Μου αρέσουν πολύ οι ιστορίες. Mπορεί οι ιστορίες να υπάρχουν μόνο μέσα στις ιστορίες, αλλά ζωή δίχως ιστορίες δεν αξίζει να τη ζεις. Αυτό, τουλάχιστον, ισχυριζόταν ο Patrick Bauchau στην Κατάσταση των Πραγμάτων του Wim Wenders. Στην ίδια ταινία ήταν που ο τρισμέγιστος Samuel Fuller έλεγε, σκυμμένος πάνω στον πάγκο ενός μπαρ της γειτονιάς στη Λισαβόνα, πως η ζωή είναι έγχρωμη, αλλά το ασπρόμαυρο είναι πιο ρεαλιστικό.
Μια από τις αγαπημένες μου ιστορίες είναι αυτή που μου εκμυστηρεύτηκε ο Blaine Leslie Reininger, μ’ έναν φυλακισμένο στη Γερμανία που ήταν πεπεισμένος πως γνωρίζει ποιοι είναι οι Δώδεκα Αποστόλοι.
Στον δικό του Μυστικό Δείπνο, εκτός από τον ίδιο τον Blaine, ήταν, βέβαια, ο Blixa, όντας συμπατριώτης του, ο Nick Cave, ο Marc Almond, o Stuart Staples και, φυσικά, ο David Eugene Edwards. Ο άγνωστος βαρυποινίτης φίλος μας είχε ασφαλώς τα δίκια του. Αλλά, εκεί που δικαιώθηκε απολύτως είναι που άφησε τη θέση του Ιησού Χριστού στον ίδιο τον Μεσσία. Ίσως γι’ αυτό και να πάει στον Παράδεισο.
Μου αρέσουν πολύ οι ιστορίες. Τα τραγούδια που λένε ιστορίες. Τα τραγούδια των 16 Horsepower και των Wovenhand. Ιστορίες μέσα από το χώμα και την αύρα. Ιστορίες που θα μπορούσαν να είναι παραβολές ενός σίκουελ της Βίβλου. Ιστορίες που υπάρχουν μόνο σε γουέστερν που δεν γυρίστηκαν ποτέ. Δεν είναι εφήμερες, άρα αναλώσιμες. Κάποτε, στην εμπορική ακμή των Pogues, ρώτησαν τον Shane McGowan πως ένιωθε ως ποπ σταρ. «Άκουσε να δεις, φιλαράκο», απάντησε ο νεαρός Shane, «εγώ έχω μια ιστορία δύο χιλιάδων ετών. Κατάλαβες, παλιομαλάκα;».
O David Eugene Edwards ήταν ανάμεσα στους εκλεκτούς «καταραμένους» του ελληνικού κοινού ήδη από την εποχή των 16 Horsepower. Η πορεία του με τους Wovenhand απλώς εδραίωσε τη θέση του ως ενός σταθερού σημείου αναφοράς σ’ ένα κόσμο όπου όλα καταρρέουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Σαν τους δείκτες των χρηματιστηρίων. To αίμα που τρέχει στις φλέβες, λίγο πριν πιτσιλίσει τα πλακάκια. Ή το σπέρμα που εκτινάσσεται με ταχύτητα φωτός, σκορπώντας μωράκια κι έρωτες στο σιφόνι της σπασμένης βρύσης.
Έχει να κάνει με το δραματικό DNA του Έλληνα; Ίσως και να παίζει κάποιο ρόλο, αν υποθέσουμε πως οι Νεοέλληνες έχουν ακόμα την προδιάθεση για το δράμα και την τραγωδία. Ο ίδιος ο Eugene, πάντως, απορεί ευχάριστα. Το ίδιο, φαντάζομαι, κι εμείς. «Είμαι χαρούμενος κι ευγνώμων που έχουμε ένα τόσο καλλιεργημένο και πιστό κοινό στην Ελλάδα».
