HISTORIA DE UN AMOR Ή ΤΑ ΜΥΡΜΗΓΚΙΑ
του Θανάση Τριαρίδη
(Ένα δωμάτιο εξοχικού σπιτιού. Στο κέντρο ένα τεράστιο, παλαιικό κρεβάτι, μήκους τεσσάρων μέτρων. Ο Ν και η Ο είναι δεμένοι με χειροπέδες στις δύο άκρες του. Δεν μπορούν να αγγιχτούν μεταξύ τους. Τα κεριά στο δωμάτιο αναβοσβήνουν.)
Ο: (Με κοφτή φωνή) Εσύ το κάνεις...
Ν: Δεν το κάνω εγώ...
Ο: (Με ένταση) Εσύ το κάνεις, αρχίδι...
Ν: (Με ένταση) Δεν το κάνω εγώ...
Ο: (Ουρλιάζει.) ΕΣΥ ΤΟ ΚΑΝΕΙΣ, ΑΡΧΙΔΙ...
Ν: Ξέρεις πως δεν το κάνω εγώ...
Ο: (Με λυγμούς) Σταμάτα το, σε παρακαλώ...
Ν: Ξέρεις πως δεν το κάνω εγώ...
(Τα κεριά ξανανάβουν. Η σκηνή και πάλι φωτίζεται.)
Ο: Τα δόντια σου...
Ν: Τι τα δόντια μου;
Ο: Μπορείς να κάνεις κάτι με τα δόντια σου...
Ν: Τι να κάνω με τα δόντια μου;
Ο: Να ανοίξεις τις χειροπέδες με τα δόντια σου...
Ν: Τα δόντια μου είναι χαλασμένα...
Ο: Δεν με νοιάζει... Να τις μασήσεις με τα δόντια που έχεις...
Ν: Δεν μπορώ...
Ο: Τι θα πει δεν μπορείς;
Ν: Δεν θα τα καταφέρω...
Ο: Προσπάθησε, γαμώτο...
Ν: Μόνο που θα τα σπάσω... Είναι χαλασμένα τα δόντια μου...
Ο: Για δες έναν άντρα που ήθελε να γαμήσει...
Ν: Όλοι οι άνθρωποι έχουμε χαλασμένα δόντια...
Ο: (Ειρωνικά) Ο Καντ το είπε κι αυτό;
Ν: Όχι...
Ο: Είναι δικό σου;
Ν: Δεν εξυπηρετεί να χάνουμε χρόνο...
Ο: Γιατί, τι έχουμε να κάνουμε;
Ν: Έχουμε να σκεφτούμε για την αγάπη...
Ο: Δεν υπάρχει αγάπη...
Ν: Πρέπει να το πιστέψεις...
Ο: Άντε γαμήσου, αρχίδι...
(Σιωπή για λίγες στιγμές)
Ν: Κάτι μυρίζει...
Ο: Τι;
Ν: Δεν ξέρω τι – αλλά κάτι μυρίζει...
Ο: Δεν μυρίζει τίποτε... Δεν μυρίζει τίποτε...
Ν: Αυτά μυρίζουν...
Ο: Σταμάτα το αυτό, αρχίδι...
Ν: Αυτά είναι, σου λέω...
Ο: Τα μυρμήγκια, σωστά...
Ν: Ναι, τα μυρμήγκια...
Ο: Δεν μπορούν να μας κάνουν τίποτε τα μυρμήγκια...
Ν: Μπορούν...
Ο: Τα μυρμήγκια είναι αγαθά πλάσματα... Δεν θα μας φάνε...
Ν: Θα μας σκεπάσουν, αγάπη μου...
Ο: Κι εγώ σου λέω πως δεν θα μας σκεπάσουν... (Ειρωνικά) Θα μας λυπηθούν...
Ν: Θα εκδικηθούν...
Ο: Ποιον;
Ν: Θα εκδικηθούν, σου λέω...
Ο: Ποιον, γαμώτο;
Ν: Εμένα...
Ο: (Ειρωνικά) Τι έχεις κάνει στα μυρμήγκια, αγάπη μου;
Ν: Είχε πολλές μέδουσες εκείνο το καλοκαίρι...
Ο: Και τι σχέση έχουν οι μέδουσες;
Ν: Και νταβανόμυγες...
Ο: Τι σχέση έχουν όλα αυτά, γαμώ την ψυχασθένειά σου;
Ν: Άμα σε τσιμπούσαν, κοκκίνιζε όλη η κοιλιά σου... Ή τα μπούτια σου... Σαν να έσκαγε μια φωτιά πάνω στο δέρμα σου...
Ο: Είσαι ένας ποιητής, σ' το είπα...
