Τι έκανες εκείνο το καλοκαίρι;

Τι έκανες εκείνο το καλοκαίρι; Facebook Twitter
ΕΤΣΙ ΤΑ ΘΥΜΑΜΑΙ. «Φαινόμαστε ξέγνοιαστοι, ελεύθεροι, ευτυχισμένοι. Ήρεμοι, χωρίς άγχη και σκοτούρες. Νιώθαμε σαν πρωταγωνιστές σε road movie. Έβλεπες στα μάτια μας μια ακόρεστη δίψα για διασκέδαση και τρέλες που ακόμη και σήμερα δεν μπορώ να δικαιολογήσω. Δεν ήταν ότι ήμασταν καταπιεσμένοι ως νέοι. Αντιθέτως, πρέπει να ήμασταν η πρώτη γενιά που γυρνούσε σπίτι τα ξημερώματα ή την άλλη μέρα χωρίς οι γονείς να γκρινιάζουν (πολύ)».
0

 

 

Πάρτι σε νησί...δα

 

Από τη Σελάνα Βροντή

 

 

Έχω πάει σε πολλά πάρτι στη ζωή μου, καλεσμένη ή ακάλεστη, δεν έχει σημασία. Σε σπίτια, σε κλαμπ, σε παραλίες, σε σουίτες ξενοδοχείων, σε ταράτσες, σε γιοτ, σε καράβια, σε φάρμες, σε οικοδομές... Αν όμως με ρωτήσουν «πού είναι το πιο παράξενο μέρος που έχεις κάνει πάρτι;» (όπως ρωτούν και για το σεξ), θα απαντούσα σε μια νησίδα στην εθνική οδό Αθηνών-Λαμίας. Εγώ και τρεις στενοί φίλοι μου -η Μερόπη (Κοκκίνη), ο Πέτρος και ο Στέλιος- επιστρέφαμε στην Αθήνα, νωρίς το πρωί, από ένα ρέιβ πάρτι που γινόταν στη Φάρμα, στα Οινόφυτα.

Ήταν δεκαετία του '90. Μπορώ να το περιγράψω με κάθε λεπτομέρεια, όχι γιατί πέρασα τόσο όμορφα (που πέρασα), αλλά γιατί το κατέγραψα με τη βιντεοκάμερά μου, μια Sony hi-8. Τα αποσπάσματα του βίντεο ενσωματώθηκαν στο ντοκιμαντέρ μου για τη ρέιβ σκηνή με τίτλο Εγώ, εγώ, εσύ, αχ αυτοί. Η βιντεοκάμερα είχε γίνει ένα είδος ημερολογίου που παρακολουθούσε τις εμπειρίες και τις διαθέσεις, χρησίμευε ως συλλέκτης αναμνήσεων· αν δεν την είχα στην κατοχή μου, ζήτημα είναι αν θα θυμόμουν τα μισά από εκείνη την περίοδο.

Η σκηνή ξεκινάει με μένα να γελάω ασταμάτητα στην οθόνη. Η Μερόπη προσπαθεί να συγκρατήσει τα γέλια της, ενώ κάνει όπισθεν με το αυτοκίνητό της, ένα κόκκινο Fiat Cinquecento (το τι έχει περάσει αυτό το αυτοκίνητο δεν περιγράφεται, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία ή, για την ακρίβεια, πολλές άλλες ιστορίες).

Κάνουμε μια στάση σε ένα βενζινάδικο για να αγοράσουμε νερά και χυμούς και ξαποσταίνουμε λίγα μέτρα πιο πέρα, σε μια νησίδα γκαζόν. Η βιντεοκάμερα τοποθετημένη πάνω στην οροφή του αυτοκινήτου μάς τραβάει την ώρα που σαχλαμαρίζουμε, ενώ από τα ηχεία του Fiat ακούγεται το «Mrs Robinson» από τους Lemonheads και άλλα ποπ τραγούδια της εποχής. Χορεύουμε στο γρασίδι. Φοράω ένα μαύρο κολάν, μαύρες αρβύλες Doc Martens και ένα μεταποιημένο λευκό αντρικό εσώρουχο αντί για μπουστάκι. Ήμουν περήφανη τότε για τη δημιουργία μου: είχα κόψει μια τρύπα στο κάτω μέρος του σώβρακου για να μπαίνει το κεφάλι μου.

