Υπάρχει ρώσικη -σλάβικη- ψυχή ;
Ρώτησα τον Καρλ Σαραφίδη αν η πρόσφατη διαμονή του στη Μόσχα του έχει δώσει ήδη μία απάντηση. 'Οσοι έχουμε φίλο τον Καρλ, θαυμάζουμε τη σταθερή ασυνέχεια της ζωής του, από την Αθήνα στο Παρίσι κι από το Παρίσι εσχάτως και στη Μόσχα. 'Εχοντας αφήσει πίσω του αρκετούς ρόλους σε γαλλικές ταινίες, διδάσκει τώρα φιλοσοφία στο γαλλικό Πανεπιστημιακό Κολλέγιο της Μόσχας.
"Είμαστε πραγματικά μακριά από τη Μονμάρτη ;"
(στίχος από το ποίημα Η πρόζα του Υπερσιβηρικού και της μικρής Ιωάννας της Γαλλίας του Γάλλου ποιητή Blaise Cendrars)
Η διαμονή σε μια χώρα γίνεται εγκατοίκηση μόνο όταν μιλήσουμε τη γλώσσα της. Επειδή η γλώσα είναι αυτή που μας αφυπνίζει στον κόσμο, τον κοινό κόσμο. Χωρίς αυτήν, θα αποσυρόμασταν συνεχώς σε έναν ιδιωτικό κόσμο.
Ο εξόριστος που φτάνει σε μια ξένη χώρα μαθαίνει να αναγεννιέται. Υπό έναν όρον : ότι καταδέχεται να ακούει. 'Οταν όμως γεννηθήκαμε, δεν γνωρίζαμε καμία γλώσσα. Και τώρα είμαστε καταδικασμένοι να μεταφράζουμε, μεταβάλλοντας το άγνωστο σε κάτι γνωστό. Εκτός κι αν μαθαίνουμε αυτό που ξέρουμε ήδη. Στην περίπτωση αυτή, μας αρκεί να ξαναθυμόμαστε.
Η ρωσική γλώσσα δεν είναι ξένη γλώσσα. Όπως η ελληνική, η γερμανική, είναι κι αυτή μία κλιτή γλώσσα. Με τις δικές της πτώσεις. 'Οταν λέτε : "έχω ένα πράγμα", το "πράγμα" είναι στην ονομαστική, αλλά όταν δεν το έχετε, η ονομασία του συνοδεύεται από την γενική : τίποτα του αυτού. Λέγοντας : τίποτα από το πράγμα που μου ανήκει, μήπως η γλώσσα προσπαθεί να αντισταθμίσει το κενό ; Μπορεί η απουσία να ανήκει στα πράγματα που δεν έχω ;
Σε αντίθεση με την ελληνική ή τη γερμανική γλώσσα, το ρήμα είναι εξοστρακίζεται από το παρόν. Τουλάχιστον στη χρήση των συζεύξεων που επιτρέπει στη γλώσσα μας να πει κάτι για κάτι, για παράδειγμα να πει την ομορφιά αυτής της γυναίκας : αυτή όμορφη. Το ρήμα είναι χρησιμοποιείται μόνο στον αόριστο (был) και τον μέλλοντα (буду). Στον απαρέμφατο, βρίσκουμε есть και быть (τις ίδιες ρίζες που είναι κοινές σε όλες τις ινδο-ευρωπαϊκές γλώσσες : είναι, sein, esse, être, be, is, bin, ist, κλπ). 'Οταν κλίνονται στο παρόν, το πρώτο σημαίνει τρώω, το δεύτερο ότι υπάρχω, ότι βρίσκομαι κάπου, τον τρόπο συμπεριφοράς, δράσης, αλλά και το φαίνεσθαι, το να φαίνομαι σαν ...
Απ' αυτήν την άποψη, οι άνθρωποι δεν έχουν ανάγκη να φαίνονται σαν κάτι που δεν είναι : η εσωτερική τους κατάσταση αποτυπώνεται στο ίδιο τους το πρόσωπο. Τόσο που το ανήσυχο ύφος των Μοσχοβιτών δεν είναι παρά το σημάδι μιας απόλυτης συγκέντρωσης στις σκέψεις τους. Γι αυτό κι όταν τους προσεγγίζουμε, ανοίγονται με μεγάλη ευκολία. Ακόμη κι αν αυτό που ανοίγεται χρειάζεται τον χρόνο του.
Σε σύγκριση με έναν Γάλλο που είναι συνηθισμένος να συμπιέζει τις επιθυμίες του για να ρωτά παρακλητικά αν θα ήταν δυνατόν να λάβει κάτι, ο επιτακτικός και βιαστικός τόνος ενός Ρώσου δεν είναι καθόλου αγενής. Του επιτρέπει αντίθετα να δοκιμάσει την ικανότητά του στην ευγένεια. 'Οταν λέει απλά : "δώστε μου αυτό", πρέπει να το ερμηνεύσουμε σαν μία κατάφαση.
Ρώσοι φοιτητές παραπονιόντουσαν για την έλλειψη βάθους στις συνομιλίες που είχαν στη διάρκεια της παραμονής τους στη Γαλλία. Τα σοβαρά ερωτήματα της ζωής και του θανάτου απουσίαζαν πράγματι από τα γεύματα. Κυρίως για λόγους καλαισθησίας.
Η αμοιβαία ασυνεννοησία που επικρατεί σήμερα ανάμεσα σε Ρωσία και Δύση κάνει μήπως αδύνατη την προοπτική μιας κοινής ιστορίας, μιας ιστορικής κοινότητας ; Βέβαια, τα μεγάλα στάδια της ευρωπαϊκής ιστορίας μπορούν και βρίσκουν μια ιδιαίτερη απήχηση στη Ρωσία. Η μυθολογία όμως αυτή, που γεννήθηκε με τις αποικιοκρατικές αυτοκρατορίες, δεν ξεγελάει κανέναν. Ο ρωσικός κόσμος αντιστέκεται στην αναγγελία του θανάτου του Θεού και του τέλους του ανθρώπου, που κλόνισαν, καθώς διαμορφώνονταν, την ιστορική συνείδηση του Δυτικού ανθρώπου. Αντί για την ιστορία-καταστροφή, ο κόσμος εδώ αναφέρεται σε μια άλλη χρονική μέτρηση, εκείνη που επέτρεπε στον Ηράκλειτο να θεωρεί πως υπάρχει μία μόνιμη σπίθα σ' αυτό που δεν συμβαίνει ποτέ εντελώς και δεν εξαφανίζεται ποτέ εντελώς (σβήσιμο και άναμμα σε ρυθμισμένη εναλλαγή).
Οι σκέψεις αυτές μας οδηγούν στα πέρατα της Ευρώπης, στην άλλη πλευρά των Ουραλίων, εκεί όπου οι παγωμένες λίμνες δέχονται τους τελευταίους μετεωρίτες που έριξαν οι θεοί πριν από δύο χειμώνες, σε μια έκρηξη οργής : στα ίχνη που αφήνει το κουνάβι, το ελάφι, το ζαρκάδι, το αγριογούρουνο. Στα δάση με τις σημύδες και τα έλατα, εκεί όπου η παραμικρή μας αναπνοή μπορεί να μας προδώσει, ο στοχασμός γύρω από την πολιτική κοινότητα γίνεται πιο επίμονος.
Κι όταν έρχεται η νύχτα, ο ορίζοντας που εμφανίζεται μας περικυκλώνει από παντού. 'Ενας κάτοικος της Μεσογείου που έχει συνηθίