Δυο κοριτσάκια με πλαστικά στεφάνια στο κεφάλι κάνουν ορθοπεταλιές στον παραλιακό δρόμο της Χάλκης στα Πριγκιποννήσια εκείνο το δειλινό που τα πάντα έμοιαζαν (και ήταν!) seventies. Στις παραλιακές καφετέριες και στα εστιατόρια του νησιού ζευγάρια πίνουν apple tea και μαμάδες αγοράζουν τηγανητές μπανάνες από το κόκκινο τροχήλατο κιόσκι του Mehmet Efendi. Περπατάμε μαζί με τη Νικόλ Αλεξανδροπούλου (η σκηνοθέτις που έχει γυρίσει το ντοκιμαντέρ Once in a lifetime για τον Γιάννη Πετρίδη) και μου λέει με αυτήν τη σέξι προφορά, που της έχει κληροδοτήσει η ιταλο-κεφαλλονίτικη καταγωγή της, ότι το σκηνικό τής «θυμίζει τον Θάνατο στη Βενετία» και ότι «να δεις όπου να 'ναι θα πεταχτεί ο Gustav von Aschenbach μπροστά μας, πάνω σε μια άμαξα». Η αλήθεια είναι ότι το μέρος έχει μια διάχυτη μελαγχολία, ένα ρολόι κολλημένο στο παρελθόν. Στη Χάλκη δεν επιτρέπονται αυτοκίνητα. Τα μοναδικά μηχανοκίνητα του νησιού είναι αυτά που χρησιμοποιούν οι Αρχές Ασφαλείας και 2-3 φορτηγά για τις μεταφορές. Στο πάρκινγκ των αμαξών, δίπλα από ένα γηπεδάκι τένις γεμάτο πιτσιρίκια που παίζουν ποδόσφαιρο(!), μυρίζει ούρα και κόπρανα. Οι αμαξάδες διαπληκτίζονται για το ποιος θα μπει πρώτος στην ουρά να εξυπηρετήσει το πλήθος που έχει συγκεντρωθεί για την αποψινή συναυλία της Ευανθίας Ρεμπούτσικα στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. H σχολή έκλεισε πριν από 39 χρόνια εξαιτίας ενός τουρκικού νόμου που απαγόρευε τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων και έκτοτε η επαναλειτουργία της αποτελεί διαρκές αίτημα του Πατριαρχείου. Στις 29 του περασμένου Αυγούστου άνοιξε για πρώτη φορά για να φιλοξενήσει την έκθεση 101 Ελλήνων εικαστικών με τίτλο «Ιχνηλατώντας την Κωνσταντινούπολη». Το γεγονός ότι φέτος η Κωνσταντινούπολη είναι Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης έδωσε την ιδανική δικαιολογία στην τουρκική κυβέρνηση για να επιτρέψει το άνοιγμά της και μια πρώτης τάξεως επικοινωνιακή νίκη στην προσπάθειά της να αποδείξει ότι έχει όλα τα φόντα να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ανεβαίνουμε τον ανηφορικό δρόμο που οδηγεί στην κορυφή του λόφου όπου βρίσκεται η σχολή. Απέναντι, η ασιατική πλευρά της Κωνσταντινούπολης ξεδιπλώνει την απεραντοσύνη της σε μια ακτογραμμή γεμάτη χιλιάδες κτίρια - όπου και να κοιτάξεις βλέπεις παντού κτίρια. Οι αντικατοπτρισμοί στους ηλιακούς θερμοσίφωνες κάποιων κατοικιών μοιάζουν με μικρές εστίες φωτιάς σε διάφορες περιοχές της πόλης. Η Πόλη on fire.
Η Θεολογική Σχολή, πίσω, είναι κι αυτή σταματημένη στον χρόνο. Σαν κάποιος να έβγαλε την πρίζα τέσσερις δεκαετίες πριν και τώρα περιμένει σκουριασμένη από την αδράνειά να της ξαναδοθεί ρεύμα, για να πάρουν μπρος τα μοτόρια. Τεράστιοι διάδρομοι με εκπληκτικά μωσαϊκά και πλακάκια, κουκέτες με άθικτα κρεβάτια (νομίζεις ότι κάποιο 17χρόνο παιδί θα σκάσει μύτη, αναζητώντας τον χαμένο ιερατικό του χρόνο), συσκευές τηλεφώνου ξεχασμένες πάνω σε ξύλινα σκαμπό, ένα σκηνικό που μου θύμισε την ατάκα του ρομπότ στο I 'm here (την αλληγορική ταινία του Σπαίκ Τζονζι): «Αν δεν μπορείς να ονειρευτείς ,μπορείς να φανταστείς ότι ονειρεύεσαι».
