Η Σίκινος ήταν ένας ιδιότυπος και ασφαλής τόπος για το πείραμα. Το κορίτσι δέχτηκε αμέσως την πρότασή μου, δεν θα μπορούσε να κάνει και διαφορετικά, μια που εγώ ήμουν εκείνος που την είχε σώσει από βέβαιο θάνατο, τότε που είχε επιχειρήσει να καταπιεί ένα ολόκληρο καρπούζι με μια χαψιά. Ήταν, συνεπώς, μια ευκαιρία να μου δείξει την ευγνωμοσύνη της.
Το καράβι μάς άφησε στο μικρό λιμάνι και από κει φτάσαμε στη σπηλιά με τα πόδια. Ήταν ακριβώς όπως την είχα αφήσει την προηγούμενη χρονιά, μάλιστα μπορούσε κανείς να διακρίνει τα ανεπαίσθητα σημάδια στα τοιχώματά της, απομεινάρια του πειράματος απ’ το προηγούμενο καλοκαίρι. Περιμετρικά της μεγάλης παραλίας υπήρχαν διάσπαρτοι επισκέπτες που καίγονταν απ’ τον αδίστακτο ήλιο, αλλά ευτυχώς απ’ το σημείο που βρίσκονταν ήταν αδύνατον να μας δουν. Μπήκαμε στη σπηλιά και καθίσαμε στο μαλακό πέτρωμά της. Κάνοντας μια αλλόκοτη μαθηματική εξίσωση, είχαμε ακόμα εβδομήντα έξι λεπτά μέχρι να ξεκινήσει η διαδικασία.
Για να περάσει πιο ευχάριστα η ώρα άρχισα να τη ρωτάω πρωτεύουσες κρατών, όμως, δυστυχώς γι’ αυτήν, δεν ήξερε ούτε μια κι αναγκάστηκα να τη βρίσω με χυδαίο τρόπο. Σηκωθήκαμε για λίγο όρθιοι και ρίξαμε μια ματιά στον ανοιχτό ορίζοντα, στο ελεύθερο κομμάτι του νησιού που ξεγλιστρούσε απ’ το απόκοσμο καβούκι της σπηλιάς. Μπορέσαμε να διακρίνουμε τη μικρή εκκλησία της Χώρας κι ένα μέρος της μικρής, πλακόστρωτης πλατείας γύρω της. Η Σίκινος δεν μοιάζει με κανένα νησί, είναι μια αρμονική κουκκίδα, αυθύπαρκτη και μοναδική.
Κάνω τα πειράματά μου εδώ απ’ τα τέλη του 1848, ποτέ δεν είχα παράπονο από τη φιλοξενία των κατοίκων και τη συμπεριφορά των κοριτσιών, εκτός από τη Λ., η οποία, κατά τη διάρκεια του πολέμου, έκρινε ότι η θέση της ήταν στην πρώτη γραμμή της μάχης κι εγκατέλειψε το πείραμα στη μέση. Το κορίτσι ακούμπησε τα χέρια του στον μεγάλο βράχο που θρονιαζόταν στην είσοδο κι έκανε μια κίνηση, σαν να έκανε δήθεν κούνια, σπάζοντας τη μέση της στον αέρα. Την παρατήρησα καλύτερα. Είχε πολύ όμορφα πόδια, τα δάχτυλά της σχημάτιζαν μια ελκυστική καμπύλη και τα νύχια της φώλιαζαν πάνω τους σαν μικροί ζωγραφικοί πινάκες, οι πατούσες και οι φτέρνες της έμοιαζαν με καλοζυμωμένο ψωμί, το δέρμα της, χρυσόξανθο, ενίσχυε την επιθυμία μου να την κατασπαράξω, αλλά δεν μπορούσα να βιάζομαι, αφού απέμενε ακόμα μισή ώρα περίπου πριν από την επίσημη έναρξη των εργασιών.
Βγήκα έξω, αλλά η ζέστη ήταν αφόρητη και δεν άντεξα πάνω από μερικά δευτερόλεπτα. Η θερμοκρασία στη σπηλιά ήταν σχεδόν τέλεια. Ήταν δροσερή και υγρή και σου γεννούσε την επιθυμία να κουρνιάσεις εκεί για πάντα, να κοιμηθείς έναν άχρονο ύπνο. Κοίταξα το ρολόι μου, ήταν ώρα για δουλειά. Έστησα τον πίνακα στο μέσον της σπηλιάς, σ’ ένα σημείο όπου υπήρχε αρκετό φως και μπορούσα να κινούμαι καλύτερα.
