#quote#
Οχι, να μείνεις στην Ελλάδα. Εμείς δουλέψαμε μια ζωή για να προσφέρουμε σ' εσένα και την αδερφή σου τα πάντα, χωρίς να έχετε ανάγκη να συνεχίσετε να δουλεύετε εδώ. Θέλω να μείνετε στην Ελλάδα», λέει κοιτάζοντας την κάμερα και μέσα από αυτήν τον γιο της. Με βαθιά ειλικρίνεια και εγκαρτέρηση, η μητέρα του Πρόδρομου Τσινικόρη μιλάει για ένα όνειρο-στοίχημα που δεν πρέπει να χαθεί, απαντώντας στην ερώτηση που της θέτει ο τριάντα ενός ετών ηθοποιός και σκηνοθέτης στην έρευνα που έκανε για την παράστασή του, αν πιστεύει ότι εξαιτίας αυτής της άσχημης συγκυρίας στην Ελλάδα πρέπει κι εκείνος να επιστρέψει στη Γερμανία, όπου άλλωστε γεννήθηκε, ή να μείνει στη χώρα των παππούδων του, που δεν πρόλαβαν να επιστρέψουν και πέθαναν στην ξενιτιά. Το βίντεο αυτό γυρίστηκε στο Βούπερταλ, όπου εξακολουθούν να ζουν οι γονείς του, και αποτελεί μία από τις μαρτυρίες που συμπεριλαμβάνονται στην παράσταση Τηλέμαχος – Should I stay or should I go?.
Η παράσταση ξεκινάει με ένα ακόμα βίντεο από το ίδιο σπίτι, από τα πρώτα γενέθλια του Πρόδρομου και της δίδυμης αδελφής του. Ένα τυπικό μεσοαστικό σαλόνι, τα παιδάκια να χαριεντίζονται μπροστά στην κάμερα, οι υπερήφανοι γονείς να κορδώνονται για τα βλαστάρια τους, ο παππούς βιάζεται να κάνει τον εγγονό του άντρα, βάζοντάς του στο στόμα, αστειευόμενος, ένα τσιγάρο. Χαρούμενο ρετρό φιλμάκι μια άλλης, ανέμελης εποχής, αρχές της δεκαετίας του '80. Ο Ανέστης Αζάς, ο συν-σκηνοθέτης του έργου, ο οποίος, σε αντίθεση με τον συνεργάτη του, δεν βρίσκεται επί σκηνής, θα εξηγήσει σε συζήτηση την επομένη της τελευταίας τους παράστασης στο Βερολίνο, την οποία παρακολούθησα: «Αρχικά, δεν ήταν να παίξει ο Πρόδρομος, αλλά το βιντεάκι που μας έφερε αποδείχτηκε μεγάλο δώρο». Έτσι έγινε και ο Έλληνας τρίτης γενιάς, εγγονός και γιος γκασταρμπάιτερ, αποτέλεσε τη γέφυρα μεταξύ δύο γενεών μεταναστών σε μια παράσταση για τη μετανάστευση. Τη μετανάστευση των Ελλήνων στη Γερμανία του '60 από τη μία, και της νέας γενιάς, από την άλλη, που με πτυχία παραμάσχαλα αναζητά μια διέξοδο στη Γερμανία του σήμερα.
Οι δύο σκηνοθέτες υπήρξαν οι βασικότεροι Έλληνες συντελεστές των Rimini Protokoll στο Προμηθέας στην Αθήνα το 2010, κάτι που τους έδωσε και το έναυσμα να υλοποιήσουν το όραμά τους του «θεάτρου ντοκιμαντέρ» – παραπαίδι του devised theatre.
Η νέα τους αυτή δουλειά είναι συμπαραγωγή της Στέγης Γραμμάτων & Τεχνών και του Ballhaus Naunynstrasse, ενός πολυπολιτισμικού θεατρικού οργανισμού της μετα-μεταναστευτικής γενιάς σύγχρονων Γερμανών. Μέχρι πρότινος, η «ψυχή» και καλλιτεχνική διευθύντρια του θεάτρου ήταν η Σέρμιν Λάγχοφ, Τουρκάλα δεύτερης γενιάς.
