Σήμερα ήταν τέλεια μέρα. Ξαναδιαβάζω το Αναμνήσεις από το Σπίτι των Πεθαμένων -αλλά έκανα ένα διάλειμμα και διέτρεξα το Ρέκβιεμ της Αχμάτοβα, στην παθιασμένη μετάφραση του Αλεξάνδρου. Ο ''αχματολόγος'' Κοροπούλης, στο επίμετρο, μου φάνηκε κατώτερος των περιστάσεων, πολύ εγωιστής και κομπιασμένος για να κρίνει ένα τέτοιο έργο, μεγαλειωδώς απλό. Αντίθετα, η εισαγωγική σημείωση του Αλεξάνδρου υπενθυμίζει την ύπαρξη ενός παλιού είδους ανθρώπου -σεμνού, μετρημένου και σοβαρότατου.
Μετά το φαί, πήγα στις παραλίες.
Μόνες, όμορφες, αδιάφορες...
Βάδιζα πάνω κάτω όχι χωρίς να σκέφτομαι τις αλητείες που έχω διαπράξει σ' αυτές τις άμμους -κάμποσα χρονάκια πριν
Το μυαλό μου ησύχασε -κι από σκέψεις κι από στίχους κι απο έγνοιες. Αέρας μόνο, νερό και τα τεκμήρια των θερινών νυχτών
Τί είναι τούτο πάλι;
Ημιτελή ξενοδοχεία.
Πολλά άλλα κλειστά -για πάντα.
Μπίζνες του αέρα
Αλλά, για στάσου, έχουμε μουσαφιραίους...
Ένας φίλος απο το πουθενά.
Τον φώναξα κι έτρεξε κοντά.
Πήρε τα χάδια του, με κατούρησε κι έφυγε (έχουν πολλές δουλειές στην επαρχία τα σκυλιά...)
Γύρισα σπίτι βραδάκι σχεδόν, στην αιώνια γειτονιά μου. Που την αγαπώ και με απωθεί, εξίσου. Κι όπου κι αν πάω ό,τι κι αν κάνω, είναι σα δέρμα πάνω μου -έμπλαστρον λέοντος.
Μικρή, φτωχή, εγκληματική μου γειτονιά!
Εδώ υπάρχουν όλα: καινούρια και παλιά
Κι αυτές οι φωτογραφίες της νόνας μου που βρήκα σήμερα σε ένα συρτάρι. Την αγαπούσα.
Έτσι συναρπαστικά περνά ο καιρός.
Μετόπισθεν.
Αυτό ήθελα.
Κολοκυθάκια με πατάτες το μεσημέρι, κουλούρα του Αγγιού με το καφέ, Ντοστογιέφκι και ίντερνετ.
Τα αγαπημένα έπιπλα που η μάνα μου προσπάθησε να αγοράσει, μια ζωή
'Ενας σταυρός που σχηματίζει πάνω στο φτηνό χαλί ο ήλιος (όπως στο κελί της Ζαν ντ' Αρκ, την ώρα της ανάκρισης)
Και μουσική. Τζαζ, ηλεκτρικές κιθάρες από την Αλβιόνα και γλυκο ραπ που ξέμεινε -Arrested Development και τέτοια!
Κυρίως μια κάποια μανία για τον Szymanowsky, τις συμφωνίες του για βιολί -που ίσως τις έχετε ακούσει στις Δεσποινίδες του Βιλκο, του Βάιντα (μια από τις πιο αγαπημένες μου ταινίες).
Πράγματα που συμβαίνουν σε φίλους μου τον τελευταίο καιρό, με έχουν ρίξει. Λέω, τι νόημα έχει πια και να γράφεις και να δημιουργείς;
Αλλά δεν είναι έτσι. Σε μια κηδεία, την περασμένη εβδομάδα, την ώρα που έριχναν το φέρετρο στη τρύπα, μια γυναίκα που εκτιμώ καθόταν παράμερα, μόνη, σκεπτική.
Όταν την πλησίασα, μου έιπε, σαν σκανδαλισμένη: ''Μα γιατί λένε αυτό το απαράδεκτο Ματαιότης Ματαιοτήτων τα πάντα Ματαιότης; Δηλαδή δεν έχει νόημα τί κάνεις στη ζωή; Τι ίχνος αφήνεις; Θα ζήσουμε έτσι, μοιρολάτρες και άβουλοι στα χέρια της θρησκείας που καιροφυλακτεί να μάς αρπάξει τους νεκρούς μας από τα χέρια μας;''
Έχει δίκιο.
Μέχρι να ΄ρθουν τα κύμματα, ας γράψουμε ό,τι είναι να γραφτεί.
Αριβεντέρτσι.