Το stage της συναυλίας έχει στηθεί σε έναν από τους προαύλιους χώρους, σε ένα καταπράσινο γρασίδι, κάτω από μια ελιά, εκεί όπου η Ρεμπούτσικα θα τραγουδήσει τα post-rock μπλουζ του ξεριζωμού. Καρέκλες πλαστικές παντού, μερικές δερμάτινες για τον Πατριάρχη και τους υπόλοιπους αξιωματούχους του Πατριαρχείου που διοργανώνουν τη συναυλία μαζί με την Olympic Air, η οποία φρόντισε τα πάντα για την αποστολή στη Χάλκη. Πίσω μου κάθονται δυο γηραιές κυρίες που έχουν επιφορτιστεί με τον ρόλο των γέρων του Μάπετ Σόου. Ο Πατριάρχης ανεβαίνει στη σκηνή. «Κοντός είναι, ε;» ψιθυρίζουν συνωμοτικά. Η Ευανθία περιμένει υπομονετικά, με ένα κόκκινο βιολί στο χέρι, να τελειώσουν οι μακροσκελείς ευχαριστήριοι λόγοι του ιερατείου, για να παίξει το επόμενο κομμάτι της. Και μετά ξεκινάει με ένα κράμα από λυρικό post-rock και αποσπάσματα από το σάουντρακ της Πολίτικης Κουζίνας, που την έκαναν διάσημη στην Τουρκία.
Μετά το live κατεβαίνουμε πάλι στην παραλιακή για φαγητό, στην ψαροταβέρνα Basak. Τα γκαρσόνια φέρουν σε ρυθμούς ρεκόρ σαρδέλες στα κάρβουνα, γεμιστές πιπεριές και γαρίδες με μαγιονέζα, ενώ η ατμόσφαιρα μυρίζει κολόνια Μυρτώ και τηγανητό καλκάνι. Στο διπλανό τραπέζι μια τροφαντή κυρία με ένα δαντελωτό ροζ φόρεμα χορεύει τσιφτετέλι. Το τελευταίο καράβι για την Πόλη είναι στις 12 τα μεσάνυχτα (αυστηρά) και σε αποβιβάζει στην ασιατική πλευρά, σε ένα λιμανάκι μπροστά από μια σειρά καφετέριες-υπερπαραγωγές που θυμίζουν Γλυφάδα (και λίγο από Λούτσα). Το κομμάτι αυτό της ασιατικής πλευράς είναι μια no man's land για τη συντριπτική πλειοψηφία των τουριστών της Πόλης και ένα αστικό καταφύγιο για τους Κωνσταντινουπολίτες που έχουν απηυδήσει από την εξωφρενική κίνηση στους δρόμους της ευρωπαϊκής πλευράς. Πολλοί, ακόμα και μέλη της αστικής τάξης, έχουν μετακομίσει τα τελευταία χρόνια εδώ. Μπαίνω σ' ένα ταξί με κατεύθυνση ένα μικρό εμπορικό κέντρο («παλιά ξέραμε ότι είχαμε 4-5 εμπορικά κέντρα, τώρα δεν ξέρει κανένας, έχουμε χάσει το μέτρημα», μου λέει ο κύριος Δημήτρης, ένας από τους περίπου 3.000 Έλληνες που έχουν απομείνει στην Πόλη). Στο ισόγειο έχει ένα εστιατόριο, στον πρώτο όροφο ένα μπαρ (τύπου παμπ), όπου μια μπάντα παίζει live διασκευές σε γνωστά ροκ κομμάτια, και στον δεύτερο το κλαμπ Mirror. Ένα μικρό κλαμπ με έναν ανοιχτό χώρο, όπου μπορείς να καπνίσεις βλέποντας τα φώτα από τα Πριγκιποννήσια απέναντι. A propo, η απαγόρευση του καπνίσματος έχει επιβληθεί εδώ εντυπωσιακά αποτελεσματικά παντού και μάλιστα σε υπερβολικό βαθμό (ακόμα και στους εξωτερικούς μεν, σκεπαστούς δε χώρους του καραβιού απαγορευόταν). Από τα ηχεία