O Γιώργος Κουμεντάκης μας εξηγεί πώς μεταμόρφωσε σε όπερα την Φόνισσα του Παπαδιαμάντη.

O Γιώργος Κουμεντάκης μας εξηγεί πώς μεταμόρφωσε σε όπερα την Φόνισσα του Παπαδιαμάντη. Facebook Twitter
0

Μια ελαφριά κατασκευή, ένας οικισμός δίπλα στη θάλασσα, κυριαρχεί στη σκηνή της αίθουσας Τριάντη. Η σκηνική εγκατάσταση του Πέτρου Τουλούδη λειτουργεί στον αντίποδα της βαριάς ψυχικής διάθεσης της Φραγκογιαννούς, της Φόνισσας, αυτού του συναρπαστικού προσώπου που συνέλαβε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης το 1903 και που, τόσα χρόνια μετά, εξακολουθεί να εμπνέει νέα έργα τέχνης. Τώρα μια όπερα, που πήρε τρία χρόνια στον Γιώργο Κουμεντάκη να την ολοκληρώσει. Άνδρες, γυναίκες, παιδιά γεμίζουν τον σκηνικό χώρο, αφού η φιλόδοξη πρόταση απαιτεί τέσσερις χορωδίες (ανδρών, γυναικών, παιδιών και τέσσερις μοιρολογίστρες που τραγουδούν πολυφωνικά της Ηπείρου) για να ζωντανέψει το ανθρώπινο τοπίο, απέναντι στο οποίο θα σταθεί, σαν άγγελος-τιμωρός, η Φόνισσα.

Το μήνυμα θα μπορούσε να είναι το εξής: όταν εμποδίζεται η ζωή, ο φόνος είναι πέραν του καλού και του κακού, είναι αποκάλυψη-μάθημα και προειδοποίηση.


Η Φραγκογιαννού σκοτώνει τα κοριτσάκια για να τα προφυλάξει από τα δεινά που τους επιφυλάσσει η ζωή. Λίγο πριν από τον φόνο της εγγονής της εκφράζει την εξής απορία: «[...] δεν έπρεπε τω όντι, αν δεν ήσαν τυφλοί οι άνθρωποι, να βοηθούν τη µάστιγα, τη διά πτερών Αγγέλων πλήττουσαν, αντί να ζητούν να την εξορκίσουν; [...] ∆εν έπρεπεν ηµείς, ως καλοί χριστιανοί, να βοηθώµεν το έργον των Αγγέλων;». Η Εγκληµατολογία αναγνωρίζει στη σκέψη της «τεχνικές εκλογίκευσης ή εξουδετέρωσης», με τη βοήθεια των οποίων ο φόνος µικρών κοριτσιών επιβάλλεται ως προέκταση του έργου των αγγέλων και άρα ως οιονεί θρησκευτικό καθήκον.


Κατά τον συγγραφέα, όμως, αυτή η αγράμματη γυναίκα είχε «εξαρθεί εις ανώτερα ζητήµατα». Που σημαίνει ότι οι φόνοι της ανήκουν στην τάξη του συμβολικού και της θεολογίας. Ίσως γι' αυτό ο Παπαδιαμάντης δεν επιτρέπει στους ανθρώπους να πιάσουν τη Φόνισσα και να την τιμωρήσουν με τους νόμους τους: η γυναίκα γυρίζει πίσω, εκεί όπου ανήκει, στη φύση, στη θάλασσα. Το μήνυμα θα μπορούσε να είναι το εξής: όταν εμποδίζεται η ζωή, ο φόνος είναι πέραν του καλού και του κακού, είναι αποκάλυψη-μάθημα και προειδοποίηση.
Οι πρώτοι στίχοι του έργου, πάντως, ξεγελούν για το θρίλερ που ακολουθεί: ανακαλούν νανουρίσματα από τη δημοτική παράδοση («Ο ύπνος τρέφει τα μωρά κι η γη τα μεγαλώνει, κι η Παναγιά Κυρα-Ψηλή τα καλοξημερώνει»). Και σε άλλα σημεία το λιμπρέτο του Γιάννη Σβώλου αξιοποιεί στίχους από τη δημοτική ποίηση – πρόκειται για στοιχείο που ανταποκρίνεται στις αναζητήσεις του Γιώργου Κουμεντάκη τα τελευταία δέκα χρόνια. Ο λόγος στον συνθέτη.