Η Μερόπη βγάζει τα βραδινό της φόρεμα, ένα συνθετικό σκούρο μπλε Helmut Lang που το πάνω μέρος του ήταν διαφανές κόκκινο, και κάνει την πρωινή της εμφάνιση. Μέσα στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου της μπορούσες να βρεις τα πάντα. Ήταν σαν μπαούλο θεάτρου, όπου ανακάλυπτες ένα σωρό ρούχα και αξεσουάρ και οτιδήποτε χωράει ο νους σου. Βρίσκω μια ξανθιά περούκα και τη φοράω. Η Μερόπη μια μαύρη. Λέμε χαζομάρες από αυτές που σε κάνουν να γελάς χωρίς λόγο. Σε μια άλλη σκηνή ο Πέτρος και εγώ τρέχουμε να αγκαλιάσουμε ο ένας τον άλλον με ανοιχτά τα χέρια, όπως γίνεται στις ρομαντικές ταινίες, μόνο που εκείνος σκοντάφτει και πέφτει κάτω, όπως γίνεται στις βωβές ταινίες.

Φαινόμαστε ξέγνοιαστοι, ελεύθεροι, ευτυχισμένοι. Ήρεμοι, χωρίς άγχη και σκοτούρες. Νιώθαμε σαν πρωταγωνιστές σε road movie. Έβλεπες στα μάτια μας μια ακόρεστη δίψα για διασκέδαση και τρέλες, που ακόμη και σήμερα δεν μπορώ να την δικαιολογήσω. Δεν ήταν ότι ήμασταν καταπιεσμένοι ως νέοι. Αντιθέτως, πρέπει να ήμασταν η πρώτη γενιά που γυρνούσε σπίτι τα ξημερώματα ή την άλλη μέρα, χωρίς οι γονείς να γκρινιάζουν (πολύ). Ίσως αυτό να οφείλεται στον τρόπο που μεγαλώσαμε: κάπου διάβασα ότι τα παιδιά των '70s, στις μεγαλουπόλεις, είχαν μεγαλύτερη δόση αυτονομίας, με μια σπάνια αίσθηση ελευθερίας, μ' αποτέλεσμα να είναι επιρρεπείς στην περιπέτεια.

I love IOS

 

 

Από τον Γιάννη Παπαϊωάννου

 

Μια αλήθεια που μου έχουν μάθει τα καλοκαίρια μου είναι να δέχεσαι τις απολαύσεις εκεί που τις βρίσκεις. Είχα την τύχη να ανακαλύψω την Ίο το καλοκαίρι μόλις τελείωσα το λύκειο. Έφτασα στο νησί μόνος, με μια τσάντα ρούχα, χωρίς sleeping bag ή κλεισμένο δωμάτιο, χωρίς να ξέρω κανέναν εκεί.

Αφού αναζήτησα στέγη στην άκρη του Μυλοπότα, στην ταράτσα της κυρίας Μαργαρίτας, άφησα το νησί να με οδηγήσει στα δρομάκια του, για να ανακαλύψω εκεί μια μεγάλη παρέα που μετέδιδε μια πρωτόγνωρη αύρα ξενοιασιάς: κορίτσια με ξυρισμένα κεφάλια, αγόρια με πολύχρωμες τούφες, punks, mods, φουτουριστές και ντεθιάρηδες (οι όροι «blitz» και «goth» δεν ήταν καν δόκιμοι ακόμα), όλοι μέλη μιας παραμορφωμένης αίρεσης που ψαχνόταν στη χειρότερη δεκαετία του πλανήτη, έχοντας ως κύριο χαρακτηριστικό της μια αντι-χίπικη στάση σε ένα νησί γεμάτο χίπηδες.