Ν: Και τότε ο πατέρας αγόρασε τρία μπουκαλάκια...
Ο: Ποιος πατέρας, βρε παλιομπάσταρδε... Με τους περαστικούς σε έκανε η μάνα σου.....
Ν: Αγόρασε τρία μπουκαλάκια αμμωνία...
Ο: Παλιομπαστάρδι...
Ν: (Με πολύ έντονο ύφος) Αγόρασε τρία μπουκαλάκια αμμωνία...
Ο: Δεν σε φοβάμαι, παλιοπούστη... (Φωνάζει.) ΔΕΝ ΣΕ ΦΟΒΑΜΑΙ...
Ν: Αν έβαζες αμμωνία στο τσίμπημα, υποχωρούσε...
Ο: Δεν σε φοβάμαι, γιατί είσαι αξιολύπητος...
Ν: Θαρρείς η αμμωνία να ρουφούσε το φαρμάκι από τις μέδουσες και τα νταβάνια...
Ο: Για τα μυρμήγκια μιλούσες, γελοίε...
Ν: Και πήγαινα στο ντουλαπάκι του μπάνιου και άνοιγα κι έπαιρνα το μπουκάλι με την αμμωνία και το μύριζα... Σαν να σου 'μπαινε ένα ηδονικό σουβλί στη μύτη...
Ο: Στον κώλο σου να το βάλεις το σουβλί...
Ν: Ένα πρωινό, είχε κύματα. Η μαμά δεν με άφησε να κατέβω στη θάλασσα...
Ο: Δεν με νοιάζουν οι ιστορίες με τη μαμά σου...
Ν: Άρχισα να περιφέρομαι στους λόφους με το κοκκινόχωμα... Κοιτούσα κάτω δίχως σκοπό...
Ο: Δεν με ενδιαφέρουν οι παιδικές σου αναμνήσεις, καριόλη...
Ν: Τότε είδα τη μυρμηγκοφωλιά. Ήταν μια σχισμή στο χώμα....
Ο: Επιτέλους, φτάσαμε στα μυρμήγκια...
Ν: Μια μεγάλη μυρμηγκοφωλιά... Η πιο μεγάλη που είχα δει στη ζωή μου...
Ο: Πες το τώρα, λοιπόν...
Ν: Έσκυψα από πάνω... Κοιτούσα με όλην τη δύναμη των ματιών μου... Κι ήταν όλα τόσο καθαρά...
Ο: Τι καθαρά;
Ν: Έβλεπες τα πάντα. Το σώμα των μυρμηγκιών, τα πόδια τους, τις δαγκάνες τους, το κεφάλι τους...
Ο: Το στόμα τους, το έβλεπες;
Ν: Όχι, δεν το έβλεπα... Μα έβλεπα όλα τα υπόλοιπα... Τα έβλεπα να κινούνται, να λειτουργούν μπροστά μου... Και τότε το ένιωσα...
Ο: Ποιο;
Ν: Αυτό το αίσθημα της αγάπης. Την ίδια την αγάπη. Αγάπη για όλην τούτη την καθαρότητα...
Ο: Είσαι άρρωστος...
Ν: Και τότε έτρεξα στο σπίτι. Πήγα στο μπάνιο, άνοιξα το ντουλαπάκι και πήρα το μπουκαλάκι...
Ο: Μην συνεχίζεις, κατάλαβα...
Ν: Γύρισα στο λόφο με το κοκκινόχωμα... Κανονικά θα έπρεπε να μην ξαναβρώ τη μυρμηγκοφωλιά – δεν είχα βάλει σημάδια... Μα τη βρήκα με την πρώτη... Με τραβούσε... Σαν να 'ταν ο δρόμος μου...
Ο: Μην συνεχίζεις, σου λέω..
Ν: Κι όπως έσκυψα από πάνω, ένιωσα την καθαρότητα της αγάπης ακόμη δυνατότερη... Ακατανίκητη...
Ο: Γαμώ τη μάνα σου...
Ν: Έβγαλα το μπουκαλάκι της αμμωνίας, το μύρισα...
Ο: (Ουρλιάζει.) ΜΗΝ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙΣ, ΓΑΜΩ ΤΗ ΜΑΝΑ ΣΟΥ...
Ν: Πρώτα έσταξα μια σταγόνα σε ένα μυρμήγκι – έτσι, για δοκιμή. Έμεινε ακίνητο... Σαν να βαλσαμώθηκε μονομιάς...
Ο: (Ξεψυχισμένη) Μην συνεχίζεις...
Ν: Μετά έσταξα σε ένα άλλο... Κι έπειτα σε άλλα δύο.... Κι αυτά ακινητούσαν... Σαν να γίνονταν πλαστικά εκθέματα ενός μουσείου φυσικής ιστορίας...
