[Αργυρώ Μποζώνη]
«Σε έναν κόσμο που κυριαρχείται από την αδικία, η φιλοδοξία να παραμείνει κάποιος ουδέτερος, είναι απλώς κυνισμός. Αποφασίστε επιτέλους Μπουλγκάκοφ: σε ποιά πλευρά του οδοφράγματος βρίσκεστε;»
Είναι σαφώς λιγότεροι από τους αναγνώστες του Μπουλκάκοφ, αυτοί που ξέρουν για την ταραχώδη ζωή του. Ο συγγραφέας έζησε στο μεταίχμιο των εποχών, με τις ιδεαλιστικές απόψεις του να είναι απαγορευμένες και την ανάσα του καθεστώτος να καθορίζει τη μοίρα του. Ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ ακολούθησε την μοίρα πολλών ταλαντούχων ανθρώπων που είχαν την ατυχία να ζήσουν το πρώτο μισό του 20ου αιώνα στην τότε Ε.Σ.Σ.Δ. Είδε την «εξαφάνιση» οικείων και γνωστών. Έμαθε από τις εφημερίδες της εποχής την εκτέλεση των «αντιφρονούντων» φίλων του. Βίωσε την στενή παρακολούθηση των οργάνων της Μυστικής Αστυνομίας αλλά έτυχε και της προσοχής του Στάλιν, ο οποίος ήταν ο πρώτος αναγνώστης του μυθιστορήματός του «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα».
Ο άνθρωπος που έγραψε κατά τον Λ. Κ. Μπόρχες το μοναδικό μυθιστόρημα στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας, το «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα» ήταν παιδί της εποχής του, ήταν και παρέμεινε ως το τέλος γιος της ρωσικής γης, διάκονος της λογοτεχνίας και της τέχνης και ένας βασανισμένος άνθρωπος που βρήκε την δικαίωση του αλλά και την θέση του στην ιστορία της ρωσικής αλλά και παγκόσμιας λογοτεχνίας πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του. Με αφορμή την μυθιστορηματική ζωή του, ο Ισπανός συγγραφέας Χουάν Μαγιόρκα γράφει το έργο «Γράμματα αγάπης στον Στάλιν», μια φανταστική ιστορία βασισμένη στην τρομερή εμπειρία του μεγάλου ρώσου συγγραφέα Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, τον οποίο ο σταλινισμός καταδίκασε σε σιωπή. Η δράση διαδραματίζεται τη δεκαετία του '30, όταν ο Μπουλγκάκοφ, απεγνωσμένος από την απόλυτη λογοκρισία που επιβάλλεται στα έργα του, μετατρέπεται σε «συγγραφέα για έναν μόνο αναγνώστη»: γράφει το ένα γράμμα μετά το άλλο στον Στάλιν, απαιτώντας ή να ζήσει ελεύθερος ως καλλιτέχνης στη Σοβιετική Ένωση ή να του δοθεί η άδεια να φύγει από τη χώρα. Περιθωριοποιημένος σε μια κοινωνία της οποίας φέρεται ως προδότης, με την υποστήριξη και τη θαλπωρή μόνο της συζύγου του, ο Μπουλγκάκοφ περιμένει εις μάτην μια απάντηση από τον μεγάλο σύντροφο. Την παράσταση «Γράμματα αγάπης στον Στάλιν» που παίζεται στο Studio Μαυρομιχάλη, σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Μυλωνάς. Μιλήσαμε μαζί του για τον Μπουλγκάκοφ και την εποχή του.
Πώς ενδιαφερθήκατε γιαυτό το έργο;
Από καιρό έψαχνα έργο να σκηνοθετήσω. Το 12ο που διάβασα ήταν το «Γράμματα αγάπης στον Στάλιν» του Χουάν Μαγιόργκα. Χωρίς δεύτερη σκέψη αποφάσισα να ασχοληθώ με αυτό. Η ελευθερία του λόγου, η σχέση καλλιτέχνη-εξουσίας, η αυθυπαρξία ήταν θέματα που ανέκαθεν με απασχολούσαν και στο έργο του Μαγιόργκα βρήκα το κατάλληλο πεδίο να τα προσεγγίσω σκηνικά.
Πού συναντάει η μυθοπλασία την αληθινή ιστορία;
Τα αληθινά γεγονότα από τα οποία εμπνέεται ο Μαγιόργκα είναι τα εξής: Από το 1927 και μετά ο Μπουλγκάκοφ δέχεται σκληρές κριτικές για τα έργα του που θεωρούνται εχθρικά απέναντι στο σταλινικό καθεστώς ενώ ο ίδιος χαρακτηρίζεται ως «αστός που φτύνει δηλητήριο στο πρόσωπο της εργατικής τάξης». Σύντομα τις κριτικές τις διαδέχεται η πλήρης απαγόρευση όλων του των έργων από τη δημοσίευση των μυθιστορημάτων του μέχρι τη διακοπή των θεατρικών του. Ο ίδιος αρνείται να συμβιβαστεί και να γράψει φιλοκαθεστωτικά κείμενα ενώ στέλνει διαρκώς επιστολές προς την «σοβιετική κυβέρνηση» (αξίζει εδώ να σημειώσω πως ο Μπουλγκάκοφ συνειδητά δεν χρησιμοποιούσε την ορολογία της εποχής που ήθελε την κυβέρνηση να ονομάζεται Σοβιέτ των λαϊκών κομισάριων) και τον Στάλιν όπου του ζητάει ή να αρθεί η οποιαδήποτε απαγόρευση ή να του επιτραπεί να εγκαταλείψει τη χώρα. Τον Απρίλιο του 1930 αυτοκτονεί ο Μαγιακόφσκι. Συγκλονίστηκαν όλοι. Λογοτέχνες, αναγνώστες, εξουσία. Στις 18 Απριλίου, μία ημέρα μετά την κηδεία του Μαγιακόφσκι ο Μπουλγκάκοφ δέχεται ένα τηλεφώνημα από τον ίδιο τον Στάλιν. Ο Στάλιν με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο, καθησύχασε τον Μπουλγκάκοφ, τον διαβεβαίωσε ότι θα προσληφθεί στο Θέατρο Τέχνης, αλλά δεν είπε τίποτα ούτε για την άρση της απαγόρευσης δημοσίευσης των έργων του, ούτε για το δικαίωμα να φύγει στο εξωτερικό. Ουσιαστικά τα απέκλεισε και τα δύο. Τόσο τις επιστολές όσο και το τηλεφώνημα του Στάλιν τα συναντάμε στο έργο του Μαγιόργκα. Η μυθοπλασία έγκειται στο ότι ο Μαγιόργκα βάζει τον Μπουλγκάκοφ να δέχεται την επίσκεψη του Στάλιν στο σπίτι του.