Κάπως έτσι, λοιπόν, τα επόμενα τρία καλοκαίρια έγινε για μένα η Ίος ένα εύφορο τοπίο χαράς και θερινής ευδαιμονίας. Κάθε στιγμή στην Ίο τη θυμάμαι σαν απόσπασμα ενός ενιαίου επεισοδιακού πάρτι. Αλλά, αν έπρεπε να διαλέξω μία εικόνα που ξεπροβάλλει μέσα από τις τόσες θολές αναμνήσεις, είναι εκείνο το βράδυ στο αξέχαστο Madd (το μόνο κλαμπ που τότε έπαιζε δυνατά πανκ τραγούδια γι' αυτή την ιδιότροπη παρέα), δύο νύχτες πριν από το θρυλικό Rock in Athens, τον Ιούλιο του 1985.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη χαρά, τα γέλια και την ομορφιά στα πρόσωπα αυτής της τερατοπαρέας εκείνο το βράδυ, ούτε τα μεθυσμένα ουρλιαχτά της στην πίστα όταν τα ηχεία έπαιξαν το «I want to be your dog». Την επόμενη μέρα, δεν θυμάμαι πώς, βρέθηκα στο καράβι με προορισμό τον Πειραιά μαζί με όλους τους υπόλοιπους του ξεφαντώματος που είχε προηγηθεί. Δώσαμε ραντεβού μία μέρα μετά στο Παναθηναϊκό Στάδιο, για ένα ακόμα αξέχαστο πάρτι. Θυμάμαι, δίπλα στις φωτιές που έκαιγαν όσο έπαιζαν οι Clash, κανονίζαμε πότε θα γυρίσουμε πίσω στο νησί...

Το πάρτι κάτω απ' το νεκροταφείο

 

Από τον Νίκο Α. Μάντη

 

Πρέπει να ήτανε το «βρόμικο '89». Αύγουστος στο εξοχικό. Ηλικίες από 13 έως 15. Κατά τις δέκα φτάνουμε στην «ψαγμένη» παραλία που επιλέχθηκε, τέρμα Θεού, ερημική, κάτω από το νεκροταφείο του χωριού. Τα παιδιά που ήδη βρίσκονται στον χώρο υποτίθεται ότι έχουν κάνει τη σχετική προεργασία, αλλά από φωτιά τίποτα. Αντί γι' αυτό, πέντ' έξι φακοί στέλνουν μαζί τη δέσμη τους στον ουρανό, όπως στο σήμα του Μπάτμαν.

«Καταλάβαμε, καλή αρχή», λέει η Κατερίνα. Πλάκα έχει όμως. Καθόμαστε πάνω σε ξερά φύκια και βότσαλα - η θάλασσα λάδι. Φωτιά δεν άναβε με τίποτα, λένε οι άλλοι, αλλά εγώ δεν βρίσκω πουθενά κακό∙ άλλωστε, σκάει ο τζίτζικας. Το κασετόφωνο (γκέτο-μπλάστερ κανονικό) παίζει κομμάτια από το «Σούπερ Χιτς '89»: Roxette και Guns'n'Roses, Τζέισον Ντόνοβαν και Κάιλι Μινόγκ. «Τραγουδάρα το "Especially for you", έτσι;» παρατηρεί κάποιος για το σχετικό ντουέτο, ο ίδιος που από του χρόνου θ' ακούει φανατικά -και βλοσυρά- μονάχα μέταλ. Φέτος, όμως, όλα είναι ακόμα αλλιώς.

Βγαίνουν και τα ποτά. Σπράιτ και Μαυροδάφνη, σε ποτηράκια πλαστικά. Μερικοί ανάβουν τσιγάρο (ώπα, ρε!). Αμηχανία. Ανέκδοτα. Χα, χα, παγώσαμε. Ο αδελφός μου κάνει τη «φωνή Μάιμου», από τον ρόλο του Καλογερόπουλου στο θρυλικό «Κάμπινγκ» και όλοι πέφτουν ξεροί.