του Mirror παρέλασαν όλοι οι σταρ της λαϊκοπόπ σκηνής της Τουρκίας, μερικοί εκ των οποίων είναι γνωστοί και στην Ελλάδα, όπως ο Tarkan, η Sertab Erener και η Hadise. Παρέες Τούρκων (κυρίως άντρες) πίνουν κοκτέιλ και κάνουν χαβαλέ. Όλα μοιάζουν σαν να είσαι κάπου στην Ελλάδα, νομίζω στο Γαλάτσι. Τα ποτά είναι εξωφρενικά ακριβά στην Κωνσταντινούπολη. Ακόμα και στο πιο μποέμικο και χίπικο Cihangir (την περιοχή κάτω από το Beyoglu) ένα απλό πότο κοστίζει 12-13 ευρώ, την ίδια στιγμή που ένα μοσχαρίσιο φιλέτο κοστίζει 10! Το Mirror κλείνει νωρίς, γύρω στις δύο (αν και Σάββατο βράδυ) τα έχουν μαζέψει. Έξω από το μπαρ του πρώτου ορόφου είναι πεταμένα δεκάδες κουτάκια μπίρας, ενώ στο ισόγειο έχουν μαζευτεί όσοι ξέμειναν από τα μπαρ και έχουν στήσει ένα αυτοσχέδιο street party. Μπαίνω σε ταξί για την πλατεία Taksim. H απόσταση είναι τεράστια. Πληρώνω 20 ευρώ και κατεβαίνω λίγο πριν από το ξενοδοχείο Point, εκεί που κάνουν πιάτσα οι τραβεστί. Μπαράκια της συμφοράς με βρόμικες προσόψεις, ένα άρωμα από πατσουλί και σπέρμα στον αέρα και δεκάδες τραβεστί έτοιμες να σε τραβήξουν στα διασκορπισμένα στην περιοχή δωμάτιά τους για kinky νύχτες. Περπατάω μέχρι την Istiklal. Στις «άπειρες» δαιδαλώδεις στοές της (μια τεράστια Αβραμιώτου), η αλτερνατίβα της Πόλης πίνει μπίρες και ακούει ελεκτρόνικα. Στο Dogztar έχει ροκαμπίλι και σερφ ροκ πάρτι. Μια εκπληκτική τοπική μπάντα παίζει μανιασμένα διασκευές από «ψαγμένα» κομμάτια '50s και '60s, ενώ σε ένα διπλανό μαγαζί κάνουν πάρτι τα κορίτσια που έχουν φτιάξει το αβανγκάρντ περιοδικό «Banane». Καλλιτέχνες και πολλοί πολλοί χίπστερ είναι στο κοινό (είναι απορίας άξιο πώς, ακόμα και σε μια χώρα όπου το μουστάκι είναι παραδοσιακό «αξεσουάρ», τα χίπστερ μουστάκια καταφέρνουν πάλι να ξεχωρίζουν), ενώ ακούγονται όλα τα τελευταία remixes στους Hot Chip με εμβόλιμα κομμάτια από Peaches και Phoenix. Κάνω μια στάση για σάντουιτς με κοκορέτσι στο Sampiyon Kokorec απέναντι από το Galatasaray Highschool στο Beyoglu και επιστρέφω στο ξενοδοχείο. Ακολουθεί η πιο ιδανική Κυριακή των τελευταίων μηνών. Το πρωί στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (Istanbul Modern), ένα industrial κτίριο πάνω στη θάλασσα, το οποίο διαθέτει μια αρκετά σπουδαία μόνιμη έκθεση σύγχρονων Τούρκων (καταπληκτικό το installation του Serkan Ozkaya), αλλά με απόλυτο highlight την έκθεση του Hussein Chalayan, που απέδειξε ότι, πέρα από εξαιρετικός σχεδιαστής μόδας, είναι ένας μεγάλος καλλιτέχνης (πολλά από τα «έργα» του στέκονταν πολύ καλύτερα από άλλα εκθέματα του μουσείου). Το δε στήσιμο της έκθεσης ήταν