Γεννήθηκα στην πλατεία Δεξαμενής, στην περίφημη πολυκατοικία του Δοξιάδη. Γνωστό κτίριο της εποχής, μέναμε όλοι οι τρελοί εκεί πέρα, ο Χειμωνάς, η Καραπάνου, η Λυμπεράκη, η Φιόνα φον Τίσεν, ο ίδιος ο Δοξιάδης… Ένα άτυπο άντρο. Ήμουν πολύ μικρή για να καταλαβαίνω, αλλά άκουγα τις φωνές από το ένα διαμέρισμα στο άλλο, τους τσακωμούς, και νόμιζα ότι έτσι γίνεται παντού, ότι έτσι επικοινωνούν οι ένοικοι σε όλα τα σπίτια. Επιστολές έδιναν κι έπαιρναν κάτω από τις πόρτες, εμένα πάντα με έκραζαν για τους σκύλους μου που ενοχλούσαν. Ο «Μεγάλος Ερωτικός» του Χατζιδάκι έπαιζε τότε στο σπίτι μας συνέχεια αλλά και στους από πάνω, τον ακούγαμε τριαξονικά και τον έχω συνδέσει με εκείνη την εποχή.
Η μάνα μου είχε ήσυχο το κεφάλι της όταν κατέβαινα στην πλατεία, ότι βρίσκομαι στο πάρκο ασφαλής. Έχω μεγαλώσει στο ομώνυμο καφενείο της Δεξαμενής, είναι πολύ έντονη η εικόνα της μαμάς να πίνει τον καφέ της και να διαβάζει –Γιουρσενάρ συνήθως– κι εγώ να τρέχω τριγύρω, να κάνω σκέιτ. Προσπαθώ να περάσω αυτό το βίωμα και στον γιο μου, που επίσης έχει μεγαλώσει εδώ. Νιώθω πολύ όμορφα που παίζει στα ίδια σημεία, παρά το ότι έχουν αλλάξει όλα, οι χώροι, ο κόσμος, οι συνθήκες…
Πηγαίναμε τότε στους τσολιάδες της Βουλής με τις φίλες μου και κάναμε απίστευτες ανοησίες προκειμένου να κουνηθούν – και ως παιδιά, αλλά και αργότερα, ως έφηβες, που κάναμε τις ωραίες. Οι καημένοι προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να μας κάνουν νόημα κι εμείς χαιρόμασταν σαδιστικά. Έχουν δεινοπαθήσει από τα κοριτσόπουλα του Κολωνακίου.
Αξίζει να αναφέρω εδώ ότι ο Χρήστος Ζαμπούνης ήταν από τους πρώτους γκραφιτάδες στο Κολωνάκι. Μου είχε ζωγραφίσει έξω από το σπίτι μου με κόκκινο σπρέι ένα μεγάλο λουλούδι, πολύ πριν γίνει ο Ζαμπούνης με το lifestyle και όλα τα σχετικά. Υπήρχε μέχρι πρόσφατα αυτό το γκράφιτι.
Μετακόμισα στην Ξενοκράτους όταν παντρεύτηκα κι έφτιαξα το δικό μου σπίτι. Δεν έφυγα ποτέ από την περιοχή. Όσο χάλια κι αν το βρίσκουν όλοι, ιδίως στις μέρες μας που τα μαγαζιά κλείνουν το ένα μετά το άλλο, για μένα το Κολωνάκι είναι συνδετικός κρίκος με το παρελθόν μου. Ξέρω όλα τα στενά, ο γιος μου ξέρει τους δρόμους, έτσι δεν εννοώ να πάω αλλού. Εδώ είναι το σπίτι μου, δεν το εγκαταλείπω. Μου δίνει συναισθηματική ασφάλεια η διαμονή μου εδώ, που την έχω μεγάλη ανάγκη. Άσε που η βόλτα με τον σκύλο στο Λυκαβηττό δεν έχει όμοιά της. Ο Λυκαβηττός είναι το μέρος των πρώτων φιλιών, των πρώτων ηλιοβασιλεμάτων. Παλιά ήταν γεμάτος επιδειξίες, οι οποίοι εξαφανίστηκαν σταδιακά, μάλλον λόγω του Διαδικτύου. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος μας τότε.
