Αν και συναντώ καθημερινά το Le Greche στον δρόμο μου, η αλήθεια είναι ότι δεν είχα περάσει μέχρι τώρα την πόρτα του. Λίγο ο κόσμος που παρατηρώ να μπαινοβγαίνει αδιάκοπα, λίγο οι ενθουσιώδεις προτροπές των συναδέλφων που μιλούσαν για το το «καλύτερο παγωτό που έχεις φάει», πείστηκα να το επισκεφθώ, να μιλήσω με την ιδιοκτήτριά του Εύη Παπαδοπούλου και, φυσικά, να το δοκιμάσω.
Καθώς την περιμένω να έρθει από το εργαστήριό της στην Αγία Παρασκευή, κάθομαι για λίγο στον μικρό, ξύλινο πάγκο που υπάρχει απέναντι από το μαγαζί, επάνω στο πεζοδρόμιο της Μητροπόλεως. Το βλέμμα μου πέφτει πρώτα σ' ένα μεγάλο, ψεύτικο παγώνι που ανήκει στο διπλανό ανθοπωλείο και δεν έχω ιδέα τι ακριβώς κάνει εκεί κι έπειτα στην πρόσοψη του Le Greche. Είναι ένα προσεγμένο, μακρόστενο μαγαζάκι όπου κυριαρχούν τα γήινα χρώματα (σάπιο μήλο, ανοιχτό πράσινο). Η μικρή, ξύλινη βιτρίνα του είναι γεμάτη ολόφρεσκα γλυκά. Σεμιφρέντο, τούρτες, «πειραγμένα μηλοπιτάκια», σάντουιτς με παγωτό που έρχονται κατευθείαν από κάποιες παιδικές αναμνήσεις, όλα φτιαγμένα στο εργαστήριο του Le Greche, ανάλογα με την έμπνευση και την εποχή.
Λίγα λεπτά μετά φτάνει και η Εύη μαζί με τη βοηθό της, τη Μαριλού. «Έχεις δοκιμάσει το παγωτό μας;» με ρωτάει, αφού γίνονται οι απαραίτητες πρώτες συστάσεις. «Τιραμισού να πάρεις» προτείνει ο Πάρις, ο φωτογράφος, και αφού δεν έχω ιδέα, τους αφήνω να διαλέξουν για μένα – κι έχουν δίκιο. Το τιραμισού είναι μαγικό. « Είναι φτιαγμένο από 100% αυθεντικές πρώτες ύλες. Το μασκαρπόνε, ο κρόκος αυγού, η κρέμα γάλακτος, το Κahlua, ο καφές. Ακόμη και το παντεσπάνι το έχω φτιάξει εγώ στο εργαστήριο» λέει η Εύη, καθώς σκαλίζω με το κουταλάκι τον πάτο στο κυπελλάκι με το παγωτό που έχει τελειώσει εδώ και ώρα.
H Eύη Παπαδοπούλου δεν είναι άσχετη με τον χώρο της γαστρονομίας και του παγωτού, αφού έχει περάσει από μερικά από τα σημαντικότερα περιοδικά γαστρονομίας της χώρας. Από το «Gourmet» της «Ελευθεροτυπίας» στις «Γλυκές Ιστορίες» του Στέλιου Παρλιάρου και από εκεί στο «Cook Book» του «Έθνους», όπου διατηρεί μέχρι σήμερα τη στήλη των γλυκών. Από τις πρώτες κουβέντες μαζί της και τις εκφράσεις που παίρνει όταν μιλάει γι' αυτό, καταλαβαίνεις ότι είναι κάτι που κάνει με αγάπη. Διακρίνεις αληθινό ενθουσιασμό και πραγματική έγνοια για τη ζαχαροπλαστική. Πώς, όμως, αποφάσισε να κάνει το βήμα και να περάσει από την άλλη πλευρά; Από τη θέση του κριτή σε αυτήν του κρινόμενου;
«Η ζαχαροπλαστική είναι για μένα μεγάλη αγάπη. Στην αρχή ήταν χόμπι, κάτι που κάνεις με ευχαρίστηση. Μετά ανακάλυψα ότι μπορούσα να το πάω πολύ παραπέρα, να το εξελίξω. Η Ιταλία ήταν η έμπνευσή μου. Πήγαινα συχνά εκεί επειδή την αγαπούσα πολύ – έμαθα και τη γλώσσα. Αυτό που πάντα με εντυπωσίαζε και συνεχίζει να μ' εντυπωσιάζει στους Ιταλούς είναι ότι σε όλο το φάσμα της κουζίνας τους χρησιμοποιούν τα ίδια υλικά μ' εμάς, αλλά με πολύ πιο εκλεπτυσμένο τρόπο. Και αυτό που με εντυπωσίασε πολύ ήταν το παγωτό, ειδικά ο τρόπος με τον οποίο γίνεται, που δίνει ένα αποτέλεσμα τελείως διαφορετικό από αυτό που έχουμε στην Ελλάδα».
