Ο καταπέλτης του Ρομίλντα βρόντηξε δυνατά πάνω στην τσιμεντένια προβλήτα. Το μπουλούκι με τους αγουροξυπνημένους ταξιδιώτες ξεχύθηκε στην προκυμαία. Δυο τρία αυτοκίνητα, μερικές μηχανές και καμιά τριανταριά επιβάτες. Ήταν αρχές του Απρίλη κι η τουριστική περίοδος δεν είχε ακόμα ξεκινήσει. Χώρια από μια παρέα ξένων, δυο μακρυμάλληδες νεαρούς με μπράτσα γεμάτα τατουάζ και τρία κοριτσόπουλα με μια υποψία κουρελιασμένου τζιν γύρω από τους γοφούς και μισή ντουζίνα χαλκάδες περασμένους σ' όλα τα μέρη του κορμιού τους, οι υπόλοιποι επιβάτες ήταν ντόπιοι. Τελευταίος, βαδίζοντας με αργά κουρασμένα βήματα, κατέβηκε και ο Φάνης. Όλα του τα μέλη πονούσαν από τη δύσκολη νύχτα στην άβολη πολυθρόνα του σαλονιού της τρίτης θέσης. Όμως εκείνο που βάραινε περισσότερο τα πόδια του ήταν το απόλυτο κενό που απλωνόταν μπροστά του.
Ακούμπησε δίπλα του τη βαλίτσα και στάθηκε στην προκυμαία σαν χαμένος μέσα στην πρωινή αχλή. Ίσα που είχε αρχίσει να χαράζει. Όσοι Καρλοβασιώτες δεν είχαν πάει στα χωράφια ήταν ακόμα κοιμισμένοι. Ένα μονάχα καφενεδάκι είχε ανοίξει, προσδοκώντας να προσελκύσει τη λιγοστή πελατεία των καινουργιοφερμένων.
Εκεί απευθύνθηκε ο Φάνης για πληροφορίες. Το λεωφορείο έφευγε στις 8. Είχε δυο ώρες και κάτι στη διάθεσή του. Ευχαρίστως θα έπινε έναν καφέ. Όταν όμως έχεις μόνο λίγα μικρά χαρτονομίσματα στην τσέπη και καμιά προοπτική για τίποτα άλλο, μετράς ακόμα και το κόστος του καφέ.
Ο ήλιος ξεπρόβαλε μέσα από τη θάλασσα, βάφοντας χρυσαφιά τα γαλάζια κύματα και ζεσταίνοντας τα μουδιασμένα μέλη του, όχι όμως και την καρδιά του. Κάθισε σ' ένα απ' τα παγκάκια της προκυμαίας. Μέσα σε εννιά μήνες -όσο χρειάζεται μια μάνα για να δημιουργήσει μια νέα ζωή στα σπλάχνα της- η δική του ζωή είχε καταστραφεί.
Αρχές Ιουλίου του περασμένου χρόνου ο Αγγελάκος, ιδιοκτήτης και γενικός διευθυντής του Προτύπου Εκπαιδευτηρίου, του είχε ανακοινώσει την απόλυσή του. «Συμπληρώνεις δωδεκαετή υπηρεσία και δικαιούσαι ελάφρυνση προγράμματος και μισθολογική αναβάθμιση. Συνεπώς, μου είναι ασύμφορο να σε κρατήσω», του είπε χωρίς περιστροφές. «Άλλωστε, είμαι πολύ δυσαρεστημένος μαζί σου. Οι γονείς διαμαρτύρονται για τη βαθμολογία σου. Άκου μόνο 17 στο γιο του εφοπλιστή... που έχει τρία παιδιά στο σχολείο μας! Μαθηματικά στο γυμνάσιο διδάσκεις, όχι στον Αϊνστάιν!».
