Στον Γιάννη
Κατεβαίναμε μαζί ξυπόλυτοι τον δρόμο απ' τη Χώρα προς τα Μαγαζιά. Ο Τάκης με το αιώνια ξεβαμμένο λαδί κοντοβράκι –σχεδόν χακί πια απ' τον ήλιο και την αλμύρα– να κατεβαίνει επικίνδυνα στον κώλο, με χρώμα πλάτης από άλλη ήπειρο και γρατζουνιές στα γόνατα. Εγώ λευκός ακόμα σαν φύλλο κρούστας που μόλις πήρε να ροδίζει, στο κόκκινο μπλε σορτσάκι με την αθλητική μάρκα και το γαλάζιο μου μπλουζάκι που καμάρωνα που έλεγε «Santorini».
«Ρε μαλάκα, τι το θες το μπλουζάκι στη θάλασσα; Και γράφει κι άλλο νησί πάνω. Θα μπερδέψεις τους τουρίστες».
Προσπαθούσα να κινήσω τα δικά μου παραπανίσια κιλά στον δικό του ρυθμό ιδρώνοντας. Η αλήθεια είναι ότι δεν θα μπορούσα να περπατήσω πιο αργά γιατί η άσφαλτος έκαιγε. Μπορεί να μην ήξερα τότε τι είναι οι αναστενάρηδες, αλλά μάλλον είχα καταλάβει πώς αισθάνονται από πρώτο χέρι. Τι μου ήρθε και τον άκουσα ν' αφήσω τις σαγιονάρες σπίτι;
«Ωραία, φυσάει προς τα μέσα. Σήμερα θα φάμε καμιά γρανίτα».
Δεν κατάλαβα τον συσχετισμό, αλλά δεν πρόλαβα να αντιδράσω. Είχε κιόλας βουτήξει και πήγαινε προς τα μπλόκια, λίγες δεκάδες μέτρα πέρα από την παραλία.
«Το βρακί σου έχει κατέβει, ρε!». Του φώναξα με την ελπίδα να ανακόψω την τρελή κούρσα του προς τα βράχια, μήπως και τον προλάβω. Δεν ξέρω αν δεν άκουσε ή αν δεν τον ένοιαζε, αλλά εγώ έφτασα πάνω δέκα λεπτά αργότερα και αφού αυτός είχε κάνει ήδη καμιά δεκαριά βουτιές.
«Μην πατήσεις τα κοχύλια που έφερα» μου είπε αδιάφορα καθώς πηγαινοερχότανε πάνω στα ριγμένα βράχια για να βρει διαφορετική εξέδρα κάθε φορά. «Μάλλον, βάλ' τα καλύτερα στην τσέπη σου που έχει φερμουάρ. Και κοίτα μην τα χάσεις, μπουχέσα!».
Τρεις ώρες βουτούσαμε διαρκώς από τα μπλόκια. Κάθετες με τα πόδια, με το κεφάλι, ο Τάκης έκανε και μία με ανάποδη τούμπα. Εγώ έκανα τις πιο εντυπωσιακές «μπόμπες» όμως. Λιγότερες. Τρεις δικές του βουτιές, μία δικιά μου. Βεντούζες είχε στα χέρια του κι ανέβαινε έτσι ξανά στα βράχια;
Είχα καθίσει στα βράχια να ξεκουραστώ και χάζευα τη Χώρα της Σκύρου. Έψαχνα με τα μάτια να βρω το σπίτι της θειας-Αμέρσας που έφτιαχνε τις ωραίες λαδόπ'τες. Δεν το θυμόμουνα από πέρσι το καλοκαίρι. Δεν μπορούσα να συγχωρήσω τον εαυτό μου γι' αυτό. Εγώ είδα πρώτος το καπέλο που πήρε ο αέρας στριφογυρίζοντας από την παραλία και το έστειλε μέσα. Ψαθωτό, πλατύγυρο, έκανε σβούρες στην αμμουδιά και μετά στην επιφάνεια της θάλασσας μέχρι να φτάσει στο ύψος απ' το μπλόκι που βρισκόμασταν.
«Τάκη!» του φώναξα μόλις βγήκε το κεφάλι του απ' τη βουτιά.
Σαν να το περίμενε, γύρισε μία το κεφάλι γύρω-γύρω, είδε το καπέλο να σπαρταράει πάνω στη θάλασσα και ξεκίνησε τις απλωτές.
