Του έγραψε «έλα, στα τελευταία μου είμαι, να σε δω πριν πεθάνω». Αυτός ο γιος της τάχα μου σπούδαζε στο Κολούμπια, Νέα Υόρκη. Της έστελνε πού και πού κάνα δολάριο. Μικρή είχε πάει κι αυτή στην Αμερική, στο Νιου Τζέρσι, να δουλέψει. Όχι με πρόσκληση, με τουριστική βίζα και μετά να κάνει τα χαρτιά της. Ο Μαθιός, μακρινός της ξάδελφος, την έβαλε στην ντάινα, στη λάντζα. Βουνό τα πιάτα κι ούτε ένας άνθρωπος να ανοίξει κουβέντα μαζί του. Δεν της έρεσε. Απο τη ζέστα και τα μικρά μέτρα του χωριού, στον κρύο τόπο που όλα του ήταν υπερβολικά μεγάλα. Αρρώστησε, ήρθαν την πήραν με το ασθενοφόρο. Στο νοσοκομείο την έπιασε το ιμιγκρέησο την έστειλε πακέτο πίσω. Αφησε ο Μαθιός να την πιάσουν και να τη διώξουν. Το πρόστιμο ήταν πιο μικρό από τα μεροκάματα που της χρωστούσε. Γλίτωσε κιόλας από μια γρουσούζα που ούτε γελούσε ουτε μιλούσε. Μόνο καθόταν στο σκοτάδι κι έκλαιγε και τραγουδούσε «πυργούσικα» που του τριβελίζαν το μυαλό.
«Παράτα τα αυτά -της έλεγε- μπροστά να κοιτάς, να μάθεις και τα αμερικάνικα να γίνεις άνθρωπος».
«Άνθρωπος ημουν, τώρα είμαι μια μηχανή που πλένει πιάτα στη ντάινα κι εσύ μια παγωμένη μηχανή που βγάζει λεφτά. Τίποτα άλλο».
Του 'λεγε.
Ήταν όμορφη. Τάρεσε του Μαθιού. Μαγκούφης ήταν. Κάθε Παρασκευή απόγευμα τούρχοταν η Σελέστ, μια μαύρη πόρνη, τού παιρνε πίπα, την πλήρωνε, τα λέγαν για λίγο κι αυτό ήταν, ξεμπέρδευε με την ανάγκη. Τωρα να 'βαζε μπελάδες στο κεφάλι του και πώς να τη στρώσει την «πυργούσα» που όλα τα 'βλεπε νέγκατιβ. Τελικά ήταν αυτός που την κάρφωσε στο ιμιγκρέησο, να προφυλάξει τον εαυτό του, γιατί τον τρέλαινε που κοιμόταν ακριβώς από κάτω του στο ημιυπόγειο, δίπλα από το λόντρυ, κι από την τρύπα στο πάτωμα την έπαιρνε μάτι που γδυνόταν να κοιμηθεί. Στητά βυζιά, τορνευτά μπούτια, φωτιά του 'βαζε. Είχε ρέψει από τη μαλακία ο Μαθιός και θα λυγούσε, θα τη φορτωνόταν. «Φαντάσου να φορτωθείς με στεφάνι μια μαραζάρα για όλη σου τη ζωή», μονολογούσε κι έλεγε.
Αυτή γύρισε, είχε λίγα πηξάρια, πήρε και του αδελφού της που 'λειπε στα καράβια και τα δούλευε. Το μαστίχι το 'δινε στον συνεταιρισμό και κουτσοζούσε. Της κάναν προξενιό τον Τάση, ναυτικός. Παντρεύτηκαν. Κάναν μηνα του μέλιτος στον Πειραιά. Μετά που γυρίσαν στο Πυργί, αυτός πνιγόταν «κάτεργο είναι εδώ, πάμε να φύγουμε», της έλεγε. Αυτή δεν ήθελε. Την παράτησε έγκυο στον τρίτο μήνα. Γεννησε δίδυμα. Αγόρια. Μετά ο ένας της σκοτώθηκε. Της τον κουβαλήσαν στην κουβέρτα με χυμένα έξω τα άντερά του, από βαρελότο. Ο άλλος ίδιος ο πατέρας του «Μάνα πνίγομαι εδώ. Να πάω στην Αμερική. Να σπουδάσω. Να βρω και τον πατερα εκεί». Του 'πε εντάξει. Ανοιξε το μικρό κομπόδεμα που 'χε προλάβει να κάνει απο τα πηξάρια κι από τα δώρα του αποτυχημένου γάμου και του τα 'δωσε όλα όσα είχε. Αυτός τον κατάπιε η Αμερική. Ούτε σπουδές ούτε πατέρα έψαξε. Γκέημπλ μαν. Τον μάγεψε ο τζόγος, η γκλαμουριά. «Αμέρικα, εδω χτυπάει η καρδια του κόσμου ΜΑΝΕΗ ΜΑΝΕΗ ΜΑΝΕΗ», έλεγε.