Ο: Βούλωσ' το, αρχίδι...
Ν: Σαν να κατανοούσαν την αγάπη...
Ο: Σκάσε... (Ουρλιάζει και πάλι.) ΣΚΑΣΕ...
Ν: Μετά έκανα μια γραμμή με την αμμωνία... Όσα μυρμήγκια βρέθηκαν πάνω σε αυτήν, έμειναν ακίνητα. Και όποιο πήγαινε να περάσει από πάνω της, έμενε ακίνητο κι αυτό...
Ο: Το κάνεις για να με τρελάνεις...
Ν: Ήμουνα έτοιμος να αρχίσω μια καλλιτεχνία... Να ραντίσω στα μυρμήγκια την αμμωνία – όπως ο παπάς τον αγιασμό... Να κάνω τυχαία σχήματα στο χώμα και να βαλσαμώνονται τα μυρμήγκια... Και τότε ήρθε η καλή ιδέα...
Ο: Σκάσε, γαμημένε...
Ν: Κι εγώ δεν ξέρω πώς ήρθε... Μα με το μπουκαλάκι έκανα έναν κύκλο γύρω από τη μυρμηγκοφωλιά. Σαν κλοιό. Σαν βρόχο...
Ο: (Κλαίγοντας) Σταμάτα, σε παρακαλώ.
Ν: Τα μυρμήγκια φυλακίστηκαν εκεί μέσα... Και άρχισα τότε να ραντίζω σαν αγιασμό...
Ο: (Κλαίγοντας) Σε παρακαλώ...
Ν: Και μετά τα έκαψα όλα...Μέσα σ' ένα μεσημέρι τα έκαψα όλα... Και όση αμμωνία απέμενε στο μπουκαλάκι, την έχωσα στη σχισμή και την άδειασα όλη...
Ο: (Κλαίγοντας) Είσαι άρρωστος...
Ν: Κι έπειτα κοίταξα τη σχισμή... Τα μυρμήγκια κείτονταν σαν χυμένο ρύζι... Σαν χυμένο μαύρο ρύζι...
Ο: Τίποτε από αυτά δεν συνέβη... Όλα τα επινόησες...
Ν: Ο αέρας μύριζε αμμωνία.
Ο: Θέλεις να με τρελάνεις...
Ν: Ήταν η αιώνια αγάπη εμπρός μου... Μια υπερκόσμια γαλήνη...
Ο: Είσαι ο διάβολος...
Ν: Δεν θυμάμαι πώς έφυγα από εκείνον το λόφο... Το μόνο που θυμάμαι ήταν η ησυχία. Και η καθαρότητα του κόσμου...
Ο: (Κλαίει.) Δεν πιστεύω τίποτε...
Ν: Για την ακρίβεια, δεν έφυγα ποτέ από εκεί... Απλώς κάποτε άλλαξε γύρω μου το περιβάλλον... Μα δεν έφυγα ποτέ...
Ο: Δεν θα με φοβίσεις με όλες αυτές τις ψευτιές...
Ν: Θυμάσαι πριν, που με ρώτησες γιατί βρισκόμαστε εδώ;
Ο: Δεν θα με φοβίσεις...
Ν: (Εμφατικά) Δεν βρισκόμαστε εδώ...
Ο: (Ουρλιάζει.) Δεν θα με φοβίσεις, Παλιοαρχίδι...
Ν: (Εμφατικά) Βρισκόμαστε εκεί, αγάπη μου... Στο λόφο με το κοκκινόχωμα...
Υ.Γ. Ήταν ένα απόσπασμα (η ένατη σκηνή) από το θεατρικό έργο HISTORIA DE UN AMOR Ή ΤΑ ΜΥΡΜΗΓΚΙΑ του Θανάση Τριαρίδη, το οποίο ανεβαίνει στην θεατρική σκηνή την επόμενη εβδομάδα. Παίζουν και σκηνοθετούν η Πέμη Ζούνη και ο Κώστας Φιλίππογλου. Καλλιτεχνική συνεργασία & κίνηση: Φρόσω Κορρού. Σκηνικά: Μανόλης Παντελιδάκης. Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου. Φωτισμοί Κατερίνα Μαραγκουδάκη. Παραγωγός: Ρούλα Νικολάου.
Θέατρο OLVIO (Ιεράς οδού 67 & Φαλαισίας 7, Βοτανικός, τηλ 210 3414118) από 18-1-2013 (Πέμπτη 20.00, Παρασκευή 21.00, Σάββατο 21.00, Κυριακή 18.30)
Το έργο κυκλοφορεί σε βιβλίο στη σειρά δήγμα από τις Εκδόσεις Ευρασία.
σχόλια