«Βγες έξω» μου φώναξε πριν απομακρυνθεί, λες και οργάνωνε ποδοσφαιρικό αγώνα κι εγώ έπρεπε να πάρω θέση για άμυνα.
Δεν ήθελα να τον αφήσω μόνο του στα βαθιά, αλλά βούτηξα. Κολύμπησα λοξά μέχρι την παραλία, κοιτώντας τον να κυνηγάει ακόμα το καπέλο που είχε βάλει πλώρη σχεδόν για Μυτιλήνη. Το έφτασε, το έπιασε κι άρχισε να κολυμπάει πιο αργά –με τα πλάγια– προς τα πίσω. Ανάσανα λίγο και τον περίμενα εκεί που πάτωνα να βγούμε μαζί.
«Μπράβο, ρε! Έκανες σπριντ, όχι αστεία».
Η κυρία που είχε χάσει το καπέλο –κυρία μου φαινόταν τότε, τώρα πια δεν είμαι σίγουρος– μας περίμενε στην ακροθαλασσιά. Πήρε το καπέλο κι έδωσε αυθόρμητα ένα φιλί στον Τάκη. Μου φάνηκε ότι το μαύρισμα σκούρυνε στο πρόσωπο κι έβαλε τα χέρια του μπροστά στο βρακί του αμήχανος.
«Ευχαριστώ πολύ! Τι τυχερή που ήμουνα που κάνατε βουτιές στα μπλόκια. Δεν θα προλάβαινα τέτοια απόσταση από την παραλία».
Ο Τάκης απάντησε λίγο απότομα πριν προλάβω να πω τίποτα.
«Δεν κάναμε βουτιές».
Η κυρία –ας τη λέμε έτσι μάλλον, δεν θα με παρεξηγήσει πια– παραξενεύτηκε.
«Μα, αφού σας χάζευα. Κάνατε και πολύ ωραίες βουτιές».
«Δεν κάναμε ΜΟΝΟ βουτιές» συνέχισε ο Τάκης. «Μαζεύαμε κοχύλια. Δώσ' τα, ρε!».
Έβαλα μηχανικά το χέρι μου στην τσέπη, άνοιξα το φερμουάρ κι έδειξα τα κοχύλια των οποίων είχα οριστεί φύλακας.
«Είναι πολύ όμορφα τα κοχύλια σας» είπε η κυρία σκύβοντας πιο πολύ. «Σαν κι εσάς».
«Τα πουλάμε τα κοχύλια».
Αυτήν τη φορά το είπε τόσο απότομα, που σχεδόν κι εγώ φοβήθηκα. Άπλωσα κι άλλο το χέρι μου σαν να είχα λάβει στρατιωτικό παράγγελμα.
«Θα τα αγοράσω εγώ, λοιπόν. Γιατί μ' αρέσουν. Και ίσως αργότερα πάω κι εγώ στα μπλόκια να μαζέψω κι άλλα. Ευχαριστώ».
Έβγαλε ένα κατοστάρικο και μου το έδωσε. Μετά έδωσε άλλο ένα φιλί στον Τάκη στο κεφάλι, πήρε το καπέλο και τα κοχύλια της και γύρισε στην ξαπλώστρα της. Ο Τάκης έφυγε σχεδόν τρέχοντας κι εγώ γύρισα μόνο δυο φορές να χαμογελάσω, γιατί νόμιζα ότι έτσι έπρεπε.
Στη γωνία βγαίνοντας στη δημοσιά, ο Τάκης μπήκε στο μαγαζάκι και αγόρασε δυο γρανίτες λεμόνι σε διάφανο πλαστικό. Άρχισα να ρουφάω τη δικιά μου με όρεξη, συνειδητοποιώντας ότι δεν είχα φάει τίποτα. Εκείνος τράβηξε δυο ρουφηξιές, ξίνισε τα μούτρα του και μου έδωσε και το δικό του ποτήρι.
«Δε μ' αρέσουν τελικά οι γρανίτες. Είχε δίκιο ο πατέρας μου που ποτέ δεν μου πήρε».
Δρόσισα τη γλώσσα μου μέχρι να μουδιάσει. Αλλά δεν βοήθησε τις πατούσες που έκαιγαν στην άσφαλτο.
σχόλια