Σε ποια χρονική στιγμή συμβαίνει αυτό;
To έργο διαδραματίζεται το 1929 όταν πλέον έχουν απαγορευθεί σχεδόν όλα τα έργα του Μπουλγκάκοφ.
Πότε απαγορεύονται τα έργα του και γιατί;
Η απαγόρευση των έργων του ξεκινάει από το 1928 και μετά καθώς θεωρούνται αντικαθεστωτικά και αντισταλινικά. Παρά τις πιέσεις που δέχεται (λογοκρισία, G.P.U., κατέβασμα θεατρικών του παραστάσεων, έρευνα στο σπίτι του και κατάσχεση των γραπτών του κλπ), ο ίδιος αρνείται να συμμορφωθεί και να γράψει σύμφωνα με τις επιταγές του καθεστώτος καθώς ο ίδιος θεωρεί ότι ο αγώνας κατά της λογοκρισίας αποτελεί το ύψιστο καθήκον ενός ανθρώπου της τέχνης.
Τι γράφουν οι εφημερίδες της εποχής;
Οι εφημερίδες γράφουν διαβρωτικά σχόλια για όλα τα έργα του και για την προσωπικότητα του, το κατηγορούν ως αστό και αντιμπολσεβίκο, ότι αρνείται όλα τα επιτεύγματα της επανάστασης και ότι υπερασπίζεται τους εχθρούς της Επανάστασης. Ενδεικτικά δημοσιεύματα που αναφέρονται και στο έργο είναι: «Αστός που φτύνει δηλητήριο στο πρόσωπο της εργατικής τάξης αλλά δεν μπορεί να τη βλάψει», «Σκυλί που χώνει τη μούρη του στα σκουπίδια» κλπ.
Πώς ζεί ο Μπουλγκάκωφ;
O Μπουλγκάκοφ βρίσκεται σε απελπιστική και αδιέξοδη κατάσταση. Παρόλο που γράφει, δεν δημοσιεύεται τίποτα, κατεβαίνουν οι θεατρικές του παραστάσεις, η οικονομική του κατάσταση είναι άθλια, δεν έχει δουλειά, έχει βρεθεί αρκετές φορές στη G.P.U. για ανάκριση και ουσιαστικά. Για τα προς το ζην, συντηρείται από φίλους , παραδίδει μαθήματα θεάτρου το πρωί σε ένα σχολείο, αντικαθιστά τους άρρωστους ηθοποιούς στο θέατρο του Στανισλάφσκι όπως επίσης στο Θέατρο της Εργατικής Νεολαίας.
Ποιοί άλλοι συγγραφείς υφίστανται αυτές τις διώξεις;
Το 1928 ο Στάλιν διέγραψε από το κόμμα τους Μπουχάριν, Ρίκοβ και Τόμσκυ. Τον ίδιο χρόνο ο Τρότσκι εξορίστηκε από τη χώρα. Έχοντας παροπλίσει τον Μπουχάριν και εξορίσει τον Τρότσκι, ο Στάλιν μπορεί να ειπωθεί, ότι αναδείχθηκε ο ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης τον Δεκέμβριο του 1929. Αργότερα ξεκινήσανε οι εκκαθαρίσεις που κράτησαν μέχρι το 1938. Το 1928 ο Στάλιν αναφέρθηκε στον Μπουλγκάκοφ στην επιστολή που έστειλε στον δραματουργό Μπιλ – Μπελοτσερκόφσκι, έναν από τους διώκτες του Μπουλγκάκοφ: «Το έργο «Φυγή» είναι μια απόπειρα να προκληθούν συμπάθειες προς ορισμένα στρώματα της αντισοβιετικής εμιγκράτσιας... η «Φυγή» είναι ένα αντισοβιετικό φαινόμενο». Άλλοι συγγραφείς που διώχθηκαν είναι ο Εσσένιν, ο Σόμπολ, ο Μαγιακόφσκι, ο Ζαμιάτιν κ.α.
Ο καλλιτέχνης που σωπαίνει δεν είναι αληθινός καλλιτέχνης;
Ο καλλιτέχνης οφείλει να μη δέχεται όρια αλλά να τα θέτει ο ίδιος, να υπερασπίζεται την αυτονομία της δημιουργικότητας, να σκαλίζει τις πληγές και να σαρκάζει τις αδυναμίες της κοινωνίας, με άλλα λόγια να «παίζει τον ρόλο του διαβόλου» που έρχεται με το έργο του για να ταρακουνήσει τις ζωές μας. Με λίγα λόγια να κάνει ο,τι καλύτερο μπορεί δηλαδή να κάνει πάντα αυτό που θέλει.
Info:
Μετάφραση: Μαρία Χατζηεμμανουήλ
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Μυλωνάς
Σκηνικά-κοστούμια: Κωνσταντίνος Ζαμάνης
Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα
Μουσική & Ηχητικός Σχεδιασμός: Λάμπρος Πηγούνης
Επιμέλεια Κίνησης: Θάλεια Δήτσα
Ερμηνεύουν:
Μπουλγκάκοφ: Mελέτης Ηλίας
Μπουλγκάκοβα: Άννα Ελεφάντη
Στάλιν: Στάθης Σταμουλακάτος
Οι παραστάσεις θα διαρκέσουν έως τις 11 Απριλίου.
_______________________
Μια βιογραφία
Γεννήθηκε ο Μιχαήλ Αφανάσιεβιτς Μπουλγκάκοφ στις 3 Μαΐου 1891 στην οικογένεια του καθηγητή της Θεολογικής Ακαδημίας του Κιέβου Αφανάσι Ιβάνοβιτς Μπουλγκάκοφ και της συζύγου του Βαρβάρας Μιχαήλοβνα Ποκρόφσκαγια.