Έτσι ο Φάνης είχε την ιδιαίτερη τιμή να είναι το πρώτο θύμα της Άννας Διαμαντοπούλου που μέσα σε μια νύχτα, οχυρωμένη πίσω από το σκιάχτρο του ΔΝΤ, είχε καταφέρει να μετατρέψει τους δασκάλους σε δουλοπάροικους. Με τα τέσσερα μηνιάτικα της αποζημίωσης -ακόμα και οι νόμοι του Λοβέρδου του αναγνώριζαν περισσότερα, άντε όμως να βρεις το δίκιο σου σ' ένα κράτος όπου οι δικαστές παίζουν στο άλλο γήπεδο- ο Φάνης τα έβγαλε πέρα για οκτώ μήνες. Σ' αυτό το διάστημα έτρεξε παντού, σε σχολεία, σε φροντιστήρια, σε τεχνικές σχολές... Δήλωσε πρόθυμος να κάνει οποιαδήποτε δουλειά. Υπάλληλος, πλασιέ, μπογιατζής... Τίποτα...
Όταν στα μέσα του Φλεβάρη διαπίστωσε ότι τον άλλο μήνα δεν θα είχε να πληρώσει ούτε το νοίκι, πήρε τη μεγάλη απόφαση. Μάζεψε σ' ένα μπαούλο τα λιγοστά του υπάρχοντα, τα εμπιστεύτηκε σ' έναν φίλο και πήρε το καράβι για τη Σάμο. Εκεί, στους Βουρλιώτες, στα μισά του δρόμου ανάμεσα Καρλόβασι και Βαθύ, ήταν το πατρικό του: ένα εγκαταλειμμένο σπιτάκι με κεραμίδια, τριγυρισμένο από ένα περιβόλι.
Από τότε που είχε χάσει τους γονείς του, ο Φάνης δεν είχε πατήσει πόδι στη Σάμο. Μεγαλωμένος στα Πατήσια, δεν είχε ποτέ σκεφτεί πως μπορούσε να έχει ρίζες αλλού πέρα από την οδό Λευκωσίας. Την εμμονή των γονιών του, να πηγαίνουν κάθε χρόνο το νησί και να κάνουν κάθε τόσο εργασίες συντήρησης στο σπίτι του χωριού, την έβλεπε σαν μια ανώδυνη γραφικότητα. Κι όμως αυτοί οι ραγισμένοι τοίχοι με την ξεφτισμένη μπογιά, αυτή η στέγη που κατά πάσα πιθανότητα θα έσταζε, αυτά τα λίγα τετραγωνικά φυτεμένα με λιόδεντρα, συκιές και κλήματα ήταν πια το μόνο που του είχε απομείνει για να τον κρατά, προς το παρόν τουλάχιστον, μισό σκαλοπάτι πάνω από την κατάσταση του άκληρου.
Καθισμένος πλάι στο παράθυρο του μισοάδειου λεωφορείου, ο Φάνης χάζευε πότε τις παραλίες που διαδέχονταν η μια την άλλη και πότε, απ' την απέναντι μεριά, τα πεύκα, τα πλατάνια και τ' αμπέλια που εναλλάσσονταν πάνω στις μαλακές πλαγιές του βουνού. Ούτε τα σμαραγδένια νερά, ούτε ο μυρωμένος θαλασσινός αέρας, ανάμεικτος με τις ανοιξιάτικες οσμές απ' τις συκιές και τ' αγριολούλουδα, μπόρεσαν να φτιάξουν τη διάθεση του Φάνη.
