεν αφορούν κανέναν.
Ποιες νέες δυνάμεις που αναδείχθηκαν φέτος θα παρακολουθήσετε με ενδιαφέρον στο μέλλον;
Ξεχώρισα το μυθιστόρημα Ανάμισης ντενεκές του Γιάννη Μακριδάκη και τον Λοξία, δύο νουβέλες του Σπύρου Γιανναρά. Με το δικό του τρόπο ο καθένας έδειξε ότι έχει φωνή και μια δύναμη μέσα σ' αυτή.
Υπάρχει μια σαφής τάση για την πεζογραφία του 2009;
Δεν μπορώ να κάνω προβλέψεις. Τα γεγονότα που ξεκίνησαν στις 6 Δεκεμβρίου συνεχίζονται, οπότε θα έχουμε εξελίξεις, πρέπει να περιμένουμε. Πιθανώς, όλο αυτό το κλίμα να επηρεάσει τη λογοτεχνική παραγωγή μέσα στο 2009 - χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα έχουμε βιβλία που αναφέρονται στα συγκεκριμένα γεγονότα. Μακάρι να μην έχουμε, όχι ακόμα.
Ως δημοσιογράφος σε χώρο του βιβλίου, ποιες συμπεριφορές θεωρείτε περισσότερο ενοχλητικές;
Την γκρίνια και τη μιζέρια, τι άλλο; Έχω ακούσει συγγραφείς χολωμένους από κακές κριτικές να λένε: «Ξόδεψα δέκα χρόνια πάνω σ' αυτό το βιβλίο, είναι κατάθεση ψυχής, πώς μου γράφουν αρνητική κριτική;». Συγνώμη, αλλά δεν αφορά κανέναν αν έβαλα υποθήκη το σπίτι μου για να γράψω ένα μυθιστόρημα που κανένας δεν μου ζήτησε να γράψω και κανένας δεν το περιμένει. Τον αναγνώστη τον ενδιαφέρει το αποτέλεσμα. Και το αποτέλεσμα μπορεί να είναι απλώς κακό, ακόμα κι αν πούλησες την ψυχή σου στο διάβολο. Η τέχνη είναι απάνθρωπη. Επίσης, όταν ένας συγγραφέας δέχεται καλή κριτική, λέει: «Έπιασε αυτό που ήθελα να πω». Αν η κριτική είναι κακή: «Δεν κατάλαβε τίποτα». Ή το άλλο: «Έχω πάψει πια να διαβάζω κριτικές. Έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει κριτική στη χώρα μας». Έχουμε την κριτική που μας αξίζει, στο βαθμό που έχουμε τη λογοτεχνία που μας αξίζει. Κι έχουμε ανάγκη την κριτική. Δεν θέλω να καλοπιάσω τους Έλληνες κριτικούς, έχουν κι αυτοί τα κουσούρια τους: ένα είναι ότι σπάνια γράφουν τη γνώμη τους όταν έχουν να κάνουν με το κακό βιβλίο ενός καταξιωμένου συγγραφέα. Ένα άλλο, ότι τα κείμενά τους, συχνά, είναι έτσι γραμμένα ώστε να απωθούν το ευρύ κοινό. Κάτι ακόμα: στο σινάφι, έχουμε πολλούς συνωμοσιολόγους. Καταξιωμένος συγγραφέας που μέσα σε μια χρονιά απέσπασε Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας και βραβείο του περιοδικού «Διαβάζω», γκρίνιαζε ότι τον υπονομεύουν. Ολ' αυτά δεν αφορούν κανέναν παρά το χωριουδάκι του σιναφιού.
Ποιο είναι το επόμενο συγγραφικό σου βήμα;
Κάποιος ξένος συγγραφέας νομίζω έχει πει ότι ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με έργα εν εξελίξει. Βρίσκομαι σε αυτή την κατάσταση αλλά, εντάξει, δεν είναι τόσο άσχημα.
Είδαμε φέτος τη μεταφορά σημαντικών λογοτεχνικών κειμένων στην τηλεόραση. Μπορεί αυτή η τακτική να στηρίξει το χώρο του βιβλίου;
Δεν μου άρεσε η μεταφορά των Ματωμένων χωμάτων. Όπως και το βιβλίο, αναμασάει στερεότυπα («οι ξένοι μας έβαλαν να φαγωθούμε»). Δεν μου άρεσε το 10 ούτε ο νέος Γιούγκερμαν: ήταν σαν ένα διαρκές πάρτι μεταμφιεσμένων με ρούχα της δεκαετίας του '50. Ο παλαιότερος Κίτρινος φάκελος και τα Βαμμένα κόκκινα μαλλιάήταν πολύ ανώτερα. Αυτονόητο δεν είναι ότι η τηλεοπτική μεταφορά θα στείλει κάποιον κόσμο στα βιβλιοπωλεία; Αυτό λειτουργεί υπέρ του συγκεκριμένου βιβλίου αλλά όχι της λογοτεχνίας γενικά. Μη γελιόμαστε, ο τηλεθεατής είναι συνήθως περιστασιακός αναγνώστης: θα πάρει το βιβλίο που του έμαθε η τηλεόραση. Αδυνατώ να φανταστώ συγγραφείς που γράφουν πεζογραφία λοξοκοιτώντας προς την τηλεόραση, αλλά σαφώς και υπάρχουν βιβλία με τηλεοπτικό λόγο. Δεν είναι τάση, αλλά σημείο των καιρών.
σχόλια