Στις 18 του ίδιου μήνα βαπτίστηκε ορθόδοξος χριστιανός και πήρε το όνομα του από τον προστάτη της πόλεως του Κιέβου αρχάγγελου Μιχαήλ. Ανάδοχοι του ήταν ο τακτικός καθηγητής της Θεολογικής Ακαδημίας Νικολάι Ιβάνοβιτς Πετρόφ και η γιαγιά του, από την μεριά του πατέρα του, Ολυμπιάδα Φιοντόροβνα Μπουλγκάκοβα.
Το διάστημα 1892 – 1899 η οικογένεια Μπουλγκάκοφ αλλάζει συχνά τόσο κατοικίας αναζητώντας συνεχώς φθηνότερο ενοίκιο.
Το 1892 γεννιέται η αδελφή του Βέρα, το 1895 η αδελφή του Ναντιέζντα και το 1898 ο αδελφός του Νικολάι, ενώ την σειρά συμπληρώνει η γέννηση του αδελφού του Ιβάν το 1900. Χρόνια κατά την οποία ο νεαρός Μιχαήλ αρχίζει να φοιτά στην προκαταρτική τάξη του Α' Γυμνασίου Αρρένων του Κιέβου.
Την επόμενη χρονιά και συγκεκριμένα μετά την 22α Αυγούστου ο Μπουλγκάκοφ γίνεται μαθητής του Α' Γυμνασίου αρρένων.
Το 1902 η οικογένεια του υποδέχεται το νέο της μέλος, την αδελφή του Γιλένα. Το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου της ζωής των Μπουλγκάκοφ είναι οι συνεχείς μετακομίσεις από το ένα σπίτι στο άλλο αλλά και οι ετήσιες διακοπές στο χωριό Μπούτσα, κοντά στο Κίεβο.
Το 1907 ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ χάνει τον πατέρα του από νεφρική ανεπάρκεια. Το 1908 αρχίζει το ειδύλλιό του με την Τατιάνα Νικολάγιεβνα Λάππα, μαθήτρια Γυμνασίου από το Σαράτοβ, κόρη τοπικού αξιωματούχου που έκανε διακοπές στο Κίεβο.
Το 1909 τελειώνει τις γυμνασιακές του σπουδές και αρχίζει η φοίτησή του στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Κιέβου. Η γνωριμία του με την Τατιάνα Νικολάγιεβνα αποκτά πια επίσημο χαρακτήρα όταν το 1911 ο Μιχαήλ επισκέπτεται τους γονείς της στο Σαράτοβ.
Από το 1912 μέχρι το 1915 ο Μπουλγκάκοφ φοιτά επαναληπτικά στο δεύτερο έτος της Ιατρικής Σχολής. Το 1912 πηγαίνει για άλλη μια φορά στο Σαράτοφ, επιστρέφει όμως μαζί με την Τατιάνα Νικολάγιεβνα και στις 26 Απριλίου 1915 παντρεύονται και νοικιάζουν δικό τους σπίτι.
Το 1914 με την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ο Μπουλγκάκοφ συμμετέχει ενεργά στην δημιουργία και λειτουργία στρατιωτικού νοσοκομείου στο Σαράτοφ όπου εργάζεται ως γιατρός και το φθινόπωρο επιστρέφει στο Κίεβο για να συνεχίσει τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο.
Το 1915 κάνει αίτηση για να υπηρετήσει ως γιατρός στο πολεμικό ναυτικό, η υγειονομική όμως επιτροπή τον κρίνει ακατάλληλο για στρατιωτική υπηρεσία λόγω υγείας και έτσι με απόφαση του κοσμήτορα της Ιατρικής Σχολής ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ διορίζεται γιατρός στο στρατιωτικό νοσοκομείο του Κιέβου.
Το 1916 δίνει με επιτυχία της πτυχιακές του εξετάσεις, παίρνει το πτυχίο του και εργάζεται στα προκεχωρημένα κινητά στρατιωτικά νοσοκομεία στο Κάμενεσκ – Ποντόλσκ και στο Τσερνοβτσί. Τον Ιούλιο του ιδίου έτους απολύεται «εκ των τάξεων του στρατού» και τίθεται στην διάθεση του Κυβερνήτη του Σμολένσκ ως αγροτικός γιατρός.
Το 1917 μαζί με την σύζυγό του πηγαίνει να επισκεφτεί τους γονείς της όπου τον προλαβαίνουν τα νέα για την Επανάσταση του Φλεβάρη, αμέσως επιστρέφει στο Κίεβο συγκεντρώνει όλα τα απαραίτητα νομικά ντοκουμέντα και επιστρέφει στο Νικόλσκ. Είναι η εποχή της συμβίωσής του με την μορφίνη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το φθινόπωρο αυτής της χρονιά να αρχίσει να δουλεύει ένα κύκλο αυτοβιογραφικών διηγημάτων αναφορικά με την ζωή του ως γιατρός στο νοσοκομείο του Νικόλσκ. Τον Δεκέμβριο επισκέπτεται την οικογένεια του στην Μόσχα και τους γονείς της συζύγου του στο Σαράτοβ.
Το 1918 ο Μπουλγκάκοφ απαλλάσσεται οριστικά από την υποχρέωση στρατιωτικής θητείας και επιστρέφει στο Κίεβο, όπου με τη βοήθεια του δευτέρου συζύγου της μητέρας του Ιβάν Πάβλοβιτς Βοσκρεσένκσκι από την τρομερή του έξη για την μορφίνη και ανοίγει το δικό του ιατρείο ως αφροδισιολόγος. Τον Δεκέμβριο ζει ως αυτόπτης μάρτυρας της βιαιότητας των στρατευμάτων του Πετλιούρα, που κατέλαβαν τη γενέθλια πόλη του και έλαβε μέρος στην άμυνά της.