Η πνευματική ενατένιση και οι συνεπακόλουθες παλινωδίες που την προϋποθέτουν είναι, άραγε, πολυτέλεια όταν ζούμε καταστάσεις κοινωνικής εξαθλίωσης; «Δεν νομίζω πως η πνευματική ενατένιση σχετίζεται με τις συνθήκες της καθημερινής σου ζωής, τη δουλειά σου, την οικογένειά σου, ακόμη και την πατρίδα σου. Η πνευματική ζωή είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Κάποιος μπορεί να πιστεύει πως, αν είναι καλός άνθρωπος, καλός Χριστιανός ή καλός Μουσουλμάνος, η ζωή του θα πάει καλά, θα’ χει μια καλή δουλειά, θα υπάρχει αλληλοσεβασμός και αλληλοεκτίμηση, αλλά ο κόσμος δεν λειτουργεί έτσι.
Η όλη οικονομική κρίση είναι τρελή γιατί έχεις κάποιες χώρες να λένε σε κάποιες άλλες χώρες πως χρωστάνε, τη στιγμή που όλες ανεξαιρέτως οι χώρες είναι χρεωμένες. Πάρε για παράδειγμα τις ΗΠΑ: έχουν χρέη τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Απλώς τυπώνουμε σε χαρτί και αυτό το κομματάκι χαρτί το λέμε “χρήμα”. Οι χώρες που θεωρούνται υπερδυνάμεις είναι αυτές που, αργά ή γρήγορα, θ’ αντιμετωπίσουν το μεγαλύτερο πρόβλημα. Όλοι, λοιπόν, ζούμε με “δανεικά” χρήματα ή, ακόμη χειρότερα, με χρήματα που δεν υπάρχουν! Όλος ο κόσμος ζει καθ’ υπέρβαση των αναγκών του. Όλοι θέλουν να έχουν ένα σπίτι, μια βάρκα ή ένα αμάξι και όταν δεν το έχουν ή όταν τους το παίρνουν, γίνονται δυστυχείς. Οι άνθρωποι θέλουν να ζήσουν όπως θέλουν να ζήσουν, αλλά, την ίδια στιγμή, ο κόσμος μας είναι διεφθαρμένος. Η κρίση, όμως, μας κάνει ν’ ανακαλύπτουμε από την αρχή αξίες όπως η αλληλεγγύη, η εγκράτεια, η ταπεινότητα. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν είναι σημαντικό για μένα. Αυτό που με απασχολεί είναι ο Θεός και η πνευματική ζωή, που δεν έχει σχέση με το χρήμα ή τα καταναλωτικά αγαθά, με το πόσα αυτοκίνητα ή γαϊδούρια έχεις. Το ξέρω πως όλα κοστίζουν σε χρήμα. Χρειάζεσαι χρήματα για να πας σε μια συναυλία, χρειάζομαι χρήματα για να έρθω στην Ελλάδα και να παίξω. Θεωρώ τον εαυτό μου ιδιαίτερα τυχερό που μπορώ κι εργάζομαι. Υπάρχουν εκατομμύρια συγκροτήματα που θέλουν να παίξουν μουσική και να περιοδεύσουν.
Ό,τι κάναμε έγινε με τον τρόπο που υποτίθεται πως δεν έπρεπε να συμβεί! Εγώ προσπαθώ να επικοινωνώ. Όπως και να συμβαίνει αυτό.
Προσπαθώ να μοιράζομαι ό,τι μαθαίνω μέσα από τη ζωή και τη μουσική. Δεν με απασχολεί τίποτε άλλο. Δεν νιώθω μέρος της μουσικής βιομηχανίας. Οι καταβολές μου είναι εντελώς διαφορετικές».
Και κάπως έτσι ο Θεός ταξίδεψε από το Ντένβερ στη Φωκίωνος Νέγρη. Ή, καλύτερα, στην Καθολική Εκκλησία της οδού Επτανήσου. Στο Μοναχικό Τάγμα των πατέρων της Μεταστάσεως (Ασσομψιονιστών).
σχόλια