Τώρα κρατούσε στα χέρια του το γράμμα της. «Έλα να σε δω πριν πεθάνω». Άδεια η τσέπη του. Ενα πενηντάρι μόνο. Και χρέη πέντε χηνάρια στον τοκογλύφο.
Μπήκε στο Μάθιους Μπετ, στη Βερατζάνο. Nόμιμo στοιχηματατζίδικο για τον ιππόδρομο αλλά στα ενδότερα, μπαρμπουτιέρα. Στην κρυφή πόρτα ηταν ο Τάμυ, Πυργούσης κι αυτός. Πιάσαν κουβέντα. «Γάμησέ τα, πεθαίνει η Ζαμπέτα, η μάνα μου, και δεν έχω μία αδερφέ». «Αν μου τα λες για να σε δανείσω, κομμένη μάγκα», του 'πε ο Τάμυ. «Όχι, στα λέω να μ' αφήσεις να μπω, ένα γαμημένο πενηντάρι έχω, θα το παίξω κι ό,τι κάτσει. Θα σου χρωστάω χάρη αδερφέ. Έχεις φάει ψωμί από τα χέρια της μάνας μου».
Το μαγαζί ήταν καλωδιωμένο κι είχε κάμερες παντού, ακόμη και στις τουαλέτες. Απάνω στον τρίτο ήταν τα μόνιτορ κι εκείνη την ημέρα είχε κατέβει το αφεντικό από το Νιου Τζέρσι κι έβλεπε. Έκανε νόημα του μάνατζερ. «Πες στον Τάμυ να τον αφήσει να περάσει και στείλ' τον μου εδώ να του μιλήσω».
Χεσμένος από τον φόβο του ανέβηκε στον τρίτο ο Τάμυ.
«Καλησπέρα κυρ Μαθιέ, με ζητήσατε» είπε σεβαστικά του αφεντικού. Το αφεντικό τον κάθησε κάτω και τον ξεψάχνισε.
«Ζαμπέτα, κοκκινομάλα, άσπρα μπούτια, στητά βυζιά, η πιο όμορφη στο Πυργί, ζωντοχήρα, παίρναμε μάτι που λουζόταν και λιώναμε στη μαλακία».
Του τα 'πε όλα ο Τάμυ και το αφεντικό, ο κυρ Μαθιός, μια παγωμένη μηχανή που 'βγαζε λεφτά, μέσα του κάτι ράισε. «Δεν έπρεπε να τη διώξω τότε ο μαγκούφης» είπε. Θυμήθηκε που της είχε φάει και τα μεροκάματα . Είδε από το μόνιτορ που κάθησε ο γιος της. Κοκκινομάλης κι αυτός. Τα ζάρια τα μοίραζε η Γκλάντυς. Της μίλησε απο την ενδοεπικοινωνία, κατευθείαν στο αυτί. «Μέχρι είκοσι στον ρέντχεντ. Και μετά κλείνεις, τον διώχνετε». Η Γκλάντυς, συνηθισμένη από αυτά, έτσι λαδώναν εφοριακούς και μπάτσους. Έπιασε τα ζάρια να του τα δώσει να τα ρίξει κι έβαλε στην κούπα τα καραγκιοζάκια. Αυτός τα κουδούνισε γύρω από το αυτί του. «Άγιε μου Σίδωρε γκίβμι ε τσανς και σ' ανάβω λαμπάδα» είπε και τα αμόλησε. Τούμπαραν, αναπηδήσαν και κάτσαν εξάρες. «Πουτάνα τύχη, τώρα σε γαμάω», φώναξε. Οκτώ ζαριές στη σειρα έφερε εξάρες. Ρεκόρ. Τίναξε μπάνκα. Η γκρουπιέρισσα έβαλε ταμπέλα «το τραπέζι κλείνει». Αυτός πήγε να κάνει μαγκιές. «Όχι τώρα, ρε καριόληδες. Να τα πάρω κι εγώ μια φορά», ήρθαν οι φουσκωτοί, τον πετάξαν έξω.
Ο αέρας τον συνέφερε. Τα μέτρησε. Δεκαοκτώ χηνάρια συν το πενηντάρικό του. Πήγε στο ξενοδοχείο. Πλήρωσε. Άφησε στη θυρίδα τα πέντε για το χρέος στον τοκογλύφο και σουν για Κένεντι ερ πορτ. Εκεί αγόρασε βαλίτσες, ρούχα, δώρα, βηαηπί θέση στο αεροπλάνο. Μπρούκλης.