Αρχίζουμε να λυνόμαστε. Πάμε για μπάνιο; Εδώ είναι γεμάτο αχινούς, ρε! Όχι, το βρήκα, καλύτερο. Ποιος τολμάει να πάει στο νεκροταφείο; Ένα ανηφορικό μονοπατάκι συνδέει την παραλία με το ύψωμα που είναι οι τάφοι. Πέφτουν στοιχήματα. Κάποιοι το αποφασίζουν. Το καλοκαίρι εκείνο παίζουν πολύ τα παραφυσικά. Λένε ότι γίνονται τελετές εκεί, νύχτες Σαββάτου.

Τους παρακολουθούμε που ανεβαίνουν διστακτικά. Χάνονται στο σκοτεινό πλάτωμα. Λίγα λεπτά περνούν, κοιταζόμαστε. Ξαφνικά ποδοβολητό, κατεβαίνουνε τρέχοντας. Τι έγινε, ρε; (Πλάκα μας κάνουνε, το 'χαψες;). Κάποιοι ήτανε μέσα! Και τι κάνανε, τελετή; Όχι, το άλλο! Ωχ, το ποιο άλλο; Ναι, ρε, αγκομαχούσαν σου λέω! (Ρε, μας δουλεύουν σου είπα!). Φατούρο. Γέλια, κυνηγητά. Αλήθεια λέμε, ρε! (Κι αν είναι αλήθεια;) Για κάποιον λόγο, η ιστορία μ' αρέσει πολύ - την πιστεύω αμέσως. Απορίες: ποιοι να 'τανε άραγε; Πώς είναι το σεξ στο νεκροταφείο; Πώς είναι το σεξ γενικότερα;

«Τι θα γίνει, θα παίξουμε μπουκάλα;» ρωτάει ο Γιώργος. «Ούτε που να το σκέφτεστε!». Τα κορίτσια της παρέας είναι «καλά» - δεν κάνουνε τέτοια (ακόμα). Ωραία, μπάνιο τότε! Δυο - τρεις βουτάνε αυθόρμητα, μπουγελώνονται, πατητές και νερομαχίες, όμως μετά από λίγο βγαίνουν κουτσαίνοντας. Αχινοί, ρε, πονάνε! Τα κορίτσια αναλαμβάνουν να βγάλουν τα αγκάθια (χε, χε) με τους φακούς και τα τσιμπιδάκια τους. Ωραίο σχέδιο. Και η Μαυροδάφνη τελειώνει σιγά σιγά.

Στα μπλουζ παίζει Γκάρι Μουρ. «Still got the blues for you». Το γνωστό σχήμα (χέρια στους ώμους - χέρια στη μέση) πάνω στα βότσαλα. Θέλει προσοχή γιατί σκοντάφτεις όμως. Κάποιοι κοιτάζουν και κρυφογελάνε - η μπλαζέ γαλαρία (ώπα, τα σιρόπια!). Όταν κάθομαι μού μυρίζουν ακόμα οι γλυκόξινες μασχαλίτσες της Τάνιας. Σκέφτομαι την «αθηναϊκή» μου αγάπη και αναρωτιέμαι πώς θα 'τανε ο χορός μαζί της.

Μας κοιτάζω χωρίς να ξέρω ότι ποτέ πια δεν θα ξανάμαστε έτσι. Από του χρόνου, χωριστά. Κάποιοι δεν θα ξανάρθουν. Άλλοι θα 'ναι «αλλού». Η εφηβεία σφίγγει, το ίδιο και η ανάγκη ν' ανήκεις τελεσίδικα κάπου. Τρέντις, κιουρόβιοι, φυτά και άσχετοι. Λίγα λόγια πια μεταξύ μας. Μερικοί δεν θα 'ναι καν μαζί μας τη νέα χιλιετία. Για πάντα νέοι. Για πάντα παιδιά.

