Το λευκό της φόρεμα της δυσκόλευε τα βήματα και η βροχή μαστίγωνε το λευκό δέρμα της που πλέον είχε μελανιάσει απο το κρύο. Τα πόδια της προσπαθούσαν να ισορροπήσουν στη λάσπη. Ο πυρετός ανέβαινε. Ζαλιζόταν. Δεν θα το έβαζε κάτω τόσο εύκολα. Δάκρυα κυλούσαν ποτάμι στα κατακόκκινα πλέον μάτια της, μα με το νερό της βροχής δεν θα το καταλάβαινες. Τα μαλλιά της, αυτός ο εβένινος χείμαρος είχε ξεχυθεί σα να καλπάζει άλογο μέσα στη βροχή. Και η ορμή της ήταν ανάλογη. Κανένας και τίποτα δεν μπορούσε να τη σταματήσει.
Πως μπόρεσε να το κάνει αυτό;
Πως;
Η βροχή έπεφτε τόσο άγρια που την έριχνε απο εδώ και απο εκεί σα να την περιγελά. Η ανάσα της και η αντοχή της την προδώσανε. Λίγο πριν χάσει τις αισθήσεις της αισθάνθηκε κάποιον να την κρατάει. Όταν ξύπνησε τον είδε δίπλα της. Κρατούσε το χέρι της και δάκρυα έτρεχαν αθόρυβα απο τα μάτια του. Την αγαπούσε τόσο πολύ. Του ψιθύρισε «Συγνώμη» και έκλεισε τα μάτια της... «Αντίο αγάπη μου, συγνώμη...» της ψιθύρισε και τα δάκρυα συνέχισαν να κυλούν αθόρυβα...
Σαν άλλη Κατερίνα την περιμένει να τον στοιχειώσει και σαν άλλος Χήθκλιφ κυκλοφορεί σα στοιχειό περιμένοντας να πεθάνει...
σχόλια