Δεν την πρόλαβε τη μάνα του, την είχαν ήδη κηδέψει. Έκλαψε. Έδωσε εντολή στον μαρμαρά να φιάξει τάφο με αγγελάκια και το βράδυ στο σπίτι τα μάζεψε όλα να τα δώσει του παπά για τους μετανάστες και έβαλε πωλητήριο. Με κούρσα αγκαζέ πήγε στον Άγιο Ισίδωρο λίγο έξω απο την Κώμη. Κοίταξε στην τσέπη του, δύομισι χιλιάρικα του 'χαν μείνει. «Ένας παίκτης πάντα πληρώνει τα χρέη του». Άναψε τη λαμπάδα κι άφησε τα χίλιαπεντακόσια στο παγκάρι. Κράτησε όσο το εισιτήριο της επιστροφής και για το ταξί, «ήζι καμς ήζι γκόου» είπε. Έξω χάραζε. Το πρώτο φως πάνω απο τα μαστιχοχώρια.
Survival Guide
Το νησί της μυρωδάτης μαστίχας, εντυπωσιακό σε κάθε βήμα με την ιδιαίτερη ομορφιά και τον ποικιλόμορφο χαρακτήρα του. Η διαφορετική μορφολογία της βόρειας, νότιας και κεντρικής χιώτικης γης καθρεφτίζεται στην αρχιτεκτονική, στα έθιμα, στο γλωσσικό ιδίωμα και στα τοπικά προϊόντα. Η περιήγηση (απαραίτητο το αυτοκίνητο ή άλλο μέσο μεταφοράς) δεν είναι ποτέ βαρετή: πεντακάθαρες θάλασσες, χωριά που ξεπήδησαν από τον Μεσαίωνα, βυζαντινά αρχοντικά, μοναστήρια και η φύση στο μεγαλείο της.
Πώς θα πας: Mε αεροπλάνα και βαπόρια, όλο τον χρόνο. Η πτήση Αθήνα - Χίος διαρκεί περίπου 35 λεπτά. Πτήσεις από την Οlympic Air και την Αegean. Αθήνα - Χίος: OA 760, 06:10, 09:00, 12:10, 12:20, 19:30 (Aegean), 20:55. Από Πειραιά: Hellenic Seaways: Νήσος Χίος: Από 18/06/2010 έως 15/07/2010 & από 23/08/2010 έως 05/09/2010 Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, αναχώρηση 12:30. Παρασκευή και Σάββατο 17:30. Από 16/07/1010 έως 22/08/2010, Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή, 12:30
Διαμονή: Διαμονή για όλα τα γούστα και τις προτιμήσεις. Πανέμορφοι ξενώνες, χωριάτικα σπίτια, δωμάτια με θέα στη θάλασσα. Στην καρδιά της πόλης της Χίου βρίσκεται το Chandris Hotel (44401-3). Στον Κάμπο, παλιά αρχοντόσπιτα θα σας ταξιδέψουν σε άλλη εποχή: Αγιάζι (32553). Το Medieval Castle Suites (76345) έχει δωμάτια μέσα στο κάστρο-χωριό των Μεστών και στη Βολισσό παραδοσιακά διαμερίσματα στη Φάμπρικα (22045).
Φαγητό: Ψάρι φυσικά αλλά και κρέας σε εστιατόρια ή ταβέρνες και διάφορα ουζερί με ντόπια συνοδευτικά μεζεδάκια. Στην πόλη της Χίου, στον Χότζα (42787), δοκιμάστε τοπική κουζίνα και συνταγές από το 1882! Στον Καρφά, επισκεφτείτε το «Αλάτι και Πιπέρι» (32804) στον πεζόδρομο της παραλίας του και γευτείτε πολύ καλά πιάτα και φρέσκο ψάρι. Στη Βολισσό, στο Yatomati, σπαγγέτι και κρέπες με εξαιρετική θέα το φωτισμένο Κάστρο. Στην πόλη της Χίου, το Απόμερο (29675). Στους Μύλους, στο Βροντάδο, τα ομώνυμα Μυλαράκια (42564) για ψάρι και μεζέδες. Στο Πυτιό δοκιμάστε σπεσιαλιτέ τα χερίσια μακαρόνια και γίδα. Στα Αυγώνυμα, στην ταβέρνα Πύργος (42175), παραδοσιακές ελληνικές συνταγές. Επίσης, υπάρχει κινέζικη και ιταλική κουζίνα. Για ουζερί προτιμήστε το Τζιβαέρι (43078), το Λουκούμι (24959), το Τσίκουδο, και μέσα στο Κάστρο της Χίου το ουζερί Ιακώβου.