Τη βραδιά που είδα την ελληνογερμανική αυτή παράσταση η αίθουσα ήταν κατάμεστη και πολλοί καθόντουσαν κατάχαμα, σε τούρκικα χαλάκια. Το κοινό αποτελούνταν κυρίως από Γερμανούς, ενδεχομένως και από κάποιους Έλληνες. Οι ηθοποιοί ήταν ερασιτέχνες (αν και πια αποκαλούνται experts) που αλιεύτηκαν μετά από δεκάδες συνεντεύξεις που έγιναν στην ελληνική κοινότητα, αλλά και επαγγελματίες, όπως ο Κνουτ Μπέργκερ και ο Κωστής Καλλιβρετάκης. Οι χαρισματικοί, όπως αποδείχτηκε, «ερασιτέχνες» ήταν η Σοφία Αναστασιάδου, συνταξιούχος κοινωνική λειτουργός που ζει μεταξύ Βερολίνου και Αθήνας, ο Χρήστος Σαραφιανός, εστιάτορας από τη Βόρεια Ελλάδα, ο οποίος επί πέντε δεκαετίες πηγαινοέρχεται μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας, η προσφάτως μετοικίσασα στο Βερολίνο ψυχολόγος Δέσποινα Μπιμπίκα και ο Θεσσαλονικιός Γιάννης Τσουκαλάς, που χειρίζεται και το deck της μουσικής.
Το έργο, προϊόν έρευνας και προβών, στηρίζεται στην ιδέα του Τηλέμαχου, του γιου του Οδυσσέα, ο οποίος φεύγει από την Ιθάκη προς αναζήτηση του πατέρα του και μιας «λύσης» για το τελικό ξεκαθάρισμα του παλατιού από τους μνηστήρες της Πηνελόπης και της εξουσίας. Ο Αζάς λέει για το έπος του Όμηρου: «Δεν θέλαμε να παίξουμε την Οδύσσεια, αλλά προσπαθήσαμε να αντλήσουμε θέματα κι ερωτήματα από αυτήν, ώστε να λειτουργήσει ως εργαλείο, όπως και ο συμπληρωματικός τίτλος Should I stay or should I go? από το γνωστό τραγούδι, που είναι επίσης ένα δραματουργικό τρικ, καθώς το ερώτημα δεν απαντιέται ποτέ. Ήταν σαφές από την αρχή ότι το έργο θα είχε επεισοδιακή δομή, βασισμένη σε διαφορετικές ιστορίες». Ιστορίες που αποτελούν μικρό δείγμα από τις εκατοντάδες χιλιάδες μικρές οδύσσειες της σύγχρονης Ελλάδας, όπως του Χρήστου, της Σοφίας, του Κωστή, της Δέσποινας, του Γιάννη και των γονιών και των παππούδων του Πρόδρομου.
Η ιστορία του Χρήστου, ενός άντρα κοντά στα 70 με εμφάνιση Γερμανού «χαρλεά», ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του '60. Έγινε μάγειρας, άνοιξε εστιατόρια, πέτυχε, μετά καταστράφηκε, ξανασηκώθηκε, επέστρεψε στην πατρίδα, μετά ξανά πίσω στη δεύτερη πατρίδα. Ως εξωστρεφής τύπος, δεν έπαυε να αστειεύεται με το κοινό, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να τον ακολουθήσει ο υπερτιτλισμός. «Στην Ελλάδα είμαι Γερμανός, στη Γερμανία, Έλληνας» λέει κάποια στιγμή. Ο Πρόδρομος σχολιάζει επ' αυτού: «Το ενδιαφέρον με τον Χρήστο είναι ότι, ακόμα κι όταν επηρεαζόταν από τις πολιτικές εξελίξεις, ποτέ δεν το έβαζε κάτω, ποτέ δεν έκλαψε, ποτέ δεν απογοητεύτηκε. Ξανασηκωνόταν και συνέχιζε». Η Σοφία, μέσω της αφήγησής της, πηγαίνει πίσω, στη Μικρασιατική Καταστροφή. Ως φοιτήτρια και ως δημοκρατικός πολίτης εξωθήθηκε κατά τη δικτατορία να αφήσει πίσω την Ελλάδα και να μετακομίσει στη Γερμανία. Δηλώνει υπερήφανη για την πρώτη περίοδο του Συντάγματος το καλοκαίρι του 2011 με τις λαϊκές συνελεύσεις, αναφέρει ότι ήταν ίσως η πρώτη φορά που ένιωσε στην Ελλάδα μια σύγχρονη συμμετοχική δημοκρατία. Ακόμα κι αν ήταν ουτοπία.