από μόνο του state of the art. Λίγο αργότερα, στο Pera Museum ανεβαίνω στους δυο τελευταίους ορόφους για το Japan Video Arts Festival. Πρωτότυπα σκίτσα manga από τα '70s μέχρι τώρα, οθόνες που έπαιζαν ταινίες του Hayao Miyazaki, κάτι περίεργες κατασκευές που έφτιαχναν μουσική από τον χτύπο μιας μπίλιας σε κύμβαλα και μερικά μουσικά όργανα Tenori-on (και εκεί καταλαβαίνεις πόσο εύκολο είναι να κάνεις μέσα σε πέντε λεπτά ένα κομμάτι minimal techno με αυτό το μηχάνημα). Όμως, στον τρίτο όροφο του μουσείου ήταν η μεγάλη αποκάλυψη. Μια εκπληκτική έκθεση του Γιαπωνέζου Ikuo Hirayama, που είναι ο πιο γνωστός εκπρόσωπος της τεχνικής ζωγραφικής Nihonga (με φυσικές μπογιές από φυτά, τομάρια ζώων κ.λπ.). Ο Hirayama, που πέθανε το 2009, έχει καταγράψει σκηνές από 100 ταξίδια του στον δρόμο του μεταξιού και έχει επισκεφτεί πολλές φορές την Τουρκία (αλλά και την Ελλάδα). Πίνακες απίστευτης απλότητας και κομψότητας, κάπως σαν τα manga να συναντούν τις γαλλικές γκραβούρες.
Το Canim Cigerim (Minaret Sok. 1) απέχει μόλις πέντε λεπτά από το Pera Museum και είναι ίσως το πιο συγκλονιστικό street food που μπορείς να πετύχεις στην πόλη. Δεν έχει ούτε ντονέρ, ούτε Άδανα κεμπάπ, αλλά ένα μικρό μενού που περιλαμβάνει είτε συκωτάκια αρνιού, είτε μοσχάρι, είτε κοτόπουλο. Αν πάρεις το full menu (9 ευρώ), θα προσγειωθούν στο τραπέζι σου δέκα σούβλες με το κρέας, ένα πιάτο με ρόκα, ένα με μέντα, ένα με μαϊντανό, ένα με ψητά κρεμμύδια και ντομάτες, ένα με μια σάλτσα ντομάτας και ένα με λεπτές, σχεδόν διάφανες, πίτες. Δεν είναι μόνο το φαγητό, οι γεύσεις και το κάψιμο στον ουρανίσκο που είναι απογειωτικά, αλλά η όλη διαδικασία του να φτιάχνεις μόνος σου κάθε φορά τον συνδυασμό που θέλεις κάνει την εμπειρία μοναδική. Ένα αριάνι στο τέλος για να στρώσει το στομάχι και ένα χωνάκι ντοντουρμά (παγωτό με μαστίχα και σαλέπι) από την Istiklal την ώρα που οι οπαδοί της Μπεσίκτας ετοιμάζονται για το μεγάλο ντέρμπι με τη Φενέρ. Στην πλατεία Taksim με πλησιάζει ένα παιδάκι για να μου πουλήσει σπόρους για να ταΐσω τα περιστέρια, ενώ παντού γύρω μου Τούρκοι φωτογραφίζουν με τα κινητά τους την οικογένειά τους ή την κοπέλα τους. Από ό,τι κατάλαβα, πρέπει να έχουν μεγαλύτερο κόλλημα με τα κινητά ακόμα και από μας. Μάλιστα, οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας έχουν εγκαταστήσει σε διάφορα σημεία του κέντρου κάτι τεράστιες ρεπλίκες κινητών τηλεφώνων που διαθέτουν κάμερα. Στήνεσαι μπροστά, πατάς την touch screen, βγάζεις τη φωτογραφία και μετά πληκτρολογείς το κινητό ή το email σου και γίνεσαι κάτοχός της. Strike a pose!
σχόλια