Σ’ έναν μακρόστενο πάγκο κάθονται δέκα νέοι ηθοποιοί. Πέντε άντρες, πέντε γυναίκες, διαφορετικές φάτσες, διαφορετικά ντυσίματα, κανονικοί άνθρωποι, από αυτούς που συναντάμε στον δρόμο, στις συναυλίες, στα μπαρ. Δεν είναι μια λούμπεν κατηγορία ανθρώπων - μάλιστα σου δίνουν την εντύπωση ότι είναι (ήταν;) σε πολύ καλύτερη μοίρα από πολλούς άλλους, καλλιεργημένοι και με ενδιαφέροντα. Άνεργοι και οι δέκα. Κάποιοι εδώ και μήνες, άλλοι εδώ και χρόνια. Διηγούνται τις ιστορίες τους σ’ έναν καταιγιστικό, ρεαλιστικό μονόλογο. Ένας πτυχιούχος της Φιλοσοφικής από την Καλαμάτα αφηγείται την ιστορία του μέσα από την ιστορία του Ρουμάνου γείτονά του που καταφέρνει να επιβιώνει καλύτερα από αυτόν, μια αρχιτεκτόνισσα αναρωτιέται γιατί να μην έχει την πολυεπίπεδη επαγγελματική ευελιξία της κούκλας Barbie, που μπορεί να μεταμορφωθεί εύκολα από νοσοκόμα σε τραγουδίστρια με την απλή αλλαγή ενός outfit, ένας γλωσσολόγος προσπαθεί να περάσει τον απελπιστικό σκόπελο του interview, ένας πτυχιούχος ΑΕΙ, άνεργος τα τελευταία οκτώ χρόνια, χάνει τη δουλειά του ως delivery σε κινέζικο εστιατόριο από κάποιον με δύο μεταπτυχιακά: ιστορίες «της διπλανής πόρτας» στην Ελλάδα του Μνηνομίου vol.2, χωρίς κραυγαλέες πτυχές, απλές και αληθινές. Δέκα διαφορετικοί συγγραφείς έχουν γράψει τα κείμενα. Ο καθένας με τον δικό του διαφορετικό λόγο, αλλά με το σκηνοθετικό τρικ της παρεμβολής του ενός μονολόγου μέσα στον άλλο, μοιάζουν να έχουν γραφτεί από έναν. Οι ιστορίες ομογενοποιούνται σ’ έναν μεγάλο μονόλογο που αντικατοπτρίζει την κατάσταση που ζούμε σήμερα. «Το Unemployed είναι μια παράσταση που ξεκίνησε από μία ιδέα της Ειρήνης Μαργαρίτη και μιλάει για κάτι που πλέον μας αγγίζει όλους, είτε έμμεσα είτε άμεσα, την ανεργία. Ύστερα βρήκαμε τον δημοσιογράφο Άθω Δημουλά, ο οποίος οργάνωσε το συγγραφικό κομμάτι και, μαζί με άλλους εννέα συγγραφείς, μας έδωσε τα κείμενά του», λέει ο Σταμάτης Ζακολίκος, ο οποίος παίζει στην παράσταση, αλλά έχει και τη σκηνοθετική επιμέλεια, μαζί με την Ειρήνη Μαργαρίτη και την Κατερίνα Φωτιάδη (οι οποίες επίσης παίζουν στην παράσταση).
Πίσω από τον πάγκο όπου κάθονται οι ηθοποιοί, ένας προτζέκτορας προβάλλει φωτογραφίες από την πλατεία Συντάγματος. Χωρίς αναφορές, χωρίς να είναι τα κομμάτια ενός παζλ. Απλά, αποστασιοποιημένα snapshots του κομβικού κέντρου της πόλης. Σαν οι δέκα άνεργοι να χάνονται στη δίνη της πόλης, σαν οι ιστορίες τους να τριγυρνούν στα κεφάλια των χιλιάδων ανθρώπων που διασχίζουν καθημερινά την πλατεία από την έξοδο του μετρό μέχρι τη διάβαση που σε οδηγεί στην αρχή της Ερμού. «Είναι λίγο σαν ένα εσωτερικό τοπίο. Παρόλο που είναι το Σύνταγμα, στην ουσία συμβολίζει τον εσωτερικό μας κόσμο. Ότι είμαστε στο πουθενά ή ότι είμαστε χαμένοι κάπου στο ενδιάμεσο», λέει η Ειρήνη Μαργαρίτη.