Το επόμενό της βήμα ήταν να φοιτήσει σε μια κορυφαία σχολή της Ιταλίας που απευθύνεται σε επαγγελματίες.«Είχα το θράσος να πάω και να τους πω: "γεια σας, θέλω να μάθω να φτιάχνω αυτό το παγωτό". Και με δέχτηκαν. Έμαθα φοβερά πράγματα. Ήταν ένας καινούργιος κόσμος για μένα. Σπουδάζοντας αυτή την τέχνη με τον Παλμιέρι, έναν από τους σημαντικότερους ανθρώπους στον τομέα του παγωτού παγκοσμίως, έμαθα πράγματα που δεν μπορούσα να φανταστώ ότι υπήρχαν. Και είπα ότι αυτό το πράγμα δεν μπορεί να φύγει από τα χέρια μου. Αφού είχα τη δυνατότητα να το μάθω, ήθελα πάρα πολύ να το φέρω εδώ».
Η απόφασή της ήταν η αφετηρία μιας καινούργιας περιπέτειας που ακούει στον τίτλο «επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα». «Υπάρχει ένας δημόσιος τομέας που λειτουργεί εναντίον σου και ταυτόχρονα ένας ιδιωτικός τομέας που υπολειτουργεί. Εντυπωσιάστηκα με το πόσο δύσκολο είναι να βρεις στην Ελλάδα πρώτες ύλες. Εγώ χρειάζομαι πρώτες ύλες from scratch. Αυτές δεν υπήρχαν στην αγορά. Αναγκάστηκα να τις εισαγάγω. Αυτό μου απέδειξε ότι οι πιο πολλές τζελατερίες δεν χρησιμοποιούν πρώτες ύλες».
Όπως είναι όμως λογικό, η εισαγωγή πρώτων υλών ανεβάζει το κόστος. Τι λέει η ίδια γι' αυτό;
«Για μένα ήταν δεδομένο πως θα είχα ένα παγωτό με μεγαλύτερο κόστος από αυτό του μέσου παγωτού, αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι λιγότερο. Είναι θέμα χαρακτήρα. Τα υλικά που χρησιμοποιούμε είναι αυτά που αναφέρουμε. Ό,τι γεύση πάρεις, θα είναι αυτή που γράφει το καρτελάκι. Η Πάβλοβα έχει τις μαρέγκες που φτιάχνονται καθημερινά, τα φρούτα μας είναι αυτά που ψωνίζουμε δύο φορές την εβδομάδα από τη λαϊκή, όπου θα πάω, θα τα μυρίσω κι έτσι θα δω ποιο μου αρέσει. Ας πούμε, αν αυτήν τη φορά μυρίσω τα ροδάκινα και δεν μου αρέσουν, δεν θα τα πάρω, συνεπώς δεν θα κάνω καθόλου ροδάκινο. Οι γεύσεις είναι πολλές και αλλάζουν συνέχεια, για να μη βαριόμαστε. Κι εμείς τρώμε το παγωτό μας, δεν το πουλάμε μόνο. Γλείφουμε όλες τις κουτάλες, μαζεύουμε ό,τι έχει κολλήσει μέσα στα μηχανήματα. «Αυτό λέγεται έλεγχος ποιότητας» λέει η Μαριλού που ακούει τη συζήτηση και γελάμε και οι τρεις.
Όσο για το μέλλον, δεν είναι σίγουρη ότι θέλει να μεγαλώσει αυτήν τη στιγμή. «H φιλοδοξία μου είναι να έχουμε πάντα το καλύτερο παγωτό και η επιθυμία μου είναι να γίνει μια σχολή για να μπορέσω να μάθω την τέχνη αυτή σε πολλούς νέους ανθρώπους. Να γίνει μια καλή ομάδα, δημιουργική, που θα φτιάχνει το ωραιότερο παγωτό έχουμε φάει ποτέ. Χωρίς να το χαλάσουμε, μόνο θα το βελτιώνουμε». Tη διακόπτω για να σχολιάσω το γεγονός ότι μιλάει συνεχώς για το «καλύτερο παγωτό που θα φάμε ποτέ» κι ελπίζω να είναι έτοιμη ν' ανταποκριθεί στον κόσμο που θα έρθει, ζητώντας να φάει το καλύτερο παγωτό. Η απάντησή της, αφοπλιστική: «Αφού το έχουμε, τι να κάνουμε;».
Αυτή η μικρή τζελατερία σίγουρα θα βρει τη θέση της στην καρδιά της πόλης.
Le Greche, Μητροπόλεως 16Α (και Βουλής), 216 7006458, www.legreche.gr
σχόλια