Αργότερα εκείνο το βράδυ βούτηξα κι εγώ. Έκανα «ξερό» κοιτάζοντας τον ουρανό με όλα ανεξαιρέτως τα αστέρια του. Μετέωρος στον γαλαξία.

Μάλλον με πήρε ο ύπνος, γιατί κάποια στιγμή άκουσα φωνές και πέτρες να σκάνε δίπλα μου. (E, Νικολή! Κουφό, τον πήρε ο ύπνος!). Κολυμπώντας πίσω, είδα την παρέα μαζεμένη στην ακτή και με τα μάτια του μυαλού τράβηξα πολαρόιντ. Έπειτα βούτηξα στον χλιαρό, σκοτεινό βυθό. Χαμογελώντας στο σκοτάδι.

Τη φωτογραφία την έχω ακόμα.

Πάρτι στο ΕΚΑΒ

Από τον Θοδωρή Κανελλόπουλο

 

Ήταν τέλη Ιουνίου, αρχές Ιουλίου. Το 2004 πρέπει να ήταν. Μες στην τρέλα του Euro. Θα καθόμασταν παραπάνω στην Πάτρα, για να δούμε παρέα τους αγώνες, για να μη χαλάσει το γούρι. Θυμάσαι, ρε συ; Δεν είχαμε άγχος. Τα μαθήματα τα είχαμε δώσει, τα αποτελέσματα θα έβγαιναν εν καιρώ (who cares anyway?) και θα πηγαίναμε διακοπές. Μέχρι να γίνουν όλα αυτά, όμως, έπρεπε να κάνουμε ένα πάρτι. Για τη φάση. Χωρίς λόγο. Το σπίτι του Ν. ήταν το ιδανικό. Σε κεντρικό σημείο, κοντά σε δύο κάβες μάλιστα, μονοκατοικία με σπίτι στον πρώτο, χωρίς κανέναν από πάνω ή από κάτω. Ο Β. και εγώ ήμαστε υπεύθυνοι για τα ποτά, ο Ν. και η Ε. θα έφτιαχναν το σπίτι και τα ψιλολόγια (ποτήρια, φρούτα για κοκτέιλ κ.λπ.). Ηχεία είχαμε νοικιάσει από κάτι γνωστούς και όλα ήταν έτοιμα.

Σάββατο βράδυ στην Πουκεβίλ με 150 άτομα καλεσμένους. Ο Μ. έπαιζε μουσική, τέσσερα λάπτοπ πάνω στη μεγάλη βιβλιοθήκη στη σειρά να παίζουν το ντοκιμαντέρ από το Glastonburry, γκόμενες, γκόμενοι, ερασμίτες φοιτητές από Ισπανία (μα καλά, ποιος τους το είπε;), μιλάμε για επικό βράδυ.

Στο μπαλκόνι στοιβαγμένοι σαν σαρδέλες, ο ένας πάνω στον άλλο, μέσα όλοι χορεύουν, στο «Charming Man» των Smiths δεν θυμάμαι να έχω ξαναδεί έτσι κόσμο να χορεύει, όλα τείνουν στο να είναι το πιο επιτυχημένο πάρτι έβερ.

Κάποιοι μπερδεύουν τα ποτά, αλλά όλοι χορεύουν. Ο Ν. δεν είναι στα καλά του, πάντως, και υπάρχει ανησυχία. Τον πάμε στο δωμάτιο, χάνει τις αισθήσεις του και παίρνουμε το ΕΚΑΒ. Την ίδια ώρα κάποιοι από απέναντι κάνουν παράπονα. Οι μπάτσοι έρχονται στο λεπτό, μας χαλούν το ήδη χαλασμένο legendary party.

