Μα θα ’ρθουν,
ω, θα ’ρθουν,
τα χρόνια των παράνομων ενώσεων,
των αδιανόητων προσμίξεων,
των ανατρεπτικών συναντήσεων
με την απόλυτη μεγαλοπρέπεια,
θα ’ρθουν τα χρόνια που το
απαγορευμένο ρήμα θα γίνεται πράξη
έξω από τα όνειρα,
η Κίνα θα λέγεται Ινδίες,
η Άμφισσα θα είναι
το μπορντέλο της Θεσσαλονίκης
κι αυτή θα γίνει ο προθάλαμος
της θέωσης και εξαΰλωσης
όλων των νεκρών από πνιγμό
μέσα στο ίδιο τους το σπέρμα,
η Αφρική θα έχει ξεχειλίσει
όλες τις κρεβατοκάμαρες,
η υπέρβαση των επιθυμιών θα δει
εντέλει σα μεγάλη χαρά το φως του ήλιου,
η Παναγία θα κατεβαίνει
από το εικόνισμα
και θα σηκώνει τα
φουστάνια της στο
εκκλησίασμα που θα τη λατρεύει
πλημμυρίζοντας τα σπλάχνα της
με όλη τη γύρη όλων των
χωριατόπαιδων της υφηλίου,
το δέρμα θα βρίσκεται
σε συνεχή και ακατάβλητο πυρετό
από την ακατάσχετη εξομολόγηση
του φυλακισμένου αίματος,
η ηθική θα είναι άλλης τάξεως,
θα είναι άλλης τάξεως η ηθική,
όπως θα είναι και οι γυναίκες
τίμιες μετά την ατιμία,
και οι άνδρες ανδρείοι
μετά την ανανδρία,
και οι ποιητές θα γράφουν
όπως στη διάρκεια εγκλήματος
ή όπως όταν ξαφνικά ο άνθρωπος,
με μια γήινη περιστροφή,
υπερπηδά όλον το φόβο του ανθρώπου
και φεύγει προς την περιοχή εκείνη
όπου τα πράγματα κοιτάζονται
και λέγονται αλλιώς,
όπου υπάρχει μια νύχτα πιο
σκοτεινή απ’ τη νύχτα,
ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΘΑ
ΔΟΞΑΖΕΙ ΤΑ ΘΗΡΙΑ ΤΗΣ
ο θάνατος θα είναι μια υπόθεση
που θ’ ανεβάζει την ψυχή
σε κλιμακώσεις σεισμικών
εντάσεων φρίκης
μέσα στην κουνουπιέρα
της απελπισίας,
στην πιο δυσβάσταχτη γαλήνη,
με τα παπούτσια πεταμένα όπου να ’ναι,
τα ημιτελή χαρτιά σκορπισμένα,
τα ρούχα πατημένα,
τα μυστικά περασμένα
σε ξένα χέρια και ξένες ανάσες,
με το κρεβάτι ξέστρωτο,
το σώμα παραδομένο
γυμνό και ανυπεράσπιστο
στα βλέμματα των άλλων
που ακόμα δεν έχουν πεθάνει,
με τους λεκέδες στα σεντόνια από
τα σάλια και τους σπασμούς των εντέρων,
την πυρετική αναπαράσταση
ναοτικής κουρτίνας
που αγριεύει την αγρύπνια
ενός βρέφους,
το κεφάλι ριγμένο προς τα πίσω,
η άναρθρη λευκότητα του
τεντωμένου λαιμού,
τα άδεια εντόσθια,
τα άδεια γάγγλια,
τα άδεια μάτια,
ο χορός της πεταλούδας μέσα στο
ιλιγγιώδες τύμπανο της ακοής,
το ανείπωτο ρίγισμα του πρώτου στίχου,
η τραγικότητα του πόθου,
η τραγικότητα του πόθου,
Η ΤΡΑΓΙΚΟΤΗΤΑ
ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ ΤΟΥ ΠΟΘΟΥ
το ακατάλυτο μουγκρητό μέσα από στόμα
σα στόμα ανάποδο λύκου που καίγεται,
και ο πελώριος καθρέφτης που
γκρεμίζεται κάθετος μέσα στη θάλασσα
διαθλάται σε χίλιους κόσμους
και βγάζει όλο το μέσα έξω
σαν ψυχή που αδειάζει όλη
σε μια άλλη ψυχή
και πέφτει τελειωτική
και αλλοπαρμένη
μέσα στη νοσταλγία της δυστυχίας
που την έτρεφε ως το τέλος.
Γιατί η δυστυχία είναι
αποτροπή του τέλους
και η νοσταλγία της συναίσθηση
του τέλους των καρπών.
Η δυστυχία είναι η ανήκουστη
επιβεβαίωση του μυστικού τρόπου
που μέλλεται να ειπωθεί
το άρρητο εν καιρώ και τόπω
μέσα σ’ ερωτικό κλάμα και
σπασμούς σώματος που λύνεται.
Γιατί η δυστυχία
είναι η ανείπωτη
απάντηση στην
αμετροέπεια της ύλης.
Δημήτρης Δημητριάδης
Από τη συλλογή Κατάλογοι 1-4 (1980)
σχόλια