Ουτοπικός μοιάζει και ο Κωστής, του οποίου η ιστορία είναι και η πιο σπαρακτική, καθώς τελειώνει μ' έναν θάνατο. Η τολμηρότητα της αφήγησής του είναι τόσο βαθιά και συνταρακτική, που εν τέλει ανάγει τη προσωπική του συντριβή σε θηριώδη ανάταση. Ο Ανέστης διασαφηνίζει: «Θέλαμε τις αντιθέσεις, το ταμπεραμέντο του καθένα, τα διαφορετικά κίνητρα. Θελήσαμε να αποφύγουμε το μονοδιάστατο, να υπάρχει αμφισημία». Και ο Πρόδρομος συμπληρώνει: «Έτσι ώστε να υπάρχει ένα μωσαϊκό. Αν ήταν μόνο ο Κωστής, θα νόμιζε κανείς ότι είναι τόσο αντιπροσωπευτική η περίπτωσή του, που τα ίδια συνέβησαν σε όλους τους Έλληνες».
Η Δέσποινα, πιο αντιπροσωπευτική όσον αφορά τη σημερινή γενιά, πτυχιούχος ψυχολόγος αλλά και με σπουδές θεάτρου, γνώστης τεσσάρων ξένων γλωσσών, βρέθηκε να καθαρίζει σπίτια στο Βερολίνο. Λίγα χρόνια πριν, στην Αθήνα, είχε Ρουμάνα καθαρίστρια. Στη μέση περίπου της παράστασης, σε ένα ξεκαρδιστικό ιντερμέδιο, ως σύγχρονη Πυθία κάνει μια απόπειρα να προβλέψει την τύχη αλλά και να αποκρυπτογραφήσει τον γρίφο του Έλληνα άντρα.
Ο Κνουτ, ο οικοδεσπότης όλων αυτών των Ελλήνων, αποδεικνύεται τόσο προοδευτικός Γερμανός, που λύνει το πρόβλημα της κριτικής στη γερμανική πολιτική απέναντι στην Ελλάδα, που δεν μπορεί να την κάνει Έλληνας. Σε μια ανατροπή, ο Πρόδρομος αποδεικνύεται περισσότερο συντηρητικός «Γερμανός» απ' ό,τι ο Κνουτ, που προσπαθεί να προστατεύσει τους Έλληνες από την κακόβουλη γερμανική κοινή γνώμη. Κλείνει το στόμα του Έλληνα φίλου του λέγοντάς του: «Μη! Δεν πρέπει να ακουστούν αυτά, μας ακούνε Γερμανοί!». Η παρουσία του τελικά εξισορροπεί τις δραματικές αφηγήσεις των υπολοίπων, αν και η παράσταση διαπνέεται από χιούμορ. Η Ιρίνα Τσόντρουχ, δραματουργός της παράστασης, συμπληρώνει: «Το κοινό, που έτσι κι αλλιώς έχει ακούσει κυρίως την άποψη των προκατειλημμένων μίντια, συνειδητοποιεί ότι αυτό που συμβαίνει στους Έλληνες δεν είναι μόνο οικονομικό πρόβλημα αλλά και πρόβλημα της δημοκρατίας, του καπιταλισμού, της Ευρώπης όλης. Κάτι που μας αφορά όλους».
Το κοινό στο τέλος κυριολεκτικά αποθέωσε τους ηθοποιούς με τέσσερις «αυλαίες». Νομίζω ότι και στην Αθήνα τους περιμένει μια ανάλογη αποδοχή. Όπως λέει ο Αζάς: «Να δει το ελληνικό κοινό τους Έλληνες στη θέση του ξένου». Δηλαδή, την ιστορία της ελληνικής διασποράς που συχνά ξεχνάμε...
Ανέστης Αζάς & Πρόδρομος Τσινικόρης
Tηλέμαχος - Should I stay or should I go?
27 Φεβρουαρίου-10 Μαρτίου 2013
21:00 Μικρή Σκηνή Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών
Λεωφόρος Συγγρού 107-109
Εισιτήρια: 210 9005800
www.sgt.gr
σχόλια