Οι δέκα διαφορετικοί μονόλογοι μπλέκονται μεταξύ τους: κάποιος θα παρεμβληθεί στη διήγηση του διπλανού του και θα μιλήσει για τη δική του ιστορία, ένας άλλος θα σηκωθεί και θα πει κάτι στο μικρόφωνο που βρίσκεται στο μέσον της σκηνής (δίνοντας μια εναλλακτική αμεσότητα στον λόγο, διαφορετική από τη διήγηση του «πάγκου»), σαν μια σπονδυλωτή ταινία του Ρόμπερτ Άλτμαν. «Το μικρόφωνο έχει να κάνει με το πώς το προσωπικό γίνεται δημόσιο. Πώς μία πολύ προσωπική ιστορία και μία πολύ προσωπική σκέψη μπορεί να μας αφορά όλους, μπορεί να έχει δημόσια αξία. Και είναι ίσως ανακουφιστικό για τον θεατή ν’ ακούσει μια τέτοια ιστορία και να ταυτιστεί ενδεχομένως μαζί της. Γιατί η ανεργία είναι θέμα ταμπού. Δεν μιλάει εύκολα ο κόσμος γι’ αυτήν. Δύσκολα θα ρωτήσεις κάποιον τι δουλειά κάνει και θα σου απαντήσει “είμαι άνεργος”», λέει η Ειρήνη. «Το ολόενα αυξανόμενο ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα επηρεάζει δραματικά τον κοινωνικό ιστό, αφού ουσιαστικά αλλοιώνεται η σύστασή του. Η κοινωνία μας πλέον απαρτίζεται στο σύνολό της από άτομα βουτηγμένα στην ανασφάλεια και στον φόβο. Σχέσεις, συνεργασίες και ό,τι απαρτίζει τη συνύπαρξη μας αποκτά μια παραπάνω δυσκολία και φορτώνονται όλα με ένταση και καχυποψία. Τα τελευταία χρόνια που το επάγγελμά μας μάς καθορίζει σε πολύ μεγάλο βαθμό και σχεδόν μας προσδιορίζει -σχεδόν είμαστε οι δουλειές μας-το να μένεις άνεργος είναι μια προσωπική υπόθεση, που επηρεάζει όμως τους πάντες γύρω σου. Το πώς βλέπεις εσύ τον εαυτό σου αλλά και το πώς σε αντιμετωπίζουν οι άλλοι από τη μια στιγμή στην άλλη αλλάζει. Και όλο αυτό συμβαίνει όχι γιατί δεν έκανες κάτι καλά ή γιατί δεν έχεις τα απαραίτητα προσόντα. Παρ’ όλα αυτά, είναι δύσκολο να μην κατηγορείς τον εαυτό σου ή να μη αναρωτιέσαι, “μήπως έκανα κάτι λάθος”; Είναι φυσικό επακόλουθο της ανάγκης το να ανακτήσουμε τον έλεγχο. Αυτό σε βάζει σε μια κατάσταση ενδοσκόπησης σε μια εποχή που θα έπρεπε να παλεύουμε για τα δικαιώματά μας, αφού αυτά καταστρατηγούνται σε χρόνο ρεκόρ», λέει ο Σταμάτης. «Και εμείς, ως ηθοποιοί, φλερτάρουμε πολύ συχνά με την ανεργία, αρκετά χρόνια τώρα. Περνάμε μεταβατικά στάδια που μένουμε άνεργοι, δύο φορές τον χρόνο στην καλύτερη περίπτωση, και γι’ αυτό είμαστε πιο προσαρμοσμένοι στα νέα δεδομένα. Και μιλάμε για την πλειονότητα των ηθοποιών, γιατί υπάρχει η μειονότητα που δεν χρειάζεται να προσαρμοστεί, όπως και σε όλες τις δουλειές και ζούσε πάντα πολύ καλά. Γι’ αυτό ήταν πολύ πιο εύκολο για εμάς να μαζευτούμε και να κάνουμε αυτή την παράσταση. Γιατί έχουμε άλλες αξιώσεις από τη δουλειάς μας. Ζητάμε άλλα πράγματα. Δεν την ανεβάζουμε για να βγάλουμε χρήματα», συμπληρώνει.
Η παράσταση παίχτηκε με επιτυχία για 12 παραστάσεις τον Ιανουάριο στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. «Οι παραστάσεις στο Ίδρυμα Κακογιάννης πήγαν πολύ καλά και γι’ αυτό αποφασίσαμε να συνεχίσουμε στο Bios. Μάλιστα, ο κόσμος γελούσε πάρα πολύ. Για παράδειγμα, στη δική μου ιστορία λέω κάποια στιγμή ότι, όταν έμεινα άνεργη, σκέφτηκα να γίνω καλόγρια. Και είναι αστείο γιατί όλοι μέσα στην απόγνωσή μας έχουμε κάνει παρόμοιες, ακραίες σκέψεις», λέει η Ειρήνη. «Πριν από λίγες ημέρες κάναμε μια παράσταση στο Ρουφ, καλεσμένοι του δικτύου αλληλεγγύης εργαζομένων και ανέργων Dikaioma. Εκεί οι θεατές ήταν πολύ κοντά μας και τους έβλεπες να ταυτίζονται. Ένιωθες ότι αυτά που άκουγαν ήταν σαν αυτά που συζητούσαν πριν από την παράσταση», λέει ο Σταμάτης.
σχόλια