Την ίδια ώρα έρχεται και το ΕΚΑΒ. Τον πάνε στον «Αγ. Ανδρέα» που εφημέρευε, εμείς ακολουθούμε από πίσω. Δύο ορούς μετά, ο Ν. με το στατό κι εγώ τρέχουμε στο νοσοκομείο. Μας συμβουλεύουμε να πάμε στο σπίτι για ξεκούραση. Η ώρα είναι 6:30 π.μ. Αρχίζει και χαράζει και δεν έχουμε ύπνο. Αυτοκίνητο έχουμε και πάμε στο Ρίο. Ήταν τότε που ο ήλιος ανέτειλε και εμείς κάναμε μπάνιο γυμνοί. Θυμάστε, ρε μαλάκες, πόσο ωραία ήταν;

Λίγο Βlur, λίγη θάλασσα και... επ, πού πήγε τ' αγόρι μου;

 

Από την Άννα Χατζηαντώνογλου

 

Κάπου στα μέσα των '90ς οι σατανικοί εγκέφαλοι πίσω από την ομάδα PURE αποφάσισαν να διοργανώσουν ένα τριήμερο πάρτι στην Αντίπαρο, προκειμένου να σώσουν όλους αυτούς τους εκλεκτικούς θαμώνες του κλαμπ Avant-Garde (μετέπειτα Plan-B) που κάθε Αύγουστο ζούσαν το δράμα «Όχι πάλι Μπομπ Μάρλεϊ, γαμώ τα Fred Perry μου». Το νησί μετατράπηκε σε αποικία του Mάντσεστερ που πάει πενθήμερη και το pure τριήμερο καθιερώθηκε ως ίντι θεσμός.

Το πρόγραμμα  ξεκινούσε με ομελέτα στη «Μαργαρίτα», όπου λόγω θέσης μπορούσες να τσεκάρεις τις νέες αφίξεις και κυρίως ποιος ξενοκοιμήθηκε το προηγούμενο βράδυ. Κάποιες φορές το πρωινό κατέληγε σε φεστιβάλ ούζου, αλλά γι' αυτό κατηγορώ τους διοργανωτές Κώστα Φονταλή και Γιάννη Φουάση που με παρέσυραν (σατανικοί σου λέει). Πάλι καλά που γινόντουσαν και εκείνα τα απογευματινά πάρτι στην παραλία Ψαραλική (με τον βάλτο και τα λατρεμένα σκουλήκια-φετίχ) και μας έπιανε η προκοπή να κάνουμε καμία βουτιά. Στα δε «τουρνουά» ποδοσφαίρου η μπάλα χανόταν κυριολεκτικά .

Οι βραδιές στο κλαμπ Μαριάνο θρυλικές! Μεγάλες φιλίες γεννήθηκαν, άπειρα γκομενικά δράματα εξελίχθηκαν, απάνθρωποι τουρτοπόλεμοι παίχτηκαν και δεξιοτεχνικά χορευτικά (not) έβαλαν φωτιά στην πίστα. Να μην πω και για τις διακοπές ρεύματος που έδιναν τον απαραίτητο δραματικό τόνο, που σίγουρα χρειάζεσαι μετά την δέκατη τεκίλα. Ακολουθούσε περπάτημα μετ' εμποδίων (βλέπε σπασμένα τακούνια, σαβούρδες και «ναι, χρυσό μου, είναι υπέροχος ο ουρανός, αλλά σκάσε και προχώρα») μέχρι την ντίσκο La Luna, όπου εκεί δεν το γλίτωνες... ε, άκουγες και Μπομπ Μάρλεϊ. Και μη σου πω ότι σου άρεσε κιόλας.

ARBEIT MACHT FREI

 

Από τον Γιάννη Φιλίππου

 

Ιούλιος του '97, η Ευρώπη ακόμη το γλεντάει. Το ίδιο κι εγώ. Βερολίνο, Love Parade. Ενάμιση εκατομμύριο ικέτες της ευτυχίας συνωστίζονται στις φαρδιές λεωφόρους μιας πόλης που νεκρανασταίνεται. Love Parade. Μια παρέλαση αρμάτων σαν καρναβάλι, απλά, αντί για τον Άλκη Στέα, συντονίζουν ο Westbam και ο Dr. Motte. Εξήντα άρματα με τα δικά του τερατώδη ηχεία το καθένα διανύουν μια απόσταση γύρω στα 3 χιλιόμετρα σε 5 ώρες περίπου - πρέπει, βλέπετε, να διασχίσουν εκατοντάδες χιλιάδες υψωμένα χέρια που ψέλνουν το ωσαννά σε επαναλαμβανόμενα beats. Η ίδια η παρέλαση είναι σαν διακεκομμένη συνουσία.

Μέχρι να γλυκαθείς για ένα πεντάλεπτο με τη δαιμονική μουσική από την νταλίκα του Tanith, έχει πάρει τη σειρά του το καμιόνι του Sven. Μακάριοι οι επιβαίνοντες. Ευτυχώς, όμως, για μας το πόπολο, για εκείνους στα άρματα, για όλους, υπάρχει και το φινάλε. Στην πλατεία Grosser Stern, στη δύση του ηλίου. Μια ανθρωπομάζα, άλλες φορές σαν οχετός ζωτικότητας και άλλες σαν ένα φάσμα φωτός γύρω από την εξέδρα όπου ανά μισή ώρα ο ένας DJ παραδίδει στον άλλο το χρίσμα του τελετάρχη.

Κι εγώ από κάτω να απορώ πώς είναι δυνατόν να ουρλιάζεις τόσο πολύ, μαζί με τόσο πολλούς, σε ένα πρωτόγονο primal scream, σαν να ξαναγεννιέστε ξανά και ξανά, κομμάτι το κομμάτι... Πώς γίνεται να πετάς τόσο ψηλά, τόσο σίγουρα, χωρίς κανείς «να έχει ρίξει κάτι στο ποτό σου», σε ένα αλαφροΐσκιωτο travelling γύρω από το χρυσό άγαλμα της Νίκης που θα το ζήλευε κι ο Βέντερς.

Θυμάμαι, ότι τότε ήταν που είχα γράψει -ατυχώς προφητικά- σε ένα περιοδικό που πάλι κατά σύμπτωση ήταν του Στάθη: «Για το καλό μας, στο επόμενο Love Parade ας γίνει να έχουν ένα άρμα δικό τους και οι τραπεζίτες της Bundesbank»...

Και σήμερα σκέφτεσαι πώς είναι δυνατόν να ήσουν εσύ αυτός. Πώς είναι δυνατόν αυτή η γιορτή της σεροτονίνης να ήταν στο Βερολίνο, ξεφούσκωτο hype πλέον, και να τη διοργάνωναν Γερμανοί, αυτοί που, όπως γράφει ο Κόρνμπλουμ, «έχουν ξεχάσει να ονειρεύονται». Και πώς είναι δυνατόν αυτή να ήταν η Ευρώπη, η ίδια Ευρώπη όπου σήμερα χοροστατούν μια αχαρακτήριστη μπουνταλού, ένας κονιόρδος με κρυφοτάκουνα και ένα δεύτερο ρολάκι της Τσινετσιτά.

ΥΓ.: «Κανείς δεν μπορεί να στερήσει από τις αναμνήσεις μας τους χορούς που έχουμε χορέψει», λέει μια αργεντίνικη παροιμία. Κάτι τέτοια πίστευα και 'γω και δεν έβγαζα φωτογραφίες. Σήμερα ξέρω ότι η μνήμη είναι άτιμο πράγμα. Για περισσότερες εικόνες για το Love Parade του '97: www.youtube.com/watch?v=-qpvlR94OeA.

