Έχω απέναντί μου τον Τιμ Μπέρτον, που περιμένει την πρώτη ερώτηση με το πονηρό χαμόγελο ενός παιδιού που έχει κάνει ακόμη μια αταξία, αλλά δεν θα ήθελε με τίποτα να τιμωρηθεί. Θυμάμαι πως παλιότερα είχε δηλώσει την απέχθειά του για την έννοια του γιάπικου κλισέ περί του παιδιού που όλοι κρύβουμε μέσα μας, εκείνης της παλιμπαιδίστικης και γλυκερής αφέλειας που θυμίζει τόσο πολύ την παλιά Ντίσνεϊ, την εταιρεία που υπηρέτησε στα πρώτα χρόνια της καριέρας του και εγκατέλειψε άρον-άρον, για να μην πάθει νευρικό κλονισμό. Παιδιά κι ενήλικοι συνυπάρχουν στις ταινίες του Μπέρτον και αλλάζουν συνεχώς ρόλους, χωρίς ευδιάκριτη γραμμή που να ορίζει το πέρασμα από τη μια ηλικία στην άλλη. Η περιοχή είναι γκρίζα, η αίσθηση της συγκίνησης και του αλλόκοτου είναι αυτό που μετράει και ο Τζόνι Ντεπ, μετά από οκτώ αξέχαστες συνεργασίες στο σινεμά, παραμένει η φωνή του και η έξωθεν μαρτυρία του, ο 50χρονος που αρνείται να γεράσει. «Δεν έχω απωθημένα, πράγματα που ήθελα να κάνω, αλλά δεν τα κατάφερα», μου εξηγεί, «αλλά μερικές ιδέες ζουν μέσα στα συρτάρια μου, με τη μορφή σχεδίου ή μισής ζωγραφιάς. Τα ανοίγω συχνά και αν μου λένε κάτι, υλοποιούνται σε ταινίες. Πρέπει να μου μιλήσουν στη δεδομένη στιγμή».
Μεγαλωμένος στo Μπέρμπανκ, αλλά γνώστης της προαστιακής κενότητας, έκανε καριέρα περιβάλλοντας σύμβολα της γοτθικής μυθολογίας, του κόμικ και του μεταφυσικού με μια κινηματογραφική ιδιαιτερότητα που γέννησε τρυφερές, τρελές ταινίες με συχνότατο εκφραστή τον Τζόνι Ντεπ. «Βλέπω τον Τζόνι να μην εφησυχάζει, να ψάχνει συνεχώς και να τολμάει εκεί που δεν χρειάζεται να του πω να πάει», εξηγεί. Του επισημαίνω πως έχει βελτιωθεί και αναρωτιέμαι αν, μετά από τόσες συνεργασίες, μπορεί να το καταλάβει: «Ναι, είναι βαθύτερος και πάντα επινοητικός. Κάνουμε την ελάχιστη συνεννόηση και διασκεδάζουμε ακόμη», με διαβεβαιώνει. Γνωρίζοντας πως ήταν φαν της σειράς «Dark Shadows» από τα παιδικά του χρόνια, ο Μπέρτον είναι κάπως ασαφής γύρω από τους λόγους που τον οδήγησαν να προσθέσει τον Μπαρνάμπας Κόλινς στη συναρπαστική πινακοθήκη κινηματογραφικών weirdos που έχει φιλοτεχνήσει, από τον Ψαλιδοχέρη και τον Σκαθαροζούμη μέχρι τον Πιγκουίνο και τον Σφαγέα/Κουρέα, επικαλούμενος τις αδυναμίες του χαρακτήρα και τη θέλησή του να προστατέψει την οικογένειά του, εμμένοντας στον έρωτα. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ο ορισμός του περί παραξενιάς, με δεδομένο ότι το μότο της ταινίας είναι «Strange is Relative»: «Κάθε οικογένεια είναι ένα αμάλγαμα νορμάλ και περίεργων και τα όρια κανείς δεν μπορεί να τα διακρίνει. Στη δική μου έχω ζόμπι θείους, περίεργα ξαδέλφια, τους γονείς, όπως όλοι», λέει γελώντας. Με δεδομένη τη θεματική της φιλμογραφίας του, αναρωτιέμαι αν το μεταφυσικό τον γοήτευσε κάποια στιγμή στη ζωή του: «Δεν με ελκύει τόσο πολύ η μεταφυσική διάσταση των πραγμάτων όσο η έννοια του παραμυθιού και των συμβόλων και ο τρόπος που μπορώ να τα απεικονίζω. Φυσικά, δεν είμαι σίγουρος για τίποτα και πάντα βλέπω ανθρώπους που με παραπέμπουν σε καταστάσεις που ξεφεύγουν από το καθημερινό και το τετριμμένο. Ο Άλις Κούπερ, για παράδειγμα», σχολιάζει την εμφάνιση του απαράλλαχτου ροκ σταρ, «είναι φαινόμενο! Φέραμε στο γύρισμα το εξώφυλλο που είχε κάνει στο περιοδικό “Rolling Stone” το 1972 και είναι ίδιος, ως και καλύτερος τώρα, μπορώ να σας πω. Περίεργο, ε;». Καλή μαγεία; «Ίσως, δεν αποκλείεται...».
Διάφορα /
σχόλια