Λίγα μέτρα πριν από την ξακουστή παραλία του Τσάμπου το λεωφορείο άφησε τον κύριο δρόμο κι άρχισε να ανεβαίνει αγκομαχώντας προς το βουνό. Απότομα, ξεπρόβαλε μπροστά του το χωριό και λίγο πιο πάνω το ρημαγμένο κάστρο της Λουλούδας. «... Η Λουλούδα, η κόρη του παπά», του αφηγούνταν όταν ήταν μικρός η μάνα του, «πήγαινε κάθε μέρα στο κάστρο ν' αγναντέψει τη θάλασσα. Όμως τα ξωτικά του βουνού ζηλέψανε τη νιότη και την ομορφιά της· άξαφνα ο τόπος πλημμύρισε απ' όλες της άνοιξης τις μυρωδιές· όλα του λόγκου τα φυτά στείλαν το πιο μεθυστικό τους άρωμα στης κόρης τα ρουθούνια· κι εκείνη λιγοθύμησε κι έπεσε και τσακίστηκε στη ρεματιά...». Ο Φάνης χαμογέλασε πικρά. Μήπως αυτό ήταν η λύση;
Το λεωφορείο τον άφησε στην πλατεία του χωριού. Βιαστικά, από φόβο μήπως του πιάσει κανένας την κουβέντα, ο Φάνης άρπαξε τη βαλίτσα του κι άρχισε να ανηφορίζει το δρομάκι που οδηγούσε προς το πατρικό του. Η σκουριασμένη αυλόπορτα έσκουξε με παράπονο καθώς την άνοιξε. Στάθηκε καταμεσής στο περιβόλι και κοίταξε γύρω του. Οι ελιές, αν και πνιγμένες στην παραφυάδα, ήταν γεμάτες άνθη. Η κληματαριά, χρόνια ακλάδευτη, ήταν γεμάτη νεαρά τσαμπιά με άγουρες ακόμα ρώγες σαν το κεφάλι της καρφίτσας. Οι συκιές κατάφορτες κι αυτές. Μέτρησε με το μάτι το μέχρι χτες περιφρονημένο βιος του, το μοναδικό του βιος.
Χωρίς να ξέρει το γιατί έσκυψε και πήρε στα χέρια του δυο σβόλους χώμα. Η τραχιά αίσθηση στο δέρμα του ήταν ευχάριστη. Τους έσφιξε στις χούφτες του κι ένιωσε να τον πλημμυρίζει ένα παράξενο συναίσθημα, μια πρωτόγνωρη δύναμη. Σαν μια φευγαλέα οπτασία πέρασαν μπρος από τα μάτια του οι φάλαγγες των ξεκληρισμένων που διωγμένοι από τα βάθη της Μικρασίας, τις αρχαίες Κλαζομενές, είχαν βρει μια νέα πατρίδα σε τούτον εδώ τον τόπο. Ένιωσε το πείσμα τους να τον κυριεύει. Όχι. Δεν θα 'χε την τύχη της Λουλούδας. Σαν τον Ανταίο κι αυτός θ' αντλούσε νέα ζωή από τη γη, τη μάνα του.
Survival Guide
Το νησί του Πυθαγόρα και του Αρίσταρχου (κορυφαίος φιλόσοφος και μαθηματικός ο πρώτος, ιδρυτής της Πυθαγορείου Σχολής, μαθηματικός και αστρονόμος του ίδιου βεληνεκούς ο δεύτερος) είναι φημισμένο -μεταξύ πολλών άλλων- για τις φυσικές ομορφιές του. Οργανωμένες πανέμορφες παραλίες με τουριστική υποδομή, ρεματιές, πλατάνια, βάραθρα και σπηλιές, δάση με τρεχούμενα νερά, τοπία που εναλλάσσονται και αλλάζουν συνεχώς, από τις ακτογραμμές μέχρι τα ορεινά. Οργιώδης βλάστηση στα βόρεια, ο όγκος του Κέρκη στα δυτικά με σκαρφαλωμένα μικρά χωριά, μέρη πολύβουα με πολυκοσμία και νυχτερινή ζωή, αλλά και μέρη για χαλάρωση και ηρεμία στα νότια. Επίσης, ένα νησί με πλούσια ιστορία που ξεκινάει από τους νεολιθικούς χρόνους, με τεράστια ακμή στον 6ο π.Χ. αιώνα, πολεμικές συγκρούσεις, λεηλασίες, τούρκικο ζυγό και μια οριστική ένωση με την Ελλάδα το 1913, που άφησαν πίσω τους πολλά μνημεία και αξιοθέατα. Σήμερα είναι γεμάτη μοναστήρια, εκκλησίες, νεοκλασικά κτίρια και παλιά αρχοντικά, παραθαλάσσιους οικισμούς και έντονη τουριστική κίνηση που την κάνουν πολύ δημοφιλή προορισμό τα καλοκαίρια.