Το 1919 ο Μπουλγκάκοφ επιστρατεύεται ως στρατιωτικός γιατρός στο στρατό της Ουκρανικής Λαϊκής Δημοκρατίας. Τη νύχτα της 3ης Φεβρουαρίου κατά την διάρκεια της υποχώρησης του στρατού αυτομολεί. Το καλοκαίρι γράφει τις «Σημειώσεις ενός αγροτικού γιατρού» που αργότερα θα τιτλοφορηθούν «Σημειώσεις ενός νεαρού γιατρού» και τα διηγήματα «Το πρώτο άνθος» και «Αρρώστια». Στα τέλη Αυγούστου επιστρατεύεται και πάλι, αυτή την φορά όμως από τον Κόκκινο Στρατό ως στρατιωτικός γιατρός και εγκαταλείπει το Κίεβο κατά την υποχώρησή του. Επιστρέφει μαζί με τον Κόκκινο Στρατό τον Οκτώβριο, αλλά αυτομολεί στον στρατό των Ενόπλων Δυνάμεων του Νότου της Ρωσίας και γίνεται επικεφαλής του υγειονομικού λόχου του 3ου Συντάγματος των Κοζάκων της Τβερ. Αρχίζει η περιπλάνησή του στον Βόρειο Καύκασο και η συμμετοχή του στον πόλεμο κατά των Τσετσένων αυτονομιστών της περιοχής. Στη συνέχεια φτάνει στο Βλαντικαυκάζ και αναλαμβάνει καθήκοντα στο στρατιωτικό νοσοκομείο. Εκεί δημοσιεύονται για πρώτη φορά η επιφυλλίδες «Οι προοπτικές του μέλλοντός μας» και «Γκρόζνι». Στα τέλη Δεκεμβρίου εγκαταλείπει οριστικά την θέση του γιατρού και αρχίζει να εργάζεται σε εφημερίδες και περιοδικά.
Στις 18 Ιανουαρίου 1920 δημοσιεύεται η επιφυλλίδα «Στο καφέ» στην «Εφημερίδα του Καυκάσου». Αρχές Μαρτίου όμως ο τύφος διακόπτει προσωρινά την ενασχόληση του με την συγγραφή. Ένα μήνα αργότερα διορίζεται επικεφαλής του λογοτεχνικού τμήματος της επαναστατικής επιτροπής του Βλαντικαυκάζ και τέλη Μαΐου επικεφαλής του θεατρικού τμήματός της. Παράλληλα δίνει διαλέξεις πριν από τις παραστάσεις της όπερας και του θεάτρου δράματος και γράφει το θεατρικό έργο «Αυτοάμυνα», η πρεμιέρα του οποίου γίνεται στις 4 Ιουνίου στη σκηνή του Πρώτου Θεάτρου του Βλαντικαυκάζ. Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο γράφει το θεατρικό έργο «Αδελφοί Τουρμπινί» και από τον Οκτώβριο αρχίζει να διδάσκει στο Δραματουργικό Εργαστήριο της πόλης. Στις 28 Οκτωβρίου όμως η Επιτροπή διερεύνησης της δράσης του Τμήματος Πολιτισμού ασκεί έντονη κριτική στο «Αδελφοί Τουρμπινί» και ο Μπουλγκάκοφ μαζί με άλλους δύο λογοτέχνες εκδιώκεται. Το διάστημα Νοεμβρίου – Δεκεμβρίου αυτής της χρονιάς τον βρίσκει να γράφει την κωμωδία «Λασπωμένοι αρραβωνιάριδες», η οποία δεν ανέβηκε ποτέ στο θέατρο.
Από τα τέλη Ιανουαρίου μέχρι τις αρχές Φεβρουαρίου 1912 ο Μπουλγκάκοφ γράφει το θεατρικό έργο «Οι κομμουνάριοι του Παρισιού» το οποίο ανέβηκε στο τοπικό θέατρο. Την ίδια περίοδο στέλνει τρία θεατρικά έργα «Οι αδελφοί Τουρμπινί», «Αυτοάμυνα» και «Οι κομμουνάριοι του Παρισιού» στην Μόσχα, στον διαγωνισμό του εργαστηρίου κομμουνιστικής δραματουργίας, αλλά δίχως να μπορέσει να διακριθεί. Ταυτόχρονα όμως συγγράφει ένα μυθιστόρημα πάνω στον καμβά του διηγήματός του «Αρρώστια». Στα μέσα Μαρτίου γίνεται η πρεμιέρα του έργου του «Οι κομμουνάριοι του Παρισιού» στο θέατρο του Βλαντικαυκάζ. Ο Μπουλγκάκοφ διανύει μια περίοδο έντονης δημιουργικής δουλειάς. Γράφει θεατρικά έργα και αναλαμβάνει καθήκοντα ως κοσμήτορας της θεατρικής σχολής του πανεπιστημίου. Εγκαταλείπει όμως το Βλαντικαυκάζ και πηγαίνει στην Τιφλίδα μέσω του Μπακού μαζί με την σύζυγό του. Προσπαθεί, μάταια να φτάσει στην Κωνσταντινούπολη ή να βρει αμειβόμενη λογοτεχνική δουλειά στο Μπατούμ και έτσι αναγκάζεται να επιστρέψει στο Κίεβο όπου εργάζεται πάνω στην διασκευή του μυθιστορήματος του Λέοντα Τολστόι «Πόλεμος και Ειρήνη».
Στις 28 Σεπτεμβρίου πηγαίνει στην Μόσχα και καταθέτει αίτηση να γίνει μέλος του Λογοτεχνικού Τμήματος του Υπουργείου Λαϊκής Παιδείας, στο οποίο προσλαμβάνεται ως γραμματέας. Τις νύχτες εξακολουθεί να γράφει, αλλά τα κείμενα αυτής της περιόδου δεν είδαν ποτέ το φως της δημοσιότητας. Πρόκειται για τις επιφυλλίδες «Ευγένιος Ονέγκιν» και «Η Μούσα της εκδίκησης». Οι δυσκολίες συνεχίζονται. Το τμήμα κουλτούρας διαλύεται και ο Μπουλγκάκοφ απολύεται. Αναγκάζεται να εργαστεί ως δημοσιογράφος στην εβδομαδιαία εφημερίδα «Ταχυδρόμος του Εμπορίου και της Βιομηχανίας». Τους δύο τελευταίους μήνες του έτους αυτού υπαγορεύει στην δακτυλογράφο Ι. Σ. Ρααμπέν το πρώτο μέρος της νουβέλας «Σημειώσεις στα μανίκια».
Στις 13 Φεβρουαρίου 1922 στέλνει στην αδελφή του Ναντιέζντα στο Κίεβο την επιφυλλίδα «Η αναγέννηση του εμπορίου» με την παράκληση να φροντίσει να δημοσιευτεί στον τοπικό Τύπο. Μάταια, η επιφυλλίδα αυτή δεν είδε ποτέ το φως της δημοσιότητας. Χάνει για άλλη μια φορά την δουλειά του, αφού οι αρχές κλείνουν τον «Ταχυδρόμο του Εμπορίου και της Βιομηχανίας». Ταυτόχρονα, η μητέρα του πεθαίνει από τύφο στο Κίεβο.
