Φωτο: Victoria T.
Για τον Γιάννη Αδαλόπουλο...
Δεν ήμουν καλά εκείνη τη νύχτα. Έπινα μόνος μου τεκίλα Herradura. Ένας τύπος μεγαλόσωμος, με μούσι και εντελώς ήσυχο βλέμμα έπαιζε μια εντελώς φευγάτη μουσική. Τον πλησίασα και του ζήτησα να βάλει κάτι για μένα. Με το αριστερό χέρι μου έκανε νόημα για να συνεχίσω.
- Έχεις τίποτα από Butthole surfers;
- Αυτά ξεκουράζονται στο σπίτι. Τι έπαθες;
Κάθισα δίπλα του. Εκείνος έπινε ουίσκι Haig. Ο χρόνος δεν ήθελε να κυλήσει και ο ξύλινος πάγκος που ακουμπούσαμε τα ποτήρια είχε ένα βαθύ καφέ χρώμα που έμοιαζε με ψεύτικο.
Έχουν περάσει πολλά χρόνια από εκείνη τη νύχτα που πρωτογνώρισα τον Γιάννη αλλά συνεχίζω να τη θυμάμαι με περισσότερη διαύγεια απ' όσο θυμάμαι το χτεσινό πρωινό. Ίσως να υπάρχει κάποιος λόγος που η μνήμη μου την έχει σώσει, αφού η λήθη είναι η πρώτη υποχώρηση απέναντι στο θάνατο.
Την πρώτη φορά που πήγα στο σπίτι του μου άνοιξε η μητέρα του. Τον βρήκα καθισμένο σε ένα ξέστρωτο ντιβάνι, στριμωγμένο στη γωνία του σαλονιού. Μόλις είχε παρακολουθήσει μια ταινία στο βίντεο. Πήρε το cd στα χέρια του και με ενθουσιασμό μικρού παιδιού μου το έδωσε.
- Το Ikiru του Κουροσάβα είναι, το έχεις δει;
- Όχι.
- Αριστούργημα. Κράτα το.
- Θα το δω και θα στο επιστρέψω.
- Κράτα το, στο χαρίζω.
Ακούσαμε μουσική εκείνο το πρωί. Ο Γιάννης σηκωνόταν από το κρεβάτι και κάθε φορά διάλεγε ένα διαφορετικό cd, από τις δεκάδες στοίβες που είχαν καταλάβει με ορμή το μισό σαλόνι. Κάποια στιγμή μου πέρασε η ιδέα πως μπορεί να ενοχλούσαμε τη μητέρα του, που κάτι μαγείρευε στην κουζίνα. Του πρότεινα να μεταφερθούμε κάπου άλλου για να παίζουμε και δυνατότερα. Αμέσως απάντησε πως στο δωμάτιό του δεν μπορούσαμε να μπούμε. Πρέπει να τον κοίταξα κάπως μυστήρια.
Με πήγε ως εκεί και άνοιξε την πόρτα. Κοκάλωσα. Δεν υπήρχε δωμάτιο, δεν υπήρχαν καν τοίχοι, παρά μόνο στοίβες με δίσκους βινυλίου που ξεκινούσαν από το πάτωμα και έφταναν στο ταβάνι. Επιστρέψαμε στο σαλόνι. Εκεί καθόμαστε κάθε φορά που πήγαινα στον Γιάννη, κάθε φορά που βουτάγαμε στο κόσμο του.
Σήμερα έμαθα ότι εκείνα τα βινύλια ήταν επτά ή οκτώ χιλιάδες. Ο Γιάννης δούλευε για είκοσι χρόνια ως DJ και τα λεφτά που κέρδιζε τα επένδυε με αυστηρή πειθαρχία σε δύο πράγματα. Σε ταξίδια και σε μουσική. Ούτε αμάξια, ούτε ρούχα (όσο τον θυμάμαι μια μαύρη φόρμα φορούσε), ούτε σπίτια, ούτε καν ένα απλό κινητό τηλέφωνο. Μόνο να φεύγει ήθελε, κάθε χρόνο για ένα ή δύο μήνες για την Λατινική Αμερική. Αναχωρούσε πάντα με ελάχιστες αποσκευές έτσι ώστε να μπορεί να επιστρέφει φορτωμένος με cd και βινύλια.
Δύσκολο είναι να απαριθμήσω όλα αυτά που μου έχει χαρίσει ο Γιάννης. Το cd με το Ikiru του Κουροσάβα, το βιβλίο «Πεθαίνω σα χώρα» του Δημήτρη Δημητριάδη, πακέτα με καφέ Κολομβίας και Γουατεμάλας και απέραντες εκτάσεις γεμάτες μουσική, που δεν θα μπορούσα να την έχω ακούσει ποτέ και πουθενά αλλού παρά μόνο δίπλα του.
Ο Γιάννης δεν ζούσε από τη μουσική, ούτε με την μουσική. Ο Γιάννης ζούσε για την μουσική. Έως προχθές. Έφυγε προδομένος από εκείνον τον περίεργο αιμάτινο μυώνα που λέγεται «καρδιά», στα σαράντα επτά του, στη μέση της νύχτας.
Υπάρχουν άνθρωποι που με την τέχνη της ίδιας της ζωής τους, με την πλήρη αδιαφορία τους για οποιοδήποτε υλικό αγαθό, με την πανέμορφη εμμονή τους να δίνουν και όχι να παίρνουν, να ακούνε κι όχι να φωνάζουν, κάνουν ετούτο τον πλανήτη ένα μέρος που ίσως κάποτε θα άξιζε να ζήσουμε.
Γράφω τώρα αυτές τις γαμημένες γραμμές και τον θυμάμαι, να ανεβαίνουμε μαζί στις ανηφοριές του Λυκαβητού για να δούμε live τους Van der Graaf Generator. Είχαμε λαχανιάσει και σταθήκαμε κάπου να ανάψουμε τσιγάρο.
- Δεν θα με πείραζε να μην βλέπω αλλά ποτέ δεν θα άντεχα... να μην ακούω.
Αυτό μου είπε κι εγώ δεν βρήκα τίποτα να του απαντήσω. Τώρα ακούω. Ακούω τον Jim να τραγουδάει:
"When the music is over... turn out the lights..."
Υ.Γ. Στο σπίτι του δεν υπήρχε βιβλιοθήκη, παρά μόνο κάποια βιβλία πεταμένα εδώ κι εκεί. Αν μιλούσες όμως λίγο με τον Γιάννη καταλάβαινες πως είχε διαβάσει πολύ, ίσως πάρα πολύ. Παραξενεμένος λοιπόν, κάποτε δεν άντεξα και τον ρώτησα:
- Πού είναι τα βιβλία σου;
- Τα άφησα όλα στην κοπέλα μου όταν χωρίσαμε.
- Πώς κι έτσι;
- Μου ήταν τόσο επώδυνο να την ξαναδώ. Εξάλλου... τα είχα διαβάσει.
σχόλια