Πώς θα πας: Με πλοίο από τον Πειραιά, με ταχύπλοο ή συμβατικό οχηματαγωγό. Καθημερινά δρομολόγια (Λιμεναρχείο Πειραιά: 210 4226000-4, 210 4593140, 210 4511311, 210 4114785). Αεροπορικώς από την Αθήνα με καθημερινές πτήσεις (Olympic -8018010101- και Aegean Airways -8011120000).
Διαμονή: Πάρα πολλά ξενοδοχεία, ενοικιαζόμενα δωμάτια και πανσιόν στην πόλη της Σάμου και στο Βαθύ (Κέδρος 28560, Αιολίς 28904, Βαθύ 28124).
Φαγητό: Για ντόπιες σπεσιαλιτέ και μαγειρευτά σε λογικές τιμές ο Έσπερος (34451), δίπλα στο ξωκλήσι της Αγίας Πελαγίας στην παραλία του Μπάλου είναι κλασική επιλογή. Επίσης, ο Διόνυσος στο Καρλόβασι (πλατεία 8ης Μαΐου, 30120), η ερημική ταβέρνα στα δυτικά του νησιού στο Βάρσαμο, με σπιτικό φαγητό, Οι νοστιμιές της Ουρανίας στο Βαθύ.
Σπεσιαλιτέ: Το σαμιώτικο κρασί είναι φημισμένο (μην παραλείψετε να επισκεφθείτε το Μουσείο Σαμιώτικου Οίνου στη θέση Μαλαγάρι, στην πόλη της Σάμου, για γευστική δοκιμή). Επίσης, από την πλούσια τοπική μαγειρική ξεχωρίζουν τα μπουρέκια με κολοκύθι, ο κόκορας κρασάτος, το κεσκέκι (μαγειρευτό κρέας με σιτάρι και κρεμμύδια), τα κατημέρια, το γεμιστό κατσικάκι, το σουφικό (ένα πολύ νόστιμο τοπικό μπριάμ), τα μπουγκάκια (τηγανητά μαραθοπιτάκια με μυζήθρα), τα φοινίκια, τα αναψυκτικά «Παδιά» και η βούτα (τυρί της άρμης).
Παραλίες: Δεκάδες, με πεντακάθαρα νερά και οι περισσότερες με πεύκα ή ελιές μέχρι τη θάλασσα: Κέρβελη, Ποσειδώνιο, Χρυσή Άμμος, Ποτοκάκι, Βοτσαλάκια, Σεϊτάνια, Τσαμαδού και Τσαμπού, Ποτάμι, Μυκάλη, Επίσης, υπάρχουν πολλές με άμμο ή βότσαλα, οργανωμένες ή για εξερεύνηση και ελεύθερο κάμπινγκ.
Αξιοθέατα: Τα χωριουδάκια του νησιού (Λέκκα, Καστανιά, Παγώνδα, Βουρλιώτες, Πλάτανος), η Πινακοθήκη και ο Άγιος Σπυρίδων στην πόλη, το Αρχαιολογικό Μουσείο, 27469), τα Λείψανα της αρχαίας πόλης και το αρχαίο θέατρο στο Πυθαγόρειο, το άγαλμα του Πυθαγόρα στο λιμάνι και το σπήλαιό του στον Μαραθόκαμπο, οι καταρράχτες στο Ποτάμι.
Lifo Choice:Η βόλτα στο Άνω Βαθύ, στα στενά δρομάκια και στα παλιά αρχοντικά.
Χρήσιμα Τηλέφωνα: Αστυνομία 87332, τουριστική αστυνομία 81000, λιμεναρχείο 27890, ΚΤΕΛ 27262, ταξί 28404. Κωδικός περιοχής: 22730.
Web: www.samos.gr
Secret island
Και βουνό και θάλασσα. Το Μικρό Σεϊτάνι και το Μεγάλο Σεϊτάνι, οι δυο μαγευτικές παραλίες στη βορειοδυτική γωνιά του νησιού, προσεγγίζονται μόνο με μονοπάτι ή με σκάφος. Για τους πεζοπόρους υπάρχει το μονοπάτι που ανηφορίζει στην κορυφή του Κέρκη. Από εδώ πάνω, στα 1.434 μ., η θέα στο Ικάριο Πέλαγος είναι μαγευτική.
σχόλια