Χαρακτηριστικές παλιές φιγούρες του Κολωνακίου ήταν η Λυμπεράκη με την Καραπάνου, που κυκλοφορούσαν πάντα σφιχτοδεμένες αγκαζέ. Και φυσικά ο Κωνσταντίνος Τζούμας, που ακόμα και σήμερα δεν το εγκαταλείπει με τίποτα. Εξακολουθεί να είναι πάντα καλοντυμένος, με το καπελάκι και το σακάκι του, σαν να έχει διακτινιστεί από το Saint-Germain-des-Prés. Ο Τζούμας αντιπροσωπεύει εκείνο το είδος του τζέντλεμαν που όταν έβλεπε στο πεζοδρόμιο μια κυρία οποιασδήποτε ηλικίας, σταματούσε για να περάσει. Δεν ζούμε πια σε εποχή ευγενών, αλλά, από την άλλη, ποια είμαι εγώ για να σταματήσουν να περάσω;
Θρυλικό παλιό μαγαζί ήταν ο Μπόκολας με τους λουκουμάδες, εκεί που τώρα βρίσκεται το DaCapo. Ήταν η πιο συνήθης δωροδοκία από τη μαμά: «για να φας λουκουμάδες, τέλειωσε το φαΐ σου». Αξέχαστο νυχτερινό μαγαζί της εποχής ήταν η ντισκοτέκ Paramount στην Αλεξάνδρου Σούτσου που μετά έγινε BoraBora. Για φαγητό πηγαίναμε στον Γεροφοίνικα που έχει κλείσει πια και στο Abreuvoir, όπου ακόμα τρώω πολύ καλά. Ψώνιζα στο τετραώροφο Market, πίσω από τον Άγιο Διονύσιο, όπου ένιωθες σαν να μπαίνεις στο Portobello και όλοι ήταν φίλοι εκεί. Αυτά ήταν τα πιο ωραία παλιά μαγαζιά. Σήμερα θα πάω στο SalondeBricolage, στη Ράτκα ή θα κάτσω σπίτι μου. Η Ράτκα ήταν το πρώτο μαγαζί στο οποίο, έφηβη, μπορούσα να πάω με τον σκύλο μου. Πουθενά δεν επιτρέπονταν τα σκυλιά τότε. Εκεί, όχι μόνο ήταν καλοδεχούμενος, αλλά η Ράτκα ή η Μαρία, η βοηθός της, τους πρόσφεραν και λιχουδιές. Έβλεπα όλους τους διάσημους ηθοποιούς που μου σύστηνε τότε η αδερφή μου και θυμάμαι χαρακτηριστικά τον Νίκο Κούρκουλο να μου κάνει χειροφίλημα. Αξέχαστη ανάμνηση.
