Αν έγραφα έναν ταξιδιωτικό οδηγό για τη Λήμνο, νομίζω πως θα ξεκινούσα κάπως έτσι: στη Λήμνο, στο νησί του αναπάντεχου, η Χώρα της, η Μύρινα, έχει δυο ακτές-στόματα, που τις χωρίζει μια κυκλώπεια μύτη όλη από πέτρα, η οποία μοιάζει να χώνεται στη θάλασσα και να τη βατεύει. Πάνω της είναι χτισμένο το κάστρο. Η μια της ακτή είναι το λιμάνι, ο Τούρκικος Γιαλός, όπως τον λένε. Η άλλη είναι ο Ρωμαίικος Γιαλός, ευρύχωρος, που τον διατρέχουν μνήμες αστικού μεγαλείου. Και τις δυο ακτές τις ατενίζει η κορυφή του Άθω, που είναι πολλούς μήνες τον χρόνο χιονισμένη κι επάνω της κάθε σούρουπο δύει ο ήλιος.
Δεν γράφω, όμως, οδηγό, σκαλίζω μόνο τα πρόχειρα της μνήμης. Έζησα στη Μύρινα πριν από χρόνια ένα φθινόπωρο, έναν χειμώνα και μια άνοιξη, όταν άνθιζαν οι τζιτζιφιές στο Ανδρώνι, το αρχαίο Ανδροφόνιον, στη μασχάλη της χώρας. Εκεί κάποτε, στην αρχή του χρόνου, μια μυθική πριγκίπισσα, η Υψιπύλη, έστεκε αμήχανη ανάμεσα σε ανδρών δολοφονίες.
Στην άκρη του, στο ακρωτήριο Πέτασος, οι Λημνιάδες, οι γυναίκες του νησιού, πέταξαν όλους τους άνδρες στη θάλασσα, γιατί εκείνοι δεν τις πλησίαζαν, αλλά πλάγιαζαν με παλλακί- δες απ’ τη Θράκη. Ψιθυριζόταν πως τα κορμιά τους μύριζαν από μια κατάρα της Αφροδίτης και γι’ αυτό τις απέφευγαν. Τα αντρικά κουφάρια τάισαν τελικά τα ψάρια της θάλασσας.
Έκτοτε επιστρέφω άνοιξη και καλοκαίρια και μένω εκεί, στο Ανδρώνι, στον τόπο δολοφονίας των αρχαίων αντρών, τότε που η κοινωνία της μητριαρχίας εκδικήθηκε, πριν γλιστρήσει και χαθεί στο πηγάδι της ιστορίας, πριν γίνει στο συλλογικό υποσυνείδητο σύμβολο απολεσθέντος παραδείσου.
Αν πήγαινες στο νησί πριν από δυο δεκαετίες, ο τόπος συχνά ήταν βαμμένος στο χακί: χοντρές λαμαρίνες, αρβύλες, εξατμίσεις που έβγαζαν μαύρο καπνό, πρόσωπα που μετρούσαν τον χρόνο με το υποδεκάμετρο. Δίπλα σε αποχρώσεις του κυανού των νερών έστεκαν φαιοπράσινες στέγες, δίπλα στη γαλήνη των αμπελιών και στα κίτρινα σταροχώραφα περνούσαν ερπυστριοφόρα. Το μετέωρο των συνόρων απανταχού της Γης. Η γη της Λήμνου, καθώς είναι ηφαιστειογενής και καρπερή, θηλυκή κι ανθεκτική, έμαθε να σηκώνει στη ράχη της τα αντρικά όνειρα και τους ένστολους εφιάλτες τους, που τάραζαν τις νύχτες τον ύπνο της ανεμόεσσας γης του Ομήρου. Χαλκός τότε, σίδερα και λάστιχα τώρα. Ανδροφόνιον τότε, ύστερα πια ονειροφόνιον για αιώνες.
Θυμάμαι ένα απόγευμα Κυριακής εκείνου του παλιού χειμώνα, τότε που έμενα στο νησί, έναν άγριο νοτιά να χιμάει στο λιμάνι και να σηκώνει το κύμα ως μέσα στα καφενεία. Η θάλασσα απ’ τη συννεφιά ήταν σκούρα τέφρα κι άφριζε. Κοντά στην προκυμαία καμιά εικοσαριά φαντάροι με το χαρτί της άδειας στο χέρι και στον ώμο τον ταξιδιωτικό σάκο γεμάτο άπλυτα κοίταζαν με αγωνία πέρα στο πέλαγος το πλοίο της γραμμής, που μέσα στα κύματα προσπαθούσε να πιάσει στο λιμάνι. Πέρασε μισή ώρα αγωνίας, το πλοίο ξεμάκρυνε, έφυγε, αδύνατο να το πιάσεις… Τα πρόσωπα των ανδρών τσακίζονται, δυο τρεις κλαίνε πάνω στον βρεγμένο μόλο, ένας μουντζώνει το πλοίο που χάνεται στο βάθος, στην τρικυμισμένη θάλασσα, αφήνοντας ύστατο χαίρε τον καπνό του. Ανδροφόνιον.