Α σάμερ νάιτ του ριμέμπερ

 

Από τον Γιάννη Τσιούλη

 

Όλη η ζωή μου σε ένα μπαρ. Καινούργιοι φίλοι, συνεργάτες, φίλοι από τις ντροπιαστικές εποχές της φωτογραφίας της ταυτότητας. Στα δύο επίπεδα του Ρεσιτάλ την 11η Ιουλίου, μερικά χρόνια πριν, η έννοια του καλοκαιρινού πάρτι έγινε λιγότερο τρομακτική. Ποτέ μου δεν συμπάθησα το καλοκαίρι. Πάντα είχα την αίσθηση ότι άλλαζε τους ανθρώπους με έναν τρόπο που με φόβιζε και με έκανε να νιώθω άβολα. Ακόμα και τώρα, όταν βλέπω φίλους μετά τις διακοπές, νιώθω κάπως έτσι. Δεν το παραδέχομαι, αλλά στον φανταστικό κόσμο των παιδικών μου χρόνων οι διακοπές ήταν σαν ένα πείραμα συμπεριφοράς του γερμανικού στρατού. Κανένας λόγος, λοιπόν, δεν υπήρχε για να συγκρατώ στη μνήμη μου αναμνήσεις των μηνών του θέρους.

Μερικές, όμως, κατάφεραν να υπερνικήσουν κάθε παιδικό ψυχαναγκασμό, που φέρω μέχρι και το 23ο χρόνο της ηλικίας μου. Όπως εκείνο το βράδυ των γενεθλίων μου. Θα γράψω αυτοματικά ό,τι θυμάμαι. Το γιουκαλίλι, που μου έφεραν ο Tony και η Τερψιχόρη. Την υπόσχεσή τους να μου μάθουν να παίζω (άλλο ένα ανεκπλήρωτο παιδικό όνειρο). Το κοκτέιλ «Άντρες στο βάλτο», που έρρεε όπως ο οίνος στα λουκούλλεια γεύματα. Τους μεγατόνους αγάπης της Νατάσσας, καθώς μου έδινε το designer δώρο της. Την πρώτη φορά που ένιωσα την έννοια της έκφρασης «wasted youth».

Τα μοντέλα από το διπλανό ξενοδοχείο που βρέθηκαν εκεί τυχαία. Τις μουσικές του Χάρη και του Αποστόλη. Το sms της Beth Ditto. Ένα handmade poster να αναγράφει Cartleen Dandy (το Cartoon Dandy με καλλιγραφικά προφανώς). Την πιο αλλόκοτη συμπίεση χρόνου να γίνεται πραγματικότητα μέσα από τις συζητήσεις του Χάρη και της Latoya. Την αγάπη που μύριζε πιο έντονα από τον ιδρώτα και δρόσιζε πιο πολύ από κάθε a/c. Και όλα αυτά τώρα φαίνονται τόσο μακρινά, που η ανάμνηση έχει μετατραπεί σε παραμύθι.

Δεν ξέρω πια αν ήταν αληθινό ή όχι, αλλά η θύμησή του με κάνει να χαμογελώ. 

Διάφορα
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Δ. Πολιτάκης / Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Μπορεί να έχει άμεση ανάγκη κάποιου είδους ανάπλασης η Πλατεία Εξαρχείων, το τελευταίο που χρειάζεται όμως είναι ένα μίζερο χριστουγεννιάτικο δέντρο με το ζόρι.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Β. Βαμβακάς / Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Οποιοσδήποτε απολογισμός της είναι καταδικασμένος στη μερικότητα, αφού έχουν συμβεί άπειρα γεγονότα που στιγμάτισαν τις ζωές όλων μας ‒ δύσκολο να μπουν σε μια αντικειμενική σειρά.
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΜΒΑΚΑ
Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Β. Στεργίου / Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Αντί να βλέπουμε τη χώρα σαν άδεια πισίνα όπου πρέπει να γυρίσουν τα ξενιτεμένα της μυαλά για να γεμίσει, ας αλλάξουμε τα κολλημένα μυαλά σ' αυτόν εδώ και σε άλλους τόπους.
ΤΗΣ ΒΙΒΙΑΝ ΣΤΕΡΓΙΟΥ