Έχει αλλάξει πολύ το Κολωνάκι μέσα στις δεκαετίες. Από τα ’80s είχαμε εκείνο το αποκρουστικό θέαμα με τις Πόρσε και τις Μαζεράτι να ανεβοκατεβαίνουν την Πατριάρχου Ιωακείμ, τις σακούλες με τα πανάκριβα ψώνια να πηγαινοέρχονται – 900 ευρώ η τσάντα ή το παπούτσι. Αυτό το χάρτινο οικοδόμημα της ψεύτικης ευμάρειας καλώς έκανε και γκρεμίστηκε και είναι πολύ σημαντικό που σήμερα το νέο trend είναι να μην υπάρχει trend. Πλέον περπατώ στον δρόμο και υπάρχουν άνθρωποι κάτω από το σπίτι μου που με το καμηλό παλτό τους ψάχνουν τα σκουπίδια, άνθρωποι που δεν φανταζόσουν ότι θα μπορούσαν να κάνουν κάτι τέτοιο. Πετυχαίνω ένα ζευγάρι στην Ξενοκράτους κάθε απόγευμα με ένα καρότσι λαϊκής. Αν τους δεις, νομίζεις ότι πρόκειται για μια γιατρό κι έναν καθηγητή πανεπιστημίου – μπορεί και να είναι! Συζητούν, κάνουν τη βόλτα τους και παράλληλα ψάχνουν στα απορρίμματα. Αν γινόταν αυτό στα ’90s, θα τους περνούσαν για τρελούς. Σήμερα, αυτές οι σκηνές είναι η καθημερινότητα και το αποτέλεσμα είναι η περιοχή να έχει έναν χαρακτήρα πιο ανθρώπινο και πιο διεθνή. Παλιά το Κολωνάκι επέβαλλε μια άτυπη δικτατορία στους κατοίκους της: αν δεν είχες λεφτά να ψωνίσεις, δεν το έλεγες. Τώρα, δεν θα έρθεις εδώ για να σε δουν. Στην πλατεία πίνουν καφέ κυρίως οι ντόπιοι πλέον, και μάλιστα οι άνεργοι ντόπιοι.
Δυστυχώς, το Κολωνάκι στερείται αθλοπαιδιών. Θα ήθελα περισσότερες ευκαιρίες για τον γιο μου να κάνει ποδήλατο και άλλα σπορ. Θα ήθελα επίσης να ήταν πιο καθαρά. Με ενοχλεί πολύ που το πάρκο της Δεξαμενής, που εξακολουθεί να είναι meetingplace για να αράξεις, να πας σινεμά, να πιεις τσίπουρα, το έχουν φτιάξει 15 φορές και τα βράδια έρχονται και το σπάνε. Με ενοχλεί που το πρωί όλοι μαζεύουν τις ακαθαρσίες των κατοικιδίων τους, ενώ το βράδυ, όταν δεν βλέπει κανείς, οι περισσότεροι δεν ασχολούνται. Οι Atenistas και οι δράσεις τους έχουν την υποστήριξη όλου του Κολωνακίου, εκτός από τον Βέλτσο που εκνευρίστηκε τότε που έβαψαν τα σκαλιά. Εγώ το βρήκα καταπληκτικό, κάτι διαφορετικό έγινε, κάποιοι ασχολήθηκαν.
Στο Κολωνάκι, και να μη σε ξέρω θα σε χαιρετήσω, γιατί καταλαβαίνω ότι μένεις πολλά χρόνια εδώ, άρα είσαι γείτονας. Ακούγεται σνομπ, αλλά είναι μάλλον κατάλοιπο αυτής της παλιάς ευγένειας που σου έλεγα. Το Κολωνάκι μέχρι και πριν από λίγα χρόνια ήταν γεμάτο γέρους. Τώρα, στη φάση της ντέκας του, έχει έρθει και πολύς νέος κόσμος. Φρέσκος αέρας, ωραία τυπάκια, τίποτα κραυγαλέο. Είμαστε πιο ζορισμένοι, αλλά και πιο ελεύθεροι να εκφράσουμε το ζόρι μας και να είμαστε και χάλια, άμα γουστάρουμε.
Η Αριάν Λαζαρίδη μόλις εξέδωσε το πρώτο της διήγημα, Μπομπ, από τις εκδόσεις Φερενίκη.
Δεξαμενή (Πλατεία Δεξαμενής)
Salon de Bricolage (Αλωπεκής 9, 210 7296500)
Ράτκα (Χάρητος 30, 210 7290746)
Abreuvoir (Ξενοκράτους 51, 210 7229106, 210 7229061)
Da Capo (Τσακάλωφ 1, 210 3602497)
σχόλια