O Γιώργος Κουμεντάκης μας εξηγεί πώς μεταμόρφωσε σε όπερα την Φόνισσα του Παπαδιαμάντη. Facebook Twitter
Κατά τον συγγραφέα αυτή η αγράμματη γυναίκα είχε «εξαρθεί εις ανώτερα ζητήµατα». Που σημαίνει ότι οι φόνοι της ανήκουν στην τάξη του συμβολικού και της θεολογίας... Φωτό: Βασίλης Μακρής

«Η Φόνισσα ξεκίνησε ως ιδέα του Γιάννη Σβώλου. Αρχικά σκεφτόμασταν μια όπερα δωματίου, κάτι σαν σύμπτυξη της ιστορίας του Παπαδιαμάντη. Όταν ο Μιχαηλίδης μου έκανε πρόταση συνεργασίας με τη Λυρική και συμφωνήσαμε για τη Φόνισσα, το σχέδιο άλλαξε και προσανατολιστήκαμε στη δημιουργία μιας κανονικής όπερας. Οπότε, ξεκινήσαμε από την αρχή, αφήνοντας στην άκρη τη αρχική ιδέα.


Έγραψα τη μουσική με γραμμικό τρόπο, δηλαδή δεν ανακάτευα τις πράξεις. Προχωρούσα βήμα-βήμα, ακολουθώντας την εξέλιξη της πρωτότυπης ιστορίας. Ο Σβώλος μου έδινε σωρευτικό και εκτενές υλικό, από το οποίο κατέληγα στο κείμενο που χρειαζόμουν για το μουσικό έργο. Η σύνθεση της μουσικής, η ενορχήστρωση, η μελοποίηση και η δραματουργία γίνονταν ταυτοχρόνως, τα έκανα όλα μαζί, σκηνή τη σκηνή, με τρόπο τέτοιο, που όλα τα στοιχεία να έχουν οργανική σχέση και εξέλιξη. Γι' αυτό και δεν μπορεί να λείπει τίποτα από τη μορφή που πήρε τελικά το έργο. Είναι μια δομή ακριβής, που απαιτεί καλή συνεργασία απ' όλους όσους συμμετέχουν στη σκηνική του πραγμάτωση – και δεν είναι λίγοι: ορχήστρα, σολίστες, τέσσερις χορωδίες, όργανα επί σκηνής».
-Η σκηνική πράξη φωτίζει, αλλάζει, την εντύπωσή σας για το δημιούργημά σας; Γιατί, φαντάζομαι, ότι πρέπει να είναι αποκαλυπτική εμπειρία το να βλέπεις κάτι που έχεις συλλάβει εγκεφαλικά να αποκτά σώμα κι ανάσα.

O Γιώργος Κουμεντάκης μας εξηγεί πώς μεταμόρφωσε σε όπερα την Φόνισσα του Παπαδιαμάντη. Facebook Twitter
Η σκηνική εγκατάσταση του Πέτρου Τουλούδη λειτουργεί στον αντίποδα της βαριάς ψυχικής διάθεσης της Φραγκογιαννούς, της Φόνισσας, αυτού του συναρπαστικού προσώπου που συνέλαβε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης το 1903 και που, τόσα χρόνια μετά, εξακολουθεί να εμπνέει νέα έργα τέχνης... Φωτό: Βασίλης Μακρής


Στο καθαρά μουσικά μέρος, αυτό που φαντάστηκα δεν έχει απόκλιση από αυτό που ακούω. Δεν έκανα καμία διόρθωση. Στο κομμάτι της σκηνικής απόδοσης, όμως, η εμπειρία είναι συγκλονιστική. Μέχρι πρότινος έβλεπα τα πρόσωπα ως ιδέες, δεν τα είχα προσωποποιήσει μέσα μου, μου ήταν αδύνατο να φανταστώ πώς μπορούσε να είναι η όψη αυτού του έργου. Όταν ο Τουλούδης έφερε τα σκηνικά, έγιναν τα κοστούμια και ο Αλέξανδρος Ευκλείδης άρχισε να στήνει την παράσταση, μπόρεσα επιτέλους να αναπληρώσω αυτό που μου έλειπε τρία χρόνια που δούλευα τη Φόνισσα: είδα το έργο να ζωντανεύει και το φαντασιακό να γίνεται υλικό με καθαρότητα και σαφήνεια. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα μπορούσε να πάρει μια τέτοια όψη και μια τέτοια προέκταση. Πάντα σκεφτόμουν κάτι λιγότερο απ' αυτό που τελικά έδωσαν οι συνεργάτες μου.

Η ταχύτητα, το να καταναλώνεις γρήγορα και να προχωράς παρακάτω, έχει επηρεάσει και τον τρόπο που προσεγγίζουμε την καλλιτεχνική δημιουργία.


Και απ' όσο είδα στην πρόβα, αποφεύχθηκε ο κίνδυνος να ξεφύγει η όψη προς «φολκλορικές» λύσεις.
Δεν υπάρχει τίποτα φολκλόρ ούτε στην όψη, ούτε στη σκηνοθεσία. Αυτό, βέβαια, έχει να κάνει με τη μουσική. Δηλαδή, ο τρόπος που δουλεύω το μουσικό μέρος έχει τη δύναμη να υπερβεί τη συνήθη οπερατική σύμβαση. Η μουσική μου προσπαθεί να φτάσει στα έγκατα, στο βάθος των πραγμάτων. Είναι κάτι σαν ψυχολογικό ταξίδι αυτό το έργο. Νιώθω ότι η μουσική της Φόνισσα, ακολουθώντας τον ψυχισμό της ηρωίδας, σε βάζει σε μια ατμόσφαιρα σαν σε ταινία θρίλερ.

O Γιώργος Κουμεντάκης μας εξηγεί πώς μεταμόρφωσε σε όπερα την Φόνισσα του Παπαδιαμάντη. Facebook Twitter
Άνδρες, γυναίκες, παιδιά γεμίζουν τον σκηνικό χώρο, αφού η φιλόδοξη πρόταση απαιτεί τέσσερις χορωδίες (ανδρών, γυναικών, παιδιών και τέσσερις μοιρολογίστρες που τραγουδούν πολυφωνικά της Ηπείρου) για να ζωντανέψει το ανθρώπινο τοπίο, απέναντι στο οποίο θα σταθεί, σαν άγγελος-τιμωρός, η Φόνισσα... Φωτό: Βασίλης Μακρής


Μια δεκαετία τώρα δοκιμάζετε τον τρόπο που η ελληνική παραδοσιακή μουσική μπορεί να γονιμοποιήσει ένα σύγχρονο μουσικό ιδίωμα, μοντερνιστικό, όπως το δικό σας. Αυτό προσπαθείτε και στη Φόνισσα. Πώς αποτυπώνεται αυτή η αναζήτηση στη μουσική σας;
Η παραδοσιακή μουσική αφορά ένα κομμάτι της ζωής μου πολύ ζωντανό, επειδή έχω μεγαλώσει στην Κρήτη. Κουβαλούσα την κρητική μουσική, το βυζαντινό μέλος, τα λαϊκά ακούσματα μιας γειτονιάς στο Ρέθυμνο, αλλά ήταν μια παρακαταθήκη που είχα καταπιέσει, ακολουθώντας τη γραμμή του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, με τις συγκεκριμένες εγκεφαλικές επιταγές του. Έπρεπε να ωριμάσουν διάφορα μέσα μου ώστε να μπορέσω να ελευθερώσω το μεσογειακό ταμπεραμέντο και να ανταποκριθώ στην πρόκληση της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής χωρίς συμπλέγματα και δισταγμούς. Αυτό συνέβη την τελευταία δεκαετία και η «απελευθέρωση» ήρθε εύκολα και φυσιολογικά, ζώντας αναλόγως (επιλέγοντας να ζήσω στην Τήνο). Η ίδια η μουσική μού έδειξε πώς μπορούσε να συμβεί η συνάντηση του παραδοσιακού με το σύγχρονο.


Σε τι διαφέρει ο δικός σας τρόπος από ανάλογες προσπάθειες του παρελθόντος, του Καλομοίρη ή του Σκαλκώτα;
Δεν υπάρχει η εναρμόνιση με τον τρόπο των κλιμάκων και των διαστημάτων και των συγχορδιών που χρησιμοποιούν εκείνοι. Εγώ δεν παίρνω ένα παραδοσιακό μουσικό θέμα για να το αναπτύξω μέσα από τον δυτικό τρόπο, έρχεται ως μνήμη. Παρά τον πλούσια ενορχηστρωμένο ήχο, η σύνθεση βασίζεται στον απόλυτο μινιμαλισμό, στη χρήση του ελαχίστου. Δεν υπάρχουν συγχορδίες. Όλη η μουσική μου βασίζεται σε νότες, υπάρχουν μέρη που βασίζονται μόνο σε μία νότα. Κάθε νότα είναι σαν κουκούλι – γύρω της κινούνται κι άλλες δέκα-δεκαπέντε. Βρήκα έναν τρόπο, και στη σημειογραφία μου, να φτιάχνω τέτοιου είδους ποικίλματα γύρω από την κάθε νότα, ώστε να δημιουργείται πολύ μεγάλη ενέργεια. Έχουμε δηλαδή ένα ισοκράτημα και τα μουσικά θέματα που προκύπτουν από τη μνήμη – τα δύο δεν εναρμονίζονται αλλά συνυπάρχουν και «συνεργάζονται» στη χρήση του πιο βασικού πράγματος, της νότας που συγκρατεί όλο αυτό το σύμπλεγμα. Κάθε μουσικό θέμα είναι σαν ένα λάστιχο. Τεντώνοντας και χαλαρώνοντάς το, έχεις όλη την πλοκή της μελωδικής γραμμής – η οποία κινείται μόνη της, ομοφωνικά και μονοφωνικά.


Λέμε μινιμαλισμό κι έρχονται στο μυαλό μας Αμερικανοί και Ευρωπαίοι συνθέτες, αλλά η έννοια του ελαχίστου και της επαναληπτικότητας μας είναι οικεία από τη δική μας μουσική παράδοση, που έχει ακριβώς τις ίδιες συστατικές αρχές. Η κρητική μουσική βασίζεται σε μικρούς πυρήνες (κοντυλιές), όπως και η ποντιακή ή τα πολυφωνικά τραγούδια της Ηπείρου, που κι αυτά βασίζονται σε μικρούς πυρήνες αενάως επαναλαμβανόμενους. Οι απειροελάχιστες διαφορές, αποτέλεσμα των αυτοσχεδιασμών, δίνουν όλον αυτό τον πλούτο σε κάτι σχετικά μονότονο. Τι να τον κάνω, λοιπόν, τον αμερικανικό μινιμαλισμό, όταν μπορεί να με οδηγήσει η ελληνική μουσική; Αυτή η σκέψη με οδήγησε την τελευταία δεκαετία, και στρεφόμενος στην παραδοσιακή μουσική, διαπίστωσα πόσο γενναιόδωρη ήταν, πόσα μου ανταπέδωσε.

Ξέρω ότι αυτό που κάνω δεν είναι λαϊκό είδος κι έχω συναίσθηση ότι δεν απευθύνομαι στο μεγάλο κοινό. Δεν ήταν ποτέ συγκάτοικός μου, συνοδοιπόρος μου.


Κάποιοι δημιουργοί, και εσείς, υποστηρίζουν μια διαφορετική, ποιητική χρονικότητα, που δεν έχει σχέση με τον χρόνο όπως τον βιώνουμε στην καθημερινότητα. Το κοινό είναι κακομαθημένο, όμως, δυσκολεύεται...
Η ταχύτητα, το να καταναλώνεις γρήγορα και να προχωράς παρακάτω, έχει επηρεάσει και τον τρόπο που προσεγγίζουμε την καλλιτεχνική δημιουργία. Στην τέχνη δεν μπορεί όλα να είναι άμεσα καταναλώσιμα και εύπεπτα. Το καλλιτεχνικό έργο πρέπει να σε κρατάει σε μια απόσταση, ώστε να σε απασχολήσει για ένα διάστημα, να σε προκαλέσει να το κατακτήσεις. Τα πράγματα που μου αρέσουν τα κράτησα μέσα μου για μήνες, για χρόνια. Έχω ακόμη ακέραιη μέσα μου τη μνήμη του συναισθήματος που μου προκάλεσε πριν από χρόνια μια ταινία του Ταρκόφσκι. Γι' αυτό και αγαπώ τις τέχνες, γιατί οι καλές στιγμές τους γίνονται και στιγμές της προσωπικής μας ιστορίας. Τα έργα των σημαντικών δημιουργών αφήνουν το αποτύπωμά τους στη ζωή μας.
Το ζήτημα του χρόνου με απασχολεί χρόνια. Η πίεση της ταχύτητας ήταν ο λόγος που επέλεξα να ζήσω για 10 χρόνια στην Τήνο – ήθελα να ζήσω σ' έναν άλλον συμπαντικό χρόνο. Μακριά από την πόλη, την προχειρότητα των επαφών, τη βιασύνη, το φαστ στο φαγητό, στη φιλία, στον έρωτα. Έχανα τον προσανατολισμό μου – μεταφορικά μιλώντας. Αυτό που μένει στη ζωή μας δεν είναι απλώς και μόνο αυτό που αξίζει αλλά αυτό που θα του δοθεί ο χρόνος για να κατασταλάξει μέσα μας. Οι μεγάλες σχέσεις είναι με ανθρώπους με τους οποίους μπορείς να συζητήσεις ώρες. Είναι κάτι που αφορά την τέχνη, τη θρησκεία, την πολιτική, όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας. Με τρομάζει όλη αυτή η πίεση χρόνου για να βγουν τα νούμερα στο πεδίο της πολιτικής και της οικονομίας – μόνο αποτυχία υπόσχεται.

O Γιώργος Κουμεντάκης μας εξηγεί πώς μεταμόρφωσε σε όπερα την Φόνισσα του Παπαδιαμάντη. Facebook Twitter
Νιώθω ότι η μουσική της Φόνισσα, ακολουθώντας τον ψυχισμό της ηρωίδας, σε βάζει σε μια ατμόσφαιρα σαν σε ταινία θρίλερ... Φωτό: Βασίλης Μακρής


Δημοσιεύθηκε τις προάλλες μια έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών που χαρτογραφούσε το πολιτιστικό προφίλ των Αθηναίων. Αυτοί που πηγαίνουν σε κοντσέρτα ή σε παραστάσεις όπερας αγγίζουν ένα ποσοστό γύρω στο 9% του συνολικού δείγματος. Και, γενικά, τις πιο δύσκολες, τις πιο απαιτητικές μορφές τέχνης τις ακολουθούν οι λιγότεροι. Αποθαρρυντικό;
Ξέρω ότι αυτό που κάνω δεν είναι λαϊκό είδος κι έχω συναίσθηση ότι δεν απευθύνομαι στο μεγάλο κοινό. Δεν ήταν ποτέ συγκάτοικός μου, συνοδοιπόρος μου. Αυτό που συμβαίνει, πάντως, είναι ότι η δύσκολη τέχνη, αυτή που προορίζεται για μικρότερο κοινό, προχωρεί τα πράγματα και συμβάλλει καίρια ακόμα και στην εξέλιξη της ποπ κουλτούρας. Ο Ξενάκης είναι ένα καλό παράδειγμα: τα έργα του προορίζονταν για περιορισμένο κοινό, αλλά στην πορεία του χρόνου οι θεωρίες του και ο τρόπος που χειρίστηκε στη μουσική σε σχέση με τα μαθηματικά, την αρχιτεκτονική και τη φιλοσοφία επηρέασε πολλούς άλλους δημιουργούς, μουσικούς της ποπ και DJs, έγινε installation και μουσικό θέατρο. Έχει, ερήμην του, πολύ μεγάλη επιδραστικότητα. Ελπίζω τέτοιου είδους έρευνες να μη δίνουν άλλοθι στους κυβερνώντες για να μειώσουν κι άλλο την, ούτως ή άλλως ελάχιστη, οικονομική υποστήριξη προς τους πολιτιστικούς οργανισμούς. Η πολιτεία οφείλει να προστατεύει και να υποστηρίζει τους χώρους και τους δημιουργούς που παράγουν την τέχνη που κάνει τα πράγματα να προχωρούν. Άλλωστε, έχουν και τα μικρότερα σύνολα των πολιτών δικαιώματα, εν προκειμένω αυτό το 10% που θέλει να βλέπει όπερα και να παρακολουθεί συναυλίες συμφωνικής μουσικής.

O Γιώργος Κουμεντάκης μας εξηγεί πώς μεταμόρφωσε σε όπερα την Φόνισσα του Παπαδιαμάντη. Facebook Twitter
Αυτό που μένει στη ζωή μας δεν είναι απλώς και μόνο αυτό που αξίζει αλλά αυτό που θα του δοθεί ο χρόνος για να κατασταλάξει μέσα μας. Οι μεγάλες σχέσεις είναι με ανθρώπους με τους οποίους μπορείς να συζητήσεις ώρες... Φωτό: Βασίλης Μακρής

Η φόνισσα
Ποιητικό κείμενο: Γιάννης Σβώλος, βασισμένο στο ομώνυμο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Μουσική διεύθυνση: Βασίλης Χριστόπουλος
Σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Ευκλείδης

Πρεμιέρα 19 Νοεμβρίου
19, 21, 23, 26 Νοεμβρίου

Μέγαρο Μουσικής Αθηνών - Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη
Παγκόσμια πρώτη παρουσίαση - Παραγγελία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής
Ώρα έναρξης: 20.00

 

Σκηνικά: Πέτρος Τουλούδης
Κοστούμια: Πέτρος Τουλούδης - Ιωάννα Τσάμη
Φωτισμοί: Βινίτσιο Κέλι
Παραγωγή video: Aνδρέας Δικτυόπουλος
Διεύθυνση xορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος
Διεύθυνση παιδικής χορωδίας: Μάτα Κατσούλη

Φραγκογιαννού (Φόνισσα): Ειρήνη Τσιρακίδου (19, 23/11), Τζούλια Σουγλάκου (21, 26/11)
Μαρουσώ: Έλενα Κελεσίδη (19, 23/11), Μαρίνα Φιδέλη (21, 26/11)
Ιωάσαφ: Τάσος Αποστόλου
Δελχαρώ: Γεωργία Ηλιοπούλου (19, 23/11), Ζωή Κάππου (21, 26/11)
Γιάννης Περιβολάς: Κωστής Ρασιδάκης (19, 23/11), Κωστής Μαυρογένης (21, 26/11)
Γιαννού: Ινές Ζήκου (19, 23/11), Ελένη Δάβου (21, 26/11),
Μάνα Ξενούλας: Ευδοκία Χατζηιωάννου
Αστυνόμος Α: Νίκος Στεφάνου (19, 21, 26/11), Δημήτρης Ναλμπάντης (23/11)
Ειρηνοδίκης: Βαγγέλης Μανιάτης (19, 21, 23/11, Νικόλαος Καραγκιαούρης (26/11)
Αστυνόμος Β/Πάρεδρος: Δημήτρης Ναλμπάντης (19, 21, 26/11),  Χαράλαμπος Βελισσάριος (23/11)
Kρινιώ: Νίκη Χαζιράκη (19, 23/11), Ζένια Αρτζέντη (21, 26/11)
Toύλα: Βάσια Ζαχαροπούλου (19, 23/11),  Δήμητρα Κωτίδου (21, 26/11)
Μυρσούδα: Θεοδώρα Μπάκα (19, 23/11), Μιράντα Μακρυνιώτη (21, 26/11)
Γιατρός: Διονύσης Τσαντίνης
Αμέρσα: Ινές Ζήκου (19, 23/11),  Ελένη Δάβου (21, 26/11)
Κωνσταντής: Βαγγέλης Μανιάτης (19, 23/11),  Νικόλαος Καραγκιαούρης (21, 26/11)


Πολυφωνικό Σύνολο: Ειρήνη Δερέμπεη, Μαρία Μελαχροινού, Μάρθα Μαυροειδή, Μαρία Κώττη

Συμμετέχουν η Ορχήστρα, η Χορωδία και η Παιδική Χορωδία της ΕΛΣ στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής της αποστολής

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Δ. Πολιτάκης / Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Μπορεί να έχει άμεση ανάγκη κάποιου είδους ανάπλασης η Πλατεία Εξαρχείων, το τελευταίο που χρειάζεται όμως είναι ένα μίζερο χριστουγεννιάτικο δέντρο με το ζόρι.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Β. Βαμβακάς / Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Οποιοσδήποτε απολογισμός της είναι καταδικασμένος στη μερικότητα, αφού έχουν συμβεί άπειρα γεγονότα που στιγμάτισαν τις ζωές όλων μας ‒ δύσκολο να μπουν σε μια αντικειμενική σειρά.
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΜΒΑΚΑ
Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Β. Στεργίου / Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Αντί να βλέπουμε τη χώρα σαν άδεια πισίνα όπου πρέπει να γυρίσουν τα ξενιτεμένα της μυαλά για να γεμίσει, ας αλλάξουμε τα κολλημένα μυαλά σ' αυτόν εδώ και σε άλλους τόπους.
ΤΗΣ ΒΙΒΙΑΝ ΣΤΕΡΓΙΟΥ