Δοκίμασα έναν κόκκινο μαρκαδόρο, δεν έγραφε καλά και τον πέταξα οργισμένος στα βράχια. Τελικά, έβγαλα απ’ την τσάντα μου έναν δεύτερο μαύρο, καινούργιο μαρκαδόρο και το σφουγγαράκι για τυχόν λάθη. Φώναξα το κορίτσι και στάθηκε ακριβώς μπροστά μου. Της έδωσα την οδηγία να βγάλει όλα της τα ρούχα και να κάτσει προσοχή μπροστά στο πρόσωπό μου, έτσι ώστε να μπορώ να σημειώνω αλλά και να εργάζομαι ταυτόχρονα. Της είπα να γυρίσει ανάποδα, να κοιτάζει δηλαδή προς την έξοδο της σπηλιάς. Γονάτισα μπροστά της. Πήρα το πόδι της και το έβαλα στο στόμα μου. Η γλώσσα μου περνούσε ερευνητικά πάνω απ’ τα τρυφερά της δάχτυλα και τις μαλακές της πατούσες, εκείνη στεκόταν –όπως όφειλε- προσοχή κι έδειχνε πλήρη διάθεση για συνεργασία.
Τα μαλλιά της έπεφταν μακριά στη γυμνή της πλάτη κι έκαναν τη γεύση του ποδιού της ακόμα πιο απολαυστική, δυστυχώς κάποια στιγμή έπρεπε να σταματήσω και να γράψω το αποτέλεσμα. Άφησα το πόδι της στο έδαφος και με τον μαύρο μαρκαδόρο άρχισα να γράφω σε μια κάθετη στήλη «Λ-528=ΜΑΛΙΣΤΑ, …79%». Ύστερα της είπα να γυρίσει προς το μέρος μου και να ανοίξει ανεπαίσθητα τα πόδια της.
Το έκανε και έβαλε τα δυο της χέρια γύρω απ’ τη μέση της για να στηρίζεται καλύτερα. Χώθηκα από κάτω της και έβαλα τη γλώσσα μου στο γαλήνιο εκείνο αιδοίο που έμοιαζε με σπάνιο λουλούδι, έκλεισα τα μάτια μου και κόλλησα πάνω της για 40 δευτερόλεπτα, όμως κάποια στιγμή άρχισε να βγάζει ήχους ηδονής και έγινα έξαλλος «Αν ξαναγίνει αυτό…», της είπα, «…θα σε πετάξω έξω και σταματάμε χωρίς δεύτερη κουβέντα». Δεν μίλησε. Σημείωσα στο πινακάκι «Λ-77-ΝΑΙ-ΟΧΙ- ΝΑΙ-88%».
Με κοίταζε λίγο ενοχικά, σαν να ζητούσε συγγνώμη, και για να της δείξω ότι αισθανόμουν πολύ καλά μαζί της, της έδωσα ένα αχλάδι. Της είπα μάλιστα να το φάει σε μια απόσταση, να σταθεί όρθια απέναντί μου για να την κοιτάζω. Ήταν τόσο όμορφη, μου ερχόταν να λιποθυμήσω παρατηρώντας το γυμνό της σώμα, το πρόσωπο, τα πόδια, την κοιλιά της, ήταν ολόκληρη ένας χάρτης ενός ανέγγιχτου, ξεχωριστού τοπίου. Δεν άντεξα, έφερα το πινακάκι και σημείωνα, την κοιτούσα ιδρωμένος κι ευτυχισμένος, τη φώναξα στο τέλος να έρθει κοντά μου, της είπα να τρέξει, το σπέρμα μου πετάχτηκε στα μαλλιά της, το φως που τρύπωσε στη σπηλιά εκείνη την ώρα την έκανε ακόμα πιο όμορφη. Της είπα ότι χρειαζόμασταν ένα διάλειμμα, ίσως να πηγαίναμε για φαγητό, να σας πω πληροφοριακά ότι η Σίκινος διαθέτει μόνο δυο τρεις ταβέρνες.
σχόλια