Στις 4 Μαρτίου βλέπει το κείμενο του με τίτλο «Η φάμπρικα των εμιγκρέδων» να δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Πράβντα». Για δύο μήνες εργάζεται στο εκδοτικό τμήμα της Ακαδημίας Πολεμικής Αεροπορίας και παράλληλα εργάζεται ως ρεπόρτερ στην εφημερίδα «Εργάτης». Μέσα σε λίγους μήνες δημοσιεύει 29 επιφυλλίδες και άρθρα με διάφορα ψευδώνυμα.
Στις αρχές Μαρτίου γράφει το διήγημα «Οι ασυνήθιστες περιπέτειες ενός γιατρού». Τον ίδιο μήνα γνωρίζονται οικογενειακώς με την οικογένεια των Ζεμσκί, με τους οποίους οργανώνουν βραδιές πνευματιστικού χαρακτήρα. Περνάει τους επόμενους μήνες γράφοντας επιφυλλίδες, διηγήματα και άρθρα.
Το 1923 ξεκινάει με την δημοσίευση του δεύτερου μέρους από τις «Σημειώσεις στα μανίκια» στο περιοδικό «Ρωσία» της Μόσχας. Από τις αρχές του χρόνου αρχίζει να εργάζεται πάνω στο μυθιστόρημα «Η Λευκή Φρουρά» και προσπαθεί να ιδρύσει το περιοδικό «Επιθεωρητής», την έκδοση του οποίου απαγόρευσαν οι αρχές. Συνεχίζει να γράφει με πυρετώδεις ρυθμούς και να δημοσιεύει τα κείμενα του σε διάφορα έντυπα.
Στις 31 Αυγούστου ανακοινώνει στον φίλο του, συγγραφέα Γιούρι Σλιόζκιν ότι τελείωσε τη συγγραφή της νουβέλας «Διαβολιάδα» αλλά της «Λευκής Φρουράς». Για την «Διαβολιάδα» θα λάβει αμοιβή 50 ρουβλίων ανά τυπογραφικό φύλλο τον Οκτώβριο.
Στις αρχές Ιανουαρίου 1924 σε μία λογοτεχνική εκδήλωση γνωρίζει την Λιουμπόφ Γιεβγιένιεβα Μπελοζέρσκαγια, η οποία στη συνέχεια θα γίνει η δεύτερη σύζυγός του. Τον Απρίλιο της ίδιας χρονιά χωρίζει από την πρώτη του σύζυγό. Οι μήνες περνούν μέσα στην έντονη συγγραφική δραστηριότητα και βλέπει τα διηγήματα, τις νουβέλες, τις επιφυλλίδες αλλά και τις μεταφράσεις του από τα γαλλικά να δημοσιεύονται σε διάφορα έντυπα.
Το 1925 ξεκινάει με την δημοσίευση του πρώτους μέρους του μυθιστορήματος «Η Λευκή Φρουρά». Η δημοσίευση του φέρνει δημοσιότητα. Γνωρίζεται με τον Αντρέι Μπέλι. Γράφει την «Καρδιά του σκύλου», τα «Μοιραία αυγά» και καλείται από τον σκηνοθέτη του Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας να Μπ. Ι. Βερσίλοφ να γράψει την διασκευή της «Λευκής Φρουράς» για το θέατρο. Αλληλογραφεί με τον ποιητή Μαξιμιλιάν Βολόσιν, ο οποίος τον καλεί στο Κοκτεμπέλ μαζί με την σύζυγό του. Παράλληλα, στην Μόσχα, γίνονται έντονες συζητήσεις με την καλλιτεχνική επιτροπή του Θεάτρου Τέχνης σχετικά με τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν κατά την γνώμη πολλών μελών της επιτροπής στην «Λευκή Φρουρά».
Το 1926 ο Μπουλγκάκοφ υπογράφει συμβόλαιο με το Εργαστήρι του Ε. Μπ. Βατχάνκοφ για την κωμωδία «Το διαμέρισμα του Ζοίκιν». Στα τέλη Ιανουαρίου αρχίζουν οι πρόβες της «Λευκής Φρουράς» στο Θέατρο Τέχνης. Στις 12 Φεβρουαρίου συμμετέχει στην δημόσια συζήτηση του περιοδικού «Λογοτεχνική Ρωσία» στον Οίκο Συγγραφέων. Εκεί σύμφωνα με την αναφορά πληροφοριοδότη της ΓΚΕ.ΜΠΕ.ΟΥ. «ο συγγραφέας ζήτησε να σταματήσει πια η αναπαραγωγή των «κόκκινων Τολστόι» και ότι οι μπολσεβίκοι θα πρέπει να σταματήσουν να βλέπουν κοντόφθαλμα την λογοτεχνία και να δώσουν βήμα στις σελίδες των περιοδικών τους στη νέα λογοτεχνία και στους νέους, ζωντανούς συγγραφείς. Θα πρέπει να δοθεί η ευκαιρία στους συγγραφείς να γράφουν για τον άνθρωπο και όχι για την πολιτική».
Στις 2 Μαρτίου υπογράφει συμβόλαιο με το Θέατρο Τέχνης για το θεατρικό του έργο «Η καρδιά του σκύλου». Τους επόμενους μήνες υπογράφει αντίστοιχα συμβόλαια με το Θέατρο Βαχτάνκοφ, και με το Μεγάλο Θέατρο του Λένινγκραντ, ενώ δείχνει τις δύο πρώτες σκηνές της «Λευκής Φρουράς» στον μεγάλο σκηνοθέτη Κ. Σ. Στανισλάφσκι.
