Μία από τις σημαντικότερες μορφές στην ιστορία της ποπ κουλτούρας, με ιστορικά άλμπουμ, ποιήτρια, βραβευμένη συγγραφέας, εικαστικός, με ταραχώδεις σχέσεις κι έρωτες που της άλλαξαν τη ζωή και σημαδεμένη από την κατάρα της απώλειας, ακτιβίστρια και αντισυμβατική μέχρι σήμερα, η Πάττι Σμιθ έγινε ροκ σταρ κατά τύχη. Και παρόλο που δεν ξεχνάει ποτέ τις μέρες της φτώχειας, όταν κοιμόταν στα παγκάκια του Σέντραλ Παρκ και στοίβαζε βιβλία στα ράφια του βιβλιοπωλείου όπου εργαζόταν, θυμάται το όνειρό της να έχει το δικό της βιβλίο ανάμεσα σε εκείνα που τη συγκλόνιζαν –δίπλα στον Ρεμπό και τον Μπλέικ– και κλαίει με λυγμούς. Και δεν έκανε μόνο το όνειρό της πραγματικότητα (πριν από μερικά χρόνια κέρδισε το National Book Award για το βιβλίο που έγραψε για έναν από τους άντρες της ζωής της, τον Robert Mapplethorpe) αλλά το ξεπέρασε, φτάνοντας στα 67 της να είναι μία από τις πιο επιδραστικές μορφές της σύγχρονης αμερικανικής κουλτούρας, «η γιαγιά του πανκ» και από το 2007 ένα από τα αστέρια του Rock and Roll Hall of Fame, με βραβεία τιμής από το γαλλικό υπουργείο Πολιτισμού, με άλμπουμ ανεπανάληπτα, όπως το «Horses», και τραγούδια που έγιναν τεράστιες επιτυχίες, όπως το «Because the night» και το «People have the power». «Από πολύ νωρίς οι άνθρωποι είχαν ένα όραμα για μένα», λέει σε μία συνέντευξή της, «ένα ποπ όραμα, ότι θα μπορούσαν να με μεταμορφώσουν και να με κάνουν μια άλλη, τα λεφτά όμως δεν ήταν ποτέ πειρασμός για μένα. Ακόμα και τότε που πεινούσα. Αν κάποιος μου έλεγε ότι θα μου έδινε ένα εκατομμύριο δολάρια για να πάω κόντρα σε όσα μου έλεγε το κεφάλι μου και να κάνω όσα εκείνος όριζε, δεν θα χρειαζόταν ούτε μια στιγμή για να πω όχι. Ποτέ δεν με βασάνισε κάτι τέτοιο. Βασανιζόμουν περισσότερο για το ποιες λέξεις θα χρησιμοποιούσα σε ένα ποίημα και το μόνο που ήθελα από παιδί ήταν να κάνω κάτι που να θαυμάζει ο κόσμος».
Η Πάττι Σμιθ μεγάλωσε μέσα σε δύσκολες οικονομικές συνθήκες – η μητέρα της ήταν σερβιτόρα κι ο πατέρας της εργάτης που συναρμολογούσε θερμοστάτες, βγάζοντας λιγότερα απ' όσα χρειάζονταν για να ταΐσουν τέσσερα παιδιά. Υπήρχαν όμως πάντα βιβλία, μουσική και έργα τέχνης γύρω τους. Ο πατέρας της κουβαλούσε πάντα μαζί του τον Πλάτωνα στο εργοστάσιο και τους διάβαζε για τον Σωκράτη την ώρα του φαγητού, τη στιγμή που η μητέρα τους έφτιαχνε σάντουιτς με κεφτεδάκια. Και στα νιάτα της τραγουδούσε σε νυχτερινά μαγαζιά και λάτρευε την όπερα και το ροκ εν ρολ. Η Πάττι ήταν συχνά άρρωστη όταν ήταν μικρή – η οστρακιά τής προκαλούσε παραισθήσεις και για πολύ καιρό φανταζόταν ότι ήταν τραγουδίστρια της όπερας και ότι ταξίδευε στο Σινικό Τείχος ως μέλος της Λεγεώνας των Ξένων. «Με θλίψη μου όμως κατάλαβα από νωρίς ότι οι επιλογές που είχα ως κορίτσι στην αγροτική Αμερική των '50s ήταν να γίνω κομμώτρια ή νοικοκυρά. Και δεν με ενδιέφεραν καθόλου αυτές οι επιλογές. Με ενδιέφερε ολόκληρος ο κόσμος και δεν τολμούσα καν να το πω. Είχα περισσότερη επικοινωνία με τον σκύλο μου απ' ό,τι με τους γύρω μου». Τα βιβλία, έτσι, έγιναν ο κόσμος της – όχι μόνο για να τα διαβάζει, ήθελε και να τα γράφει. «Αυτή η επιθυμία μου με διαμόρφωσε και μου άλλαξε τη ζωή. Και αυτή η ακαταμάχητη ορμή για το γράψιμο με οδήγησε στο τραγούδι. Δεν είμαι μουσικός. Ποτέ δεν σκεφτόμουν την περίπτωση να τραγουδάω σε ροκ συγκρότημα. Απλώς οδηγήθηκα εκεί. Ήταν σαν να με καλούσε το καθήκον κι έκανα το καθήκον μου όσο καλύτερα μπορούσα».
