Όλοι θέλουμε μια πολιτισμένη πολιτική διαμάχη, μακριά από τη διχόνοια και την εμφυλιοπολεμική ατμόσφαιρα. Άλλο όμως αυτό κι άλλο η συναίνεση για χάρη της συναίνεσης. Όταν υπάρχουν βαθιές διαφωνίες για την υφή του «κοινωνικού προβλήματος», όταν οι πολιτικές δυνάμεις αντικατοπτρίζουν εντόνως συγκρουόμενα συμφέροντα και αντιλήψεις, μια επίπλαστη συναίνεση απαξιώνει την πολιτική διαδικασία. Κι όταν απαξιώνεται η πολιτική διαδικασία, οι μόνοι κερδισμένοι είναι οι πολέμιοι της δημοκρατίας.
Μια κοινωνία σε κρίση θυμίζει δικαστική διαμάχη, με την κυβέρνηση μονίμως στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Όπως στο δικαστήριο, η μόνη ελπίδα για την «απονομή δικαιοσύνης» είναι η σκληρή σύγκρουση μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, του κατηγόρου και της υπεράσπισης – με την κάθε πλευρά να κάνει ό,τι είναι δυνατόν, εντός του πλαισίου της νομιμότητας και των δικονομικών κανόνων, ώστε να υπονομεύσει το επιχείρημα της άλλης, ενισχύοντας το δικό της.
Τον καιρό της κρίσης, κυβερνήσεις μεγάλου συνασπισμού (π.χ. της Γερμανίας σήμερα) καταντούν να εξυπηρετούν μόνο την... κρίση, καθώς, όταν οι απόψεις διίστανται σημαντικά, ο κοινός τόπος που απαιτεί μια συναίνεση είναι κάπου στη μέση.
Μόνον μέσα από αυτή την τιτάνια, αλλά πολιτισμένη και εντός κανόνων, σύγκρουση υπάρχει η πιθανότητα να υπερισχύσει το «δίκιο». Αν, αντί γι' αυτήν τη σκληρή αντιπαράθεση, κατήγορος, υπεράσπιση και δικαστές καθόντουσαν γύρω από ένα τραπέζι «να τα βρουν», καμία δικαιοσύνη δεν θα αποδιδόταν. Αθώοι θα κατέληγαν στη φυλακή, έστω για λίγους μήνες, πλάι-πλάι με τους βαριά ένοχους, που κι αυτοί θα αντιμετώπιζαν σχετικά ελαφριές ποινές (ως απόρροια της «συναίνεσης»). Όλοι θα ήταν «ολίγον ένοχοι».
Το ίδιο και στην πολιτική. Τον καιρό της κρίσης, κυβερνήσεις μεγάλου συνασπισμού (π.χ. της Γερμανίας σήμερα) καταντούν να εξυπηρετούν μόνο την... κρίση, καθώς, όταν οι απόψεις διίστανται σημαντικά, ο κοινός τόπος που απαιτεί μια συναίνεση είναι κάπου στη μέση. Σε κανονικούς καιρούς αυτή η «μέση» μπορεί να είναι χρήσιμη, π.χ. όταν οι κοινωνικές δαπάνες προσδιορίζονται συναινετικά σ' ένα επίπεδο ούτε τόσο υψηλό, που να χρεοκοπούν το κράτος, ούτε και τόσο χαμηλό, που να καταρρακώνουν την ιδέα ενός κράτους πρόνοιας. Όμως, σε μη κανονικούς καιρούς, τον καιρό της κρίσης π.χ., όταν το κράτος είναι πτωχευμένο, ό,τι και να κάνει με τις κοινωνικές δαπάνες, ο «μέσος» δρόμος είναι η χείριστη επιλογή.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, όπως και στο δικαστήριο, οι «ένορκοι»-πολίτες υποχρεούνται να αποφανθούν ως προς ένα απλό ερώτημα: πτώχευσε το κράτος ή όχι; Εξέρχεται από τη χρεοκοπία του με τις πολιτικές της κυβέρνησης ή βυθίζεται πιο πολύ σε αυτήν; Μέση απάντηση, όπως και στην περίπτωση της αθωότητας ή ενοχής ενός κατηγορούμενου, δεν υπάρχει. Ή, τουλάχιστον, δεν υπάρχει τέτοια απάντηση που να συνάδει με τη δικαιοσύνη στην περίπτωση του δικαστηρίου και με την έξοδο από την κρίση στην περίπτωση της ελληνικής κοινωνικής οικονομίας. Οι πολίτες είναι υποχρεωμένοι να πάρουν θέση (α) είτε υπέρ της κυβερνητικής θέσης ότι βγαίνουμε από την κρίση (και πως γι' αυτό πρέπει να μην αλλάξει η σημερινή πολιτική), (β) είτε υπέρ της θέσης της αντιπολίτευσης πως η σημερινή πολιτική βαθαίνει την κρίση. Ακριβώς όπως δεν πρέπει να φοβόμαστε τη στιγμή που το δικαστήριο θα αποφασίσει, όσο καλύτερα μπορεί, αν ο κατηγορούμενος είναι ένοχος ή αθώος, έτσι είναι και επιθυμητό, ορθό και απαραίτητο, να αποφανθεί ο πολίτης, στην κάλπη, ποια από τις δύο θέσεις, της κυβέρνησης ή της αντιπολίτευσης, είναι ορθή. Η μέση οδός σε συγκυρίες όπως η σημερινή είναι άκρως επικίνδυνη. Είναι σαν να πλησιάζει το αυτοκίνητο μια διχάλα με μεγάλη ταχύτητα και οι διαφωνούντες επιβαίνοντες, για «να τα βρουν» μεταξύ τους, να συναινούν πως πρέπει να μη στρίψουν ούτε αριστερά ούτε και δεξιά αλλά να συνεχίσουν ευθεία.
Αν η χώρα δεν αντέχει εκλογές –ένα επιχείρημα που πάντοτε επικαλούνταν οι τύραννοι –, τότε δεν αντέχει τη δημοκρατία.
Επί του (σημερινού) πρακτέου, ακούμε τους συγκυβερνώντες να λένε πως «δεν πρέπει να παίζουμε με τους θεσμούς», πως απαιτείται συναινετική εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, πως στη «χειρότερη» περίπτωση θα έπρεπε να προχωρήσουμε σε κυβέρνηση συνασπισμού ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί αυτό; Επειδή η συναίνεση είναι η βέλτιστη οδός για τη χώρα; Ή επειδή έτσι κάποιοι θα μείνουν στην εξουσία λίγο παραπάνω; Καταρχάς, δεν καταλαβαίνω γιατί αποτελεί «παίγνιο με τους θεσμούς» το να καταψηφίσει ένα κόμμα της αντιπολίτευσης τον υποψήφιο Πρόεδρο που προτείνει η συμπολίτευση με στόχο την προκήρυξη εκλογών. (Αν ήταν πρόβλημα κάτι τέτοιο και δεν ήταν θεμιτή η χρήση αυτού του δικαιώματος για να προκηρυχθούν εκλογές, τότε γιατί το Σύνταγμα προβλέπει αυτή την περίπτωση;) Ούτε κατανοώ τη μόνιμη επωδό πως η χώρα δεν αντέχει εκλογές. Αν η χώρα δεν αντέχει εκλογές –ένα επιχείρημα που πάντοτε επικαλούνταν οι τύραννοι –, τότε δεν αντέχει τη δημοκρατία.
Για να το πω λίγο διαφορετικά: στις μέρες που ζούμε, η χώρα δεν αντέχει να μην προβεί σε εκλογές, ακριβώς όπως η δικαιοσύνη δεν αντέχει τη μη σύγκρουση μεταξύ κατηγόρου και υπεράσπισης. Αυτό που πράγματι απαιτείται, ώστε η μη συναίνεση να παραγάγει μια θεραπευτική ετυμηγορία, είναι η συνεννόηση μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, ώστε η διαμάχη να εξελίσσεται πάντα εντός πολιτισμένων κανόνων που να βοηθούν τους πολίτες να λαμβάνουν τις αποφάσεις τους νηφάλια.
σχόλια