Στις 7 Μαΐου η ΓΚΕ.ΜΠΕ.ΟΥ πραγματοποιεί αιφνιδιαστική έρευνα στο διαμέρισμά του και κατάσχει τα χειρόγραφα και τα αντίγραφα της «Καρδιάς του σκύλου», τα οποία επέστρεψε στον συγγραφέα μετά από τρία ολόκληρα χρόνια. Μαζί με τα χειρόγραφα αυτά ήταν και το ημερολόγιο του Μπουλγκάκοφ, το οποίο κατέστρεψε μόλις ξανάπιασε στα χέρια του. Ταξιδεύει στο Λένινγκραντ, συμμετέχει σε διάφορες λογοτεχνικές συζητήσεις και καλείται στην ΓΚΕ.ΜΠΕ.ΟΥ για ανάκριση, προκειμένου να δώσει εξηγήσεις. Αρχίζει η φιλία του με την Άννα Αχμάτοβα και τον Γιεβγένι Ζαμιάτιν. Αρχίζουν οι πρόβες στο Θέατρο Τέχνης για το ανέβασμα της «Λευκής Φρουράς». Η καλλιτεχνική επιτροπή ζητάει να αφαιρεθεί η σκηνή με τις βιαιότητες των στρατευμάτων του Πετλιούρα, ο Μπουλγκάκοφ αρνείται και απειλεί να αποσύρει το θεατρικό του. Οι δυσκολίες ξεπερνιούνται, οι πρόβες συνεχίζονται κανονικά.
Στις 22 Σεπτεμβρίου ο Μπουλγκάκοφ καλείται και πάλι στην ΓΚΕ.ΜΠΕ.ΟΥ για ανάκριση. Οι πιέσεις του καθεστώτος συνεχίζονται. Η χρονιά κλίνει με την γνωριμία του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ με τον φιλόλογο και φιλόσοφο Πάβελ Σεργκιέγιεβιτς Ποπόφ, ο οποίος στη συνέχεια θα γίνει ο καλύτερος φίλος του αλλά και ο πρώτος βιογράφος του.
Δύσκολη είναι η χρονιά του 1927. Αν και ξεκινάει με την 50η παράσταση του θεατρικού «Οι ημέρες των Τουρμπινί» στο Θέατρο Τέχνης στην Μόσχα και την ολοκλήρωση του θεατρικού έργου «Ερυθρά Νήσος», ο συγγραφέας την χρονιά αυτή θα παλεύει συνεχώς με το νέο καθεστώς, το οποίο θέτει εμπόδια στο έργο του με αποτέλεσμα να τον υποχρεώσει να παραιτηθεί από την Ένωση θεατρικών συγγραφέων της Μόσχας διαμαρτυρόμενος για την στάση του υπουργού Παιδείας Α. Β. Λουνατσάρσκι, ο οποίος άσκησε δριμεία κριτική στις «Ημέρες των Τουρμπινί».
Τον Δεκέμβριο όμως ο γαλλικός εκδοτικός οίκος «Κονκόρντ» με τη σύμφωνη γνώμη του συγγραφέα δημοσιεύει την «Λευκή Φρουρά» αλλά παράλληλα αρχίζει η δικαστική διαμάχη του Μπουλγκάκοφ με τον πρώην εκδότη του Ζ. Λ. Καγκάνσκι σχετικά με τα συγγραφικά του δικαιώματα.
Το 1928 ο Μπουλγκάκοφ υπογράφει συμβόλαιο με το Θέατρο Τέχνης για το έργο «Φυγή». Παράλληλα, αρχίζει να γράφει το άρθρο του «Ο δραματουργός και η κριτική» που στη συνέχεια τιτλοφορήθηκε «Πρεμιέρα» αλλά φοβούμενος μην τυχόν παρεξηγηθεί το καταστρέφει. Την άνοιξη υποβάλει αίτηση για την απόκτηση δίμηνης βίζας να ταξιδέψει στο εξωτερικό για να φροντίσει τις υποθέσεις που σχετίζονται με την έκδοση των έργων του και την προστασία των συγγραφικών του δικαιωμάτων αλλά το καθεστώς την απορρίπτει. Είναι η χρονιά που ο Μπουλγκάκοφ βλέπει το ένα μετά το άλλο τα έργα του να απαγορεύονται από το καθεστώς. Προς το τέλη του χρόνου ο Μπουλγκάκοφ, όπως δήλωσε σε φίλους του στη συνέχεια, άρχισε να σκέφτεται την βασική ιδέα του "Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα".
To ημερολόγιο έδειχνε 28 Φεβρουαρίου όταν ο Μπουλγκάκοφ γνώρισε την Γιλένα Σεργκέγιεβνα Σιλόφσκαγια, η οποία στη συνέχεια θα γίνει η τρίτη του σύζυγος. Στα αρχεία της ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ που αποχαρακτηρίσθηκαν πρόσφατα, βρίσκουμε την πρώτη αναφορά άγνωστου πληροφοριοδότη για την έναρξη της συγγραφής του «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα».
Στις 6 Μαρτίου η Γενική Διεύθυνση Λογοτεχνίας, με άλλα λόγια η επιτροπή λογοκρισίας του καθεστώτος, δημοσιεύει την απόφασή της για την απαγόρευση όλων των θεατρικών έργων του Μπουλγκάκοφ. Δύο μήνες αργότερα υποβάλει και πάλι αίτηση αλλά στέλνει και επιστολές στον Στάλιν και στον τότε πρόεδρο της Ε.Σ.Σ.Δ Καλίνιν ζητώντας την άδεια να μεταναστεύσει στο εξωτερικό αφού στην πατρίδα του πλέον δεν μπορεί να επιβιώσει επαγγελματικά και στερείται ακόμη και των στοιχειωδών μέσων για την ζωή.
Στις 3 Αυγούστου ο γραμματέας της Κ.Ε. του Κ.Κ.Σ.Ε Σμιρνόφ ζητά από το Πολιτικό Γραφείο του Κόμματος να απορρίψει την αίτηση του Μπουλγκάκοφ και να «λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αναμόρφωσή του». Ο συγγραφέας γράφει στον Μαξίμ Γκόρκι και τον παρακαλεί να μεσολαβήσει για την μετανάστευσή του. Εκείνος δεν απαντάει. Το καθεστώς εντείνει τις πιέσεις και το Θέατρο Τέχνης «σπάει» το συμβόλαιο για το θεατρικό έργο «Φυγή» και απαιτεί την επιστροφή της προκαταβολής. Το 1930 βρίσκει τον συγγραφέα σε απελπιστική και αδιέξοδη κατάσταση. Η οικονομική του κατάσταση χειροτερεύει και βρίσκεται σε απόγνωση. Αυτό όμως δεν πτοεί καθόλου τους διώκτες του.