Σπεσιαλιτέ: Ξυρισμένο χταπόδι, το τοπικό τυρί, το μαστέλο, χειροποίητα μακαρόνια (λέγονται χερίσια) με κόκκινη σάλτσα και προϊόντα μαστίχας, ούζο Απαλαρίνα και Τέττερης, μαστιχοκούλουρα, ροδίνια, μαστίχα υποβρύχιο, γλυκά του κουταλιού Κοράκης-Μαρίνος και σούμα από σύκα, το χιώτικο τσίπουρο.
Διασκέδαση: Για καφέ ή ποτό στο Metropolis, στο Remezzo και στο Satva στην πόλη. Γενικά υπάρχουν καφέ-μπαρ και σε άλλα τουριστικά σημεία της Χίου (Κώμη, Αγία Φωτιά, Καρφάς). Τα 3 κλαμπ που είναι ανοιχτά ως το πρωί βρίσκονται πολύ κοντά στην πόλη. To Island Club (4 χλμ. από την πόλη), το Prive Club (2 χλμ.) και το City Club (2,5 χλμ). Στο Πυργί υπάρχει το κλαμπ After για χορό ως τις μικρές ώρες.
Παραλίες: Στο νότιο μέρος του νησιού βρίσκεται η παραλία Εμποριος ή τα Μαύρα Βόλια, καταγάλανη θάλασσα και μεγάλα μαύρα βότσαλα που δημιουργήθηκαν από την έκρηξη ηφαιστείου κατά τα προϊστορικά χρόνια. Κοσμοπολίτικη και οργανωμένη παραλία θα βρείτε στον Καρφά, επίσης στα νότια του νησιού. Υπέροχα τα ηλιοβασιλέματα στην αμμουδερή παραλία στο Λιθί.
Αξιοθέατα: Ο Κάμπος, ο απέραντος πορτοκαλεώνας της Χίου με τα εντυπωσιακά αρχοντικά από την εποχή των Γενοβέζων. Επισκεφτείτε το ξενοδοχείο Αργεντίνικο (33111). Πρόκειται για ένα αρχοντικό του 16ου αιώνα. Επίσης, επισκεφτείτε το Φρούριο της Χίου και το Παλατάκι Ιουστινιάνι κοντά στην κεντρική πύλη, το χωριό Πυργί και την ιδιόμορφη τέχνη «ξυστά» που διακοσμεί τους τοίχους των σπιτιών.
Lifo Choice: Το Mastiha Shop στον τόπο καταγωγής του. Βρίσκεται από το 2002 απέναντι από την προκυμαία του νησιού και διαθέτει όλα τα προϊόντα από μαστίχα (και περισσότερα) που συναντάμε στην πασίγνωστη και «αρωματική» αλυσίδα. Επίσης, μη φύγετε αν δεν επισκεφτείτε τα Μεστά, το μεσαιωνικό χωριό-κάστρο της βυζαντινής περιόδου. Σπίτια δεμένα το ένα με το άλλο δίνουν την αίσθηση ενιαίου τείχους, στενοί, πετρόχτιστοι δρόμοι με καμάρες που οδηγούν σε μια είσοδο και μια έξοδο από τα Μεστά. Το χωριό δεν έχει υποστεί σημαντικές αλλαγές από το πέρασμα του χρόνου και είναι χτισμένο σε λαβύρινθο για να εμποδίζεται η εύκολη πρόσβαση των πειρατών, τότε.
Χρήσιμα τηλέφωνα: Δημαρχείο 44386, λιμεναρχείο 44434, ιατρικό κέντρο 44302-3, αστυνομία 81537. Κωδικός περιοχής: 22710.
Web: http://chios.gr/.
Secret island
Αξέχαστη ποδηλατάδα. Στη βορειοανατολική γωνιά του νησιού με το mountain bike σας. Από την Παρπαριά θα ανηφορίσετε προς το μοναστήρι της Παναγίας Παγούσαινας, στην καρδιά του πανέμορφου βουνού της Αμανής. Από το Διάσελο λίγο πιο βόρεια, θα κατηφορίσετε προς τα ανατολικά και θα βγείτε στα Χάλανδρα, βόρεια για να βγείτε στα Κουρούνια, ή δυτικά για να βγείτε στο Άγιο Γάλας. Μετά, δεν θα θέλετε να γυρίσετε σπίτι!
σχόλια