Είναι αλήθεια πως από τότε άλλαξαν πολλά. Η ένταση στα σύνορα υποχώρησε, ο στρατός μειώθηκε. Η Λήμνος κουράστηκε, αλλά κατάφερε ν’ απομακρύνει μια άδικη υποψία σκιάς που πλανιόταν στη φήμη της για χρόνια. Έπεισε τους Έλληνες επισκέπτες -στους αλλοδαπούς δεν είχε δυσκολία γιατί αυτοί έρχονταν από χρόνια- πως είναι ένας φωτερός τόπος με δικό της εδώδιμο φως απ’ τον ήλιο του Αιγαίου κι απ’ τη φωτιά στο εργαστήρι του Ηφαίστου, που στέκει εκεί από την εποχή των θεών.
Η γραφή είναι πάντα υποχείριο της μνήμης, αδυνατώ να ξεφύγω. Είναι, θυμάμαι, Μεγάλη Εβδομάδα. Αφήνω τους φίλους μου στο παλιό καφενείο στον Κάσπακα, κατηφορίζω για να βαδίσω δίπλα στις περισπωμένες της ακτής, στα γυάλινα νερά του Αϊ- Γιάννη. Σκέφτομαι πως οι μόνοι τόποι που μας αφορούν είναι εκείνοι που ξύνουν από πάνω μας τη φλούδα του τουρίστα και μας εξευγενίζουν ως επισκέπτες. Είναι τα μέρη εκείνα που αφήνουν χώρο στα σώματά μας να υπάρχουν με τον τρόπο του τοπίου που τα περιέχουν. Δικοί μας τόποι είναι αυτοί που μας χαρίζουν ευρυγώνιο φακό για τη θέαση του κόσμου, που κάνουν το δέρμα μας να ριγεί και να σκέφτεται.
Το ίδιο βράδυ παίρνω σβάρνα τις εκκλησίες στα χωριά. Είναι Μεγάλη Πέμπτη και θα στολίσουν τον Επιτάφιο. Μάνες με παιδιά και γριές ορφανές απ’ τον χρόνο στρώνουν για να κοιμηθούν το βράδυ μέσα στην εκκλησία. Στο χωριό Θάνος μια αποκάλυψη: γυναίκες που δρασκέλισαν τους αιώνες με μαντίλες και χαρακωμένα πρόσωπα, με σκούρα φρύδια χτενισμένα απ’ τους αέρηδες, βάζουν τα στρωσίδια στο μαρμάρινο δάπεδο για να περάσουν τη νύχτα. Κουβέρτες και παπλώματα με κλάρες και λουλούδια. Γι’ αυτές τις γυναίκες, τα υποστυλώματα της Ιστορίας, σκέφτομαι πως θέλω κάποτε να γράψω. Τα παιδιά χασμουριούνται ημερωμένα από την παρουσία του εικονικού σκηνώματος, που το σκεπάζουν λουλούδια κομμένα απ’ τις αυλές τους. Εγκάρσια θλίψη για τον νεκρό Υιό του Ανθρώπου. Ένα άλλο ανδροφόνιον.
Πώς να μιλήσεις, τελικά, για τους τόπους που αγαπάς; Τι να πεις για τα καλοκαίρια τους, για τη μυρωδιά του αχινού και τον μηρυκασμό των προβάτων, την ώρα που ο αέρας κατεβαίνει απ’ τα Δαρδανέλια κι ανασκαλεύει το μαλλί τους. Το κρασί, η μυρωδιά του αλεσμένου καφέ στα στενά της αγοράς στη Μύρινα, τα ελάφια στο κάστρο, το ζεστό μέλι και η κανέλα στους λουκουμάδες στο λιμάνι κάτω από το μεγάλο ρολόι. Τι να πεις για τους φίλους σου, τους γέρους, που σου λένε ιστορίες εκεί στα μπακάλικα στα χωριά, για τα λόγια τους τα αφημένα δίπλα σε δυο κομμάτια κασέρι στη λαδόκολλα και στο ποτήρι με το ρακί που χιονοστρώθηκε από λίγες σταγόνες νερό. Απ’ αυτούς άκουσα κι εκείνη την παλιά ιστορία του Τούρκου - κανείς νομίζω δεν θυμάται τ’ όνομά του, γιατί πάνε χρόνια πολλά. Ήταν τότε, στην ανταλλαγή των πληθυσμών, όταν αυτός αρνήθηκε να φύγει, αποσύρθηκε μόνος στη χώρα, στα ερείπια του κάστρου, κι έζησε εκεί για χρόνια σαν ερημίτης. Οι γείτονες, λένε, στα τελευταία του του κουβαλούσαν ψωμοτύρι και νερό. Έσβησε ύστερα από καιρό. Ανδροφόνιον. Όλα αυτά μαζί, ιστορία και μύθος, αναπάντεχο και φως, τα σιαμαία δίδυμα του ανθρώπου.
σχόλια