Στις 18 Μαρτίου λαμβάνει επιστολή από την Γενική Διεύθυνση Λογοτεχνίας, από την οποία πληροφορείται ότι απαγορεύεται το θεατρικό του έργο «Μολιέρος. Εκείνος απελπισμένος καίει τα χειρόγραφα της κωμωδίας «Ευλογία», «ενός μυθιστορήματος για τον διάβολο» αλλά και τα πρώτα κεφάλαια από το μυθιστόρημα «Θέατρο».
Στις 28 Μαρτίου στέλνει επιστολή στην κυβέρνηση της Ε.Σ.Σ.Δ. με την παράκληση να αποφασίσει επιτέλους για την μοίρα του και είτε να του επιτρέψει να μεταναστεύσει στην Δύση, είτε να άρει την απαγόρευση των έργων του. Λίγες ημέρες αργότερα θα παραστεί στην κηδεία του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι. Συνεχίζει να συναντιέται με την Γιλένα Σεργκέγιεβνα Σιλόφσκαγια.
Στις αρχές του 1931 χωρίζει με τη Γιλένα μετά από πιέσεις που ασκεί ο δεύτερος σύζυγός της αρχιστράτηγος Ε.Α. Σιλόφσκι. Την άνοιξη υποβάλει αίτηση να εργαστεί ως ηθοποιός στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας. Στις 30 Μαρτίου στέλνει για άλλη μια φορά επιστολή στον Στάλιν προκειμένου ο τελευταίος να του επιτρέψει να ταξιδέψει στην Δύση. Η επιστολή έμεινε αναπάντητη. Ολοκληρώνει το θεατρικό του έργο «Αδάμ και Εύα». Ξαναγράφει στον Μαξίμ Γκόρκι. Η Γενική Διεύθυνση Λογοτεχνία αίρει την απαγόρευση του έργου «Μολιέρος» και ο συγγραφέας υπογράφει συμβόλαιο με το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας. Αποχαιρετάει τον συγγραφέα Λ.Ν. Ζαμιάτιν με την σύζυγό του που φεύγουν για πάντα στο εξωτερικό και στη συνέχεια εργάζεται πάνω στην θεατρική διασκευή του έργου του Λέοντα Τολστόι «Πόλεμος και Ειρήνη».
Χαρούμενα νέα περιμένουν τον συγγραφέα στις αρχές του 1932 όταν μετά από τηλεφώνημα του καλλιτεχνικού διευθυντή του Θεάτρου Τέχνης πληροφορείται ότι η κυβέρνηση ήρε την απαγόρευση του έργου του «Οι ημέρες των Τουρμπινί». Στα τέλη Φεβρουαρίου ολοκληρώνει την διασκευή του «Πόλεμος και ειρήνη» και την παραδίδει στο Μεγάλο Δραματικό Θέατρο του Λένινγκραντ, παρόλα αυτά το έργο αυτό δεν ανέβηκε, ενώ λίγες ημέρες αργότερα η διεύθυνση του θεάτρου τον πληροφορεί ότι απέρριψε το έργο «Μολιέρος» και ακυρώνει το σχετικό συμβόλαιο. Το καλοκαίρι υπογράφει συμβόλαιο για την συγγραφή της βιογραφίας του Μολιέρου, γράφει την διασκευή των «Νεκρών Ψυχών» του Ν. Β. Γκόγκολ και συνεχίζει τη συγγραφή του «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα».
Στις 4 Οκτωβρίου παντρεύεται, επιτέλους, τη Γιλένα Σεργκιέγιεβνα, η οποία παίρνει το επίθετο το νέου της συζύγου. Εκείνη λίγες ημέρες αργότερα μετακομίζει με τον μικρό της γιο Σεργκέι στο διαμέρισμα του Μπουλγκάκοφ. Τους δύο τελευταίους μήνες του χρόνου αυτού ο συγγραφέας εργάζεται πυρετωδώς πάνω στον «Μαιτρ και Μαργαρίτα» ενώ συμμετέχει στις εντατικές πρόβες των «Νεκρών Ψυχών» στο Θέατρο Τέχνης.
Την άνοιξη του 1933 ολοκληρώνει την βιογραφία του Μολιέρου και παράλληλα συμμετέχει στις πρόβες της «Φυγής» στο Θέατρο Τέχνης. Στα τέλη Μαρτίου ο βρετανός υπήκοος Σίντ Μπεναμπού διοργανώνει σπίτι του μια εκδήλωση προς τιμή του Μπουλγκάκοφ ο οποίος και παρίσταται. Η ΓΚΕ.ΜΠΕ.ΟΥ, η οποία υποπτεύεται τον Μπεναμπού για σχέσεις με τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες θέτει υπό παρακολούθηση τον Μπουλγκάκοφ δίχως όμως άλλες επιπτώσεις. Ο λογοκριτής του εκδοτικού οίκου που είχε αναλάβει την έκδοση της βιογραφίας του Μολιέρου συντάσσει αρνητική έκθεση, πράγμα που εξοργίζει τον συγγραφέα, ο οποίος αρνείται να κάνει την παραμικρή διόρθωση στο κείμενο καθ' υπόδειξη των λογοκριτών. Το φθινόπωρο συνεχίζει τη συγγραφή του «Μαιτρ και Μαργαρίτα» και συναντιέται με τον Μαξίμ Γκόρκι στο Θέατρο Τέχνης όπου έχουν μακρά συζήτηση οι δυο τους. Μέχρι τα τέλη του χρόνου ο Μπουλγκάκοφ συνεχίζει να γράφει το θεατρικό έργο «Ευλογία» και να συμμετέχει στις πρόβες του Θεάτρου τέχνης.
Από τις αρχές του 1934 ξαναπιάνει το χειρόγραφο του «Μαιτρ και Μαργαρίτα» και συνεχίζει ην εργασία του. Τον Φεβρουάριο συναντιέται με την ποιήτρια Άννα Αχμάτοβα. Για άλλη μια φορά υποβάλλει, ανεπιτυχώς, αίτηση στο κόμμα να του επιτρέψει να ταξιδέψει για δύο μήνες στο εξωτερικό. Η αίτηση απορρίπτεται. Ξαναγράφει στον Στάλιν. Η επιστολή παρέμεινε αναπάντητη. Ο δικτάτορας παίζει με τον συγγραφέα σαν την γάτα με το ποντίκι. Την ίδια στιγμή τα στούντιο «Μοσφιλμ» εγκρίνουν το σενάριο που είχε γράψει διασκευάζοντας τις «Νεκρές Ψυχές» του Γκόγκολ. Η άνοιξη και το καλοκαίρι περνούν με τον συγγραφέα να εργάζεται πάνω στην διασκευή του έργου του Γκόγκολ «Ο επιθεωρητής» για τον κινηματογράφο και το θέατρο. Το φθινόπωρο ξαναρχίζει τη συγγραφή του «Μαιτρ και Μαργαρίτα» και ολοκληρώνει την πρώτη του εκδοχή αποτελούμενη από 37 κεφάλαια.