Η ρομαντική περιπέτεια που είχε με τον Robert Mapplethorpe σημάδεψε τα πρώτα της χρόνια στη Νέα Υόρκη. Έγινε «ο καλλιτέχνης της ζωής της», φωτογραφίζοντάς τη λιτά και δωρικά για το εξώφυλλο του πρώτου άλμπουμ της, του «Horses», το 1975. Το «Horses», ένα μείγμα από πανκ και ποίηση που η Πάτι απαγγέλλει, σε παραγωγή του John Cale, ξεκινάει με τη διασκευή στο «Gloria» του Van Morrison, αλλά με τους στίχους που έγραψε η ίδια: «Ο Ιησούς πέθανε για τις αμαρτίες κάποιου, αλλά όχι για τις δικές μου» (ένα απόσπασμα από το «Oath», ένα από τα πρώτα της ποιήματα). Ακολούθησε μια τεράστια περιοδεία στην Αμερική και την Ευρώπη και τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Η Πάττι Σμιθ κυκλοφόρησε κι άλλα άλμπουμ, έγινε ροκ σταρ και στα '80s έκανε διάλειμμα για να γίνει απλώς μητέρα και σύζυγος και να μεγαλώσει τα δυο παιδιά της (ένα τρίτο, που γέννησε στα 20, το είχε δώσει για υιοθεσία επειδή δεν μπορούσε να του παρέχει τα απαραίτητα). Παντρεύτηκε τον Fred Smith των MC5 και μετακόμισαν στα προάστια του Ντιτρόιτ, στη χώρα των αυτοκινήτων, παρόλο που η ίδια δεν οδήγησε ποτέ στη ζωή της. «Εκεί ήθελα να ζήσω» λέει. «Και αυτός ήταν ο άντρας μου». Όσοι έβλεπαν σε αυτήν μια αγωνίστρια φεμινίστρια και μια γυναίκα με πανκ συμπεριφορά αισθάνθηκαν προδομένοι και την κατηγόρησαν ότι ξεπουλήθηκε. Εκείνη, απρόβλεπτη όπως πάντα, επιμένει ότι εκείνη ήταν η πιο δύσκολη δουλειά της ζωής της: της συζύγου και της μάνας. «Έγραφα κάθε μέρα», εξηγεί, «κάθε πρωί, για τρεις ώρες από τις 5 μέχρι τις 8. Κι αν δεν έγραφα τόσο πολύ για να αναπτύξω τις ικανότητές μου ως συγγραφέως, δεν θα είχα γράψει ποτέ το Just Kids». Μετά τον θάνατο του συζύγου της αναγκάστηκε να ξαναβγεί στον δρόμο και να ξανατραγουδήσει για να στηρίξει τα παιδιά της και δεν ξανασταμάτησε ποτέ. Έχουν γραφτεί και θα γραφτούν ακόμα πολλά για τη μουσικό Πάττι Σμιθ –ο κόσμος ξέρει κυρίως τα τραγούδια της–, ήταν όμως πάντα κάτι πολύ περισσότερο από μια γυναίκα που έγινε απλώς πανκ είδωλο κι έγραψε τραγούδια για επανάσταση.
Και παρόλο που είναι πια σχεδόν 70, οι ζωντανές εμφανίσεις της είναι πραγματικά μια εμπειρία. Και η Πάττι Σμιθ μια γυναίκα που αξίζει να θαυμάσεις.
σχόλια