Σε μια πρόσφατη ραδιοφωνική συνέντευξη, ο συνομιλητής μου έκανε την παρατήρηση ότι «εσείς, βέβαια, υπερασπίζεστε τη λογική». Του απάντησα, ανατρέχοντας σε μια έκφραση που μου είχε φανεί κατάλληλη πριν από δεκαπέντε χρόνια, όταν έγραφα το δοκίμιο Αλχημεία της Ευτυχίας: προτιμούσα, λοιπόν, να αναφέρομαι σ' έναν εγκάρδιο ορθολογισμό παρά να διεκδικώ τη συμμετοχή μου στην οικογένεια των «λογικών ανθρώπων», λες και δεν υπάρχουν κάμποσα απολύτως λογικά καθάρματα γύρω μας.
Αν είχα, βέβαια, περισσότερο χρόνο να εξηγήσω τη συγκεκριμένη σκέψη, θα έλεγα ότι εκφράζει ένα ενδιαφέρον για τη σχέση μεταξύ δύο διαστάσεων, όχι για τη στατική αντίθεση μεταξύ τους. Με ποιον τρόπο, για παράδειγμα, περνάμε από συναισθήματα και αμορφοποίητες αγωνίες σε μια ψύχραιμη ανάλυση της πραγματικότητας.
Κάτι με τρόμαξε όλα αυτά τα χρόνια: η ασυγχώρητη ευκολία με την οποία προχωράμε στο μίσος, η εντυπωσιακή άνεση με την οποία χτίζουμε καθημερινά νόημα πάνω στην απέχθεια για τον άλλον.
Κάτι με τρόμαξε όλα αυτά τα χρόνια: η ασυγχώρητη ευκολία με την οποία προχωράμε στο μίσος, η εντυπωσιακή άνεση με την οποία χτίζουμε καθημερινά νόημα πάνω στην απέχθεια για τον άλλον. Κακά τα ψέματα, ένα προ-πολιτικό λυκόφως ξαναέγινε το πολιτικό περιβάλλον. Η μια ή άλλη αυθαίρετη δήλωση υπέρ και κατά, με αυτούς εδώ ή με τους άλλους, μεταμφιέστηκε πρόχειρα σε επιχείρημα και ανάλυση. Η αναίδεια έγινε το κυρίαρχο στυλ μιας, ανομολόγητης συχνά, κατάθλιψης που μας αφαίρεσε δυνάμεις κι έσκαψε βαθύτερα τη στασιμότητα.
Και η λογική; Η πολυσυζητημένη κοινή λογική, που πολλοί την επικαλούνται ως ένα άλλο κόμμα, μια παράταξη της πρακτικής αλήθειας; Μήπως να τα δούμε επιτέλους όλα στεγνά και δίχως περιττές συναισθηματικές εμπλοκές;
Αλλά τα συναισθήματα των ανθρώπων δεν είναι εξ ορισμού παράλογο ψυχόδραμα και χάος, ούτε η όποια λογική κάτι εξ ορισμού διαυγές και πολιτικά φρόνιμο. Η οικονομική ορθοδοξία πολιτεύεται καταφανώς αδιαφορώντας για πολιτικές ή άλλες συνέπειες των απαιτήσεών της. Και η αριστερή ιδεοκρατία μοιάζει να περιφρονεί αμέριμνα τους λογαριασμούς και τα χρήματα.
Ο σιδερένιος ρεαλισμός κοστολογεί τα πάντα με τα ίδια μέτρα και σταθμά∙ η ριζοσπαστική ηθικολογία δείχνει να βαριέται το μέτρημα, πιστεύοντας ότι η πολιτική είναι η μαγεία των αποφάσεων και οι μεγάλες συγκινησιακές χειρονομίες, όπως με τις καθαρίστριες.
Από αυτόν όμως τον παράλληλο μονόλογο, όπου ο ένας λειτουργεί σε όλα ως ταμίας και ο άλλος απλώς προσποιείται πως δεν αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα του «ταμείου», προκύπτει ο ενοχλητικός βόμβος αυτών των ημερών.
Ένας ορθολογισμός απλουστευτικός, μονοκόμματος και φτωχός σε κοινωνικές αποκρίσεις. Και απέναντί του να ορθώνεται μια μεταφυσική του καλού σκοπού, που συγκαλύπτει όμως πολλές πονηριές, ιδεολογικές αλχημείες και δημαγωγικά τεχνάσματα.
Πάνω απ' αυτό το βάραθρο κρεμόμαστε ακόμα, παρά τη μασημένη διαπίστωση της «προόδου» μετά το Eurogroup.
σχόλια