Ένας απίθανος Ρωμαίος, ο Pietro Trapassi, ο Πέτρος Μεταστάς, ο εξελληνισμένος Pietro Metastasio (1698-1732), η απίστευτη αυτή φυσιογνωμία με ανταποκρίσεις μουσικότατες στον άλλο συναρπαστικό, Βενετσιάνο αυτήν τη φορά, Λορέντζο νταΠόντε (1749-1838) ή και τον άλλο Βενετσιάνο, τον Τζάκομο Καζανόβα (1725-1798) - στο κάτω κάτω ο Μεταστάσιος μετέφρασε την Ιλιάδα σε οτάβα ρίμα σε ηλικία 12 ετών, το ίδιο και ο Καζανόβας, αν και κάπως μεγαλύτερος. Μα, γιατί μιλάμε ;
Η Ολυμπιάδα (1733), φυσικά, το καταπληκτικό μουσικό παστίτσιο (μπάλωμα και συρραφή) που έστησαν πάνω στο αιώνιο λιμπρέτο του Μεταστασίου (του μεγαλύτερου μπεστ-σελερά λιμπρετογράφου όπερας σέρια που γνώρισε ο 18ος αιώνας - σε δικό του προηγούμενο βασίζεται ακόμα και το λιμπρέτο της Αΐντα) ο παραγωγός του θεάματος Τζούλιαν Φάιφερ με τον εμψυχωτή της Βενετσιάνικης Ορχήστρας Μπαρόκ, Αντρέα Μαρκόν, και τον τσεμπαλίστα και διευθυντή της ορχήστρας για το ολυμπιακό πρότζεκτ, Μάρκελλο Χρυσικόπουλο, με την οποία ξεκινάει στις 8 Ιουνίου το Φεστιβάλ Αθηνών και που όσο κι αν ορθώς ανεβαίνει στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών και όχι στο ακατάλληλο ηχητικά για το χαμηλόφωνο μπαρόκ Ηρώδειο, είναι για ουσιώδεις λόγους το κορυφαίο γεγονός του φετινού, λιτού Φεστιβάλ. Ανάμεσα στο 1733 που πρωτογράφεται το λιμπρέτο και το τέλος του 18ου αιώνα, ντουζίνες συνθετών το μελοποιούν. Η ιδέα του παστίτσιο (κοινός αισθητικός τόπος της οπερατικής πρακτικής του μπαρόκ) εφαρμόζεται εδώ στη δομή που περιλαμβάνει όλες τις πρωτότυπες άριες του Μεταστασίου, όπως τις μελοποίησαν δεκαέξι από τους συνολικά 60 περίπου συνθέτες που ασχολήθηκαν με το λιμπρέτο.
Το μπάλωμα δεν λειτουργεί διόλου ως μπάλωμα, αλλά ως μια καταπληκτική πινακοθήκη μουσικών χαρακτήρων, που το μουσικό τους ανάγλυφο διεκδικεί και κερδίζει τη μουσική αιωνιότητα σε διάρκειες ενός, πέντε, εννιά λεπτών.
Τους επισκεπτόμαστε σαν σε μουσικό όνειρο στον νοητό χώρο ενός φωτεινού παλατιού της λογικής, όπου οι πράξεις και τα συναισθήματα των ενοίκων έχουν ήδη αιτιολογηθεί στις σελίδες του ημερολογίου εργασίας που κρατούσε όσο το σχεδίαζε ο αρχιτέκτονας λιμπρετογράφος.
Μένει να θαυμάσουμε τους συνθέτες Λεονάρντο Λέο, Γιόχαν Άντολφ Χάσε, Μπαλντάσαρε Γκαλούπι, Τζουζέπε Σάρτι, Γιόζεφ Μισλιβέτσεκ, Τζοβάνι Παιζιέλο, Αντόνιο Καλντάρα, Τομάζο Τραέτα, Ντομένικο Τσιμαρόζα, Ντάβιντε Πέρεζ, Νικολό Τζομέλι, Νικολό Πιτσίνι, Τζοβάνι Μπατίστα Περγκολέζι, Λουίτζι Κερουμπίνι, Φλόριαν Λέοπολντ Γκάσμαν, Αντόνιο Βιβάλντι. «Τώρα που με ενθυμάται / και εδώ καλοκοιμάται, / έρωτα, παρακαλώ σε, / νόστιμον τον ύπνον δώσε»: έτσι μεταφράζει στα νέα ελληνικά το νανούρισμα που ο Λυκίδας μουρμουρίζει κατ’ ιδίαν για τον φίλο και αντίζηλό του Μεγακλή, στα Ολύμπια, την Ολυμπιάδα, ο Ρήγας Βελενστινλής, πρώτος και μοναδικός μεταφραστής του λιμπρέτου του Μεταστασίου στη νέα ελληνική γλώσσα (1797).
Η μετάφραση, με φιλολογική επιμέλεια κι εκτενή πολύτιμη εισαγωγή του Βάλτερ Πούχνερ, εκδόθηκε από το Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη το 2000 και κυκλοφορεί κανονικά. Στην εξαιρετική εισαγωγή ο Πούχνερ αναφέρεται στις μελέτες του Δημήτρη Σπάθη για τον Μεταστάσιο και το νέο ελληνικό θέατρο που δημοσιεύτηκαν στο πρόγραμμα του Αμφι-Θεάτρου του Σπύρου Ευαγγελάτου, που συνόδευε την παράσταση του έργου στη μετάφραση του Ρήγα, το 1998. Ο ίδιος ο Ευαγγελάτος σημειώνει στο πρόγραμμα πόσο προσεκτικές γλωσσικές ισορροπίες πρέπει να τηρηθούν ώστε να μη γλιστρήσει η παλιομοδίτικη καθαρεύουσα σε παρωδία αλά Μποστ, αλλά «να λειτουργήσουν όλα ως δήθεν αυτονόητα - τότε ίσως ν’ αναδυθεί κάποια παράξενη γοητεία: μια σύνθεση από όπερα σέρια, αρχαιολατρία, “ποιμενική κωμωδία”, έρωτα και χιούμορ». Στη μετάφραση του Ρήγα θα αναφέρεται η αφήγηση από τη Φιλαρέτη Κομνηνού.
Η Ολυμπιάδα κυκλοφορεί δισκογραφικά με τους ίδιους σχεδόν συντελεστές της παράστασης, σε εξαιρετική, εμπεριστατωμένη έκδοση. Ας τα ξεχάσουμε όλα αυτά, την άβυσσο της λογιοσύνης και τους δαιδάλους της ιδεολογίας, και ας μείνουμε στο εξαίσιο νανούρισμα του Λυκίδα, όπως το μελοποιεί ο Βιβάλντι και ακούγεται από τη μέτζο σοπράνο Φραντζίσκα Γκότβαλντ - πόσο
άκοπα, με τη στηθάγχη να του σφίγγει την καρδιά και τη βιοποριστική μέριμνα να του σφίγγει το μυαλό, ξεπέταξε, άραγε, ο ρούσος παπάς, κινούμενος σαν αίλουρος ανάμεσα στα αρμονικά στερεότυπα της εποχής, αυτή την αριστοτεχνικά διφορούμενη αποθέωση μουσικής ερωτικής θωπείας.
σχόλια