Στις 21 Νοεμβρίου ενημερώνεται ότι το καθεστώς απαγόρευσε για άλλη μια φορά το θεατρικό του έργο «Φυγή».
Το 1935 εργάζεται πυρετωδώς πάνω στις θεατρικές και κινηματογραφικές διασκευές των «Νεκρών Ψυχών», ενώ παράλληλα συνεχίζονται οι πρόβες του «Μολιέρου» στο Θέατρο Τέχνης. Ο συγγραφέας ξαναπιάνει το χειρόγραφο με το θεατρικό έργο για τον Α. Σ. Πούσκιν και το ολοκληρώνει. Την άνοιξη συναντιέται για άλλη μια φορά με την Άννα Αχμάτοβα, εκείνη τον συστήνει στον Μπορίς Παστερνάκ, ο οποίος κατά την διάρκεια ενός δείπνου κάνει πρόποση υπέρ του Μπουλγκάκοφ λέγοντας πως πρόκειται για «ένα παράνομο φαινόμενο στην σοβιετική λογοτεχνία». Οι μήνες περνούν με τον Μπουλγκάκοφ να διαβάζει σκηνές από το θεατρικό του έργο «Πούσκιν» στα μέλη του θιάσου του Θεάτρου Βατχάνκοφ και Τέχνης. Τελική η λογοκρισία εγκρίνει το έργο. Στις 3 Οκτωβρίου ο συνθέτης Σεργκέι Προκόβιεφ προτείνει στον Μπουλγκάκοφ να γράψει την μουσική για το έργο «Πούσκιν», η ιδέα όμως αυτή ποτέ δεν υλοποιήθηκε. Στα τέλη του ίδιου μήνα πληροφορείται για την σύλληψη του συζύγου και του γιου της Αχμάτοβα και την βοηθάει να γράψει την γνωστή της επιστολή προς τον Στάλιν. Στα τέλη του χρόνου ο Στανισλάφσκι αρνείται να σκηνοθετήσει τον «Μολιέρο» και έτσι την παράσταση σκηνοθετεί ο Βλαδίμηρος Ιβανοβιτς Νεμιρόβιτς – Ντάντσενκο.
Τις πρώτες ημέρες του Ιανουαρίου του 1936 διαβάζει τον «Πούσκιν» στον θίασο του Θεάτρου Μπολσόι και τότε εμφανίζεται η σκέψη για την δημιουργία της ομώνυμης όπερας με λιμπρέτο του Μπουλγκάκοφ και μουσική του Ντμίτρι Σοστακόβιτς. Λίγες ημέρες αργότερα όμως στην εφημερίδα «Πράβντα» δημοσιεύεται το άρθρο «Αθλιότητα αντί μουσικής» όπου ασκείται έντονη κριτική στην όπερα του Σοστακόβιτς «Η λαίδη Μάκβεθ τον Μτσένσκ» και σταματούν οι συζητήσεις για τον «Πούσκιν».
Στις 6 Φεβρουαρίου ο Μπουλγκάκοφ κάνει σκέψεις για τη συγγραφή ενός θεατρικού έργου για τον Στάλιν. Τον Μάρτιο όμως αποφασίζει να λάβει μέρος στη συγγραφή του σχολικού εγχειριδίου για την ιστορία της Ε.Σ.Σ.Δ. Μερικές μέρες αργότερα η «Πράβντα» δημοσιεύει έντονη κριτική στην παράσταση του «Μολιέρου» και το Θέατρο Τέχνης διακόπτει τις εμφανίσεις του. Ο Γιανσίν, ηθοποιός του Θεάτρου Τέχνης και σύζυγος της Τατιάνας Πολιάνσκαγια, ηθοποιού και τελευταίας ερωμένης του Μαγιακόφσκι, σε συνέντευξή του στην «Πράβντα» δηλώνει πως η κριτική που ασκήθηκε στον Μπουλγκάκοφ ήταν «εποικοδομητική», πράγμα που οδηγεί στην ρήξη των μεταξύ τους σχέσεων. Στο μεταξύ συνεχίζονται οι επιθέσεις του κομματικού Τύπου στην παράσταση του «Ιβάν Βασίλιεβιτς». Το καλοκαίρι κάνει διακοπές με την σύζυγό του στην Αμπχαζία, όπου τον επισκέπτεται ο σκηνοθέτης του Θεάτρου Τέχνης Γκορτσακόφ προσπαθώντας να τον πείσει να προσθέσει μερικές ακόμη σκηνές στον «Μολιέρο» και να κάνει διορθώσεις καθ΄ υπόδειξη της λογοκρισίας. Ο Μπουλγκάκοφ αρνείται.
1937. Η χρονιά αρχίζει δυσοίωνα για τον συγγραφέα. Η λογοκρισία απαγορεύει στο θέατρο Βαχτάνκοφ τις πρόβες του θεατρικού «Αλεξάντερ Πούσκιν». Τον Μάρτιο τον μηνύει το θέατρο της πόλης Χάρκοφ και ζητά την επιστροφή της προκαταβολής για τον «Πούσκιν» αφού το έργο δεν περιλαμβάνεται πλέον στη λίστα με τα επιτρεπόμενα θεατρικά έργα. Ο Μπουλγκάκοφ όμως κερδίζει την δίκη στα δικαστήρια της Μόσχας. Την ίδια περίοδο γράφει τα πρώτα κεφάλαια από το «Θεατρικό μυθιστόρημα» και το λιμπρέτο για την όπερα «Μεγάλος Πέτρος». Η λογοκρισία του ζητά αντίγραφα της «Φυγής». Μέχρι τα τέλη του χρόνου ο συγγραφέας εργάζεται πάνω στην θεατρική διασκευή του «Δον Κιχώτη» για το Θέατρο Τέχνης.
Τον Φεβρου
σχόλια