Πόσο ταιριαστή είναι η γραμματοσειρά με το ρυθμό αφήγησης, το pericolosamente λόγου και νοήματος του Κωνσταντίνου Τζούμα στο δεύτερο μέρος της βιογραφίας του Complete Unknown! Στοιχείο και αυτό μιας ζεστής αίσθησης οικειότητας με επίδραση μυοχαλαρωτικού, που διαπερνά τον αναγνώστη: το συλλογικά προσλαμβάνον οικείο που προσφέρει ο Τζούμας ως περσόνα ανυπέρβλητη του σύγχρονου αστικού πολιτισμού. Η αίσθηση αυτή βαθαίνει χάρη και στην αβίαστη συνέχεια της αφήγησης της ζωής του στο Complete Unknown που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Εκεί διαβάζουμε για τη ζωή του στη Νέα Υόρκη που του προσέφερε κάτι που, σύμφωνα με τον ίδιο, βαθιά ποθούσε: την ανωνυμία και μια πίστα δράσης απέραντη. Είχε όσα του έλειπαν και τον ζόριζαν στην Αθήνα: ελευθερία και χώρο να κινηθεί, να επιλέξει, να επιδοθεί στο λάγνο παιχνίδι των μεταμορφώσεων, των ρόλων. Λάγνο διότι ξανά, παρά τις καλλιτεχνικές επιδόσεις και αναταράξεις, ο Κωνσταντίνος Τζούμας αναδύκνειε ως πρώτο του θέμα τον έρωτα (αυτοτροφοδοτούμενο και πάντα μποέμικα αναφλεγόμενο). «Αν δεν τη θεοποιήσω, είναι αδύνατο να λειτουργήσω ερωτικά. Την Ντομινίκ. Και όχι μόνο. Εάν δεν την ανεβάσω πάνω σ' ένα λατρευτικό βωμό, πώς ν' αποδώσω λατρεία στην εικόνα που έχω στο φαντασμένο μου κεφάλι γι' αυτή: πώς τη βλέπω, τι μου κάνει, για να μεταμορφωθώ σ' έμπιστο υπηρέτη των μυστικών της, των αδιόρατων επιθυμιών της ακόμη και της ηδονής της στην εύθραστη στιγμή».
Μέσα από την αφήγησή του περνούν φέτες ζωής των συνεργατών του, φευγαλέες εικόνες θρύλων της εποχής (ένα λυρικό entertainment), και κυρίως μια πόλη που έχει στυλ ό,τι και αν κάνει - ακόμα και όταν πλήττει.
σχόλια