I'm just a little pony,
Working in the funfair,
Thought it was reality,
But it was not - was a nightmare.
Πήγαιναν να υποδεχτούν τους γυμνούς και τους διψασμένους, να τους προλάβουν, μόλις πατήσουν το πόδι τους στο χώμα. Η κοπέλα έτρεχε κι αυτή μαζί τους, αν και δεν υπήρχε σχεδόν καμιά ελπίδα. Μας άφηνε το μωρό και πήγαινε. Εννοείται πως τα ρούχα και ιδίως τα φαγητά σπάνια γυρνούσαν πίσω. Όλο και ξεφύτρωνε κάποιος γνωστός ή λυπόντουσαν κανένα ταλαιπωρημένο παλικάρι και του τα ’διναν. Ήταν κι αυτό μια ανακούφιση, μια ελπίδα ανταμοιβής απ’ το Θεό που είχε χαμηλώσει και τα ’βλεπε εκείνες τις μέρες όλα. Όμως κανένας απ’ τη γειτονιά δεν έλεγε να φανεί κι οι γυναικούλες πήγαν στη Γοργοεπήκοο κι έψαλαν όλες μαζί μια παράκληση με κλάματα και λόγια σαστισμένα.
Το άλλο σούρουπο ακριβώς εμφανίστηκε ένας απ’ τη γειτονιά, που ήτανε γνωστός σαν τοιούτος. Γι’ αυτόν, βέβαια,
καμιά γυναίκα δεν είχε παρακαλέσει την Παναγία,
ζούσε άλλωστε παντέρημος αποφεύγοντας τους συγγενείς του.
Όμως η Γοργοεπήκοος είχε βρει τρόπο να κάνει την υπόδειξη της. Είχε κλέψει ένα άλογο, μας εξήγησε απλά, γι’ αυτό έφτασε πρώτος. Ο πολύς στρατός είναι στο δρόμο κι έρχεται χωρίς να τον πειράζει κανένας. Οι γυναικούλες έκαναν το σταυρό τους και κάπως γαλήνεψαν. Μα, αργά το βράδυ, δυο στεναχωρεμένα παλικάρια έφεραν απέναντι, στο σπίτι του τυφλού, την είδηση πως ο γαμπρός του είχε σκοτωθεί στην οπισθοχώρηση. Χάλασε ο κόσμος απ’ τις τσιρίδες κι η γειτονιά πανικοβλήθηκε. Ο σκοτωμός είχε γίνει την τελευταία στιγμή, τότε που όλοι νόμιζαν πως οι σκοτωμοί τουλάχιστο είχαν πάψει. Κανένας δεν κοιμήθηκε εκείνη τη νύχτα.
Δεν την άφηναν να ζυγώσει, κι αυτή κατέφυγε στο σπίτι των τριών κοριτσιών, που ήταν απέναντι στο μεγάλο στρατώνα. Το σπίτι ήταν ισόγειο, χωματένιο, δε φαινόταν καλά η κρεμάλα. Σαν βράδιασε σκαρφάλωσε μαζί με τα κορίτσια πάνω στην ψηλή κορομηλιά κι αποκεί τον έβλεπε θαμπά μέσα στο φεγγαρόφωτο. Ήταν ψηλός και ξανθός κι απάνω στην κρεμάλα φάνταζε ακόμα ψηλότερος, ξεχωρίζοντας από όλους τους άλλους. Τον είχαν δεύτερο στη σειρά· πρώτος ήταν ο βοηθός του. Έμεινε εκεί ως το πρωί, μοναχή της. Το δέντρο κολλούσε, ήταν άρρωστο. Μαύρισαν τα χέρια της και τα μούτρα της απ’ την κόλλα. Σκοποί με εφ’ όπλου λόγχη πηγαινοέρχονταν. Δεν την άφησαν ούτε την άλλη μέρα να ζυγώσει. Τα ίσια ξανθά μαλλιά του ανέμιζαν στον άνεμο τρεις μέρες και τρεις νύχτες. Τέλος τον έθαψε σχεδόν κρυφά. Μονάχα τα κορίτσια τόλμησαν και πήγαν.
Forced to turn around and kick,
Turning round - to kick again,
It was not reality,
But it was not only a nightmare.
I'M JUST A LITTLE PONYY
+
(Τα αποσπάσματα είναι από το Βουγγάρι του Γιώργου Ιωάννου)
σχόλια