Κάπου γυμνάσιο, είχα εμμονή να ξεθάβω τα φοιτητικά βιβλία της μητέρας μου. Αν και είμαι σίγουρη ότι τα εκτιμούσε, το πιο κατάλληλο μέρος που βρήκε να τα βολέψει ως εργαζόμενη νοικοκυρά και μητέρα δύο παιδιών, ήταν ένα παλιό ντιβάνι στη βεράντα του σπιτιού μας. Αυτό φυσικά ήταν πολύ βολικό για τις δικές μου αναζητήσεις. Άρχισα λοιπόν να τα σκαλίζω, με κρυφό πόθο ν’ ανακαλύψω τα υπέροχα μυστικά μιας φοιτήτριας, πριν γίνει η δική μου μαμά.
Δεν βρήκα ακριβώς τον θησαυρό που περίμενα τότε (σκισμένες και ξανακολλημένες φωτογραφίες από παλιές αγάπες ή ερωτικά ραβασάκια), βρήκα όμως την ίδια αθεράπευτα ρομαντική. Στις άκρες των βιβλίων της έγραφε ποιήματα για κήπους, λουλούδια, φωτεινούς ουρανούς και στέπες (οκ, υπερβάλλω), όλα γλυκούλικα και ρομαντικά. Εκείνη τη μέρα την είχα αγαπήσει ακόμα περισσότερο για όσα φαίνεται πως ήταν κοριτσάκι κι αυτή.
Αυτό όμως που θυμάμαι ακόμα περισσότερο και γελάω, ήταν ένα κάπως διαφορετικό "ποίημα". Από το περιεχόμενό του σίγουρα δεν ήταν της μητέρας μου. Τι να΄κανα, η περιέργεια νίκησε τη μυστικοπάθειά μου και την ρώτησα. Το είχε γράψει η κ. Γεωργία, φίλη της μαμάς από το πανεπιστήμιο.
Το ποίημα είναι ακριβώς αυτό που υποσχέθηκα στον τίτλο μου.
Δίπλα στα ολάνθιστα περιβόλια που έγραφε η μαμά μου, η κ. Γεωργία σου΄φερνε μπροστά την πεζή πραγματικότητα, δοσμένο με τη ματιά ενός αγρότη.
«Είχα έναν κήπο μου με ζα, είχα μια Βάσω με βυζά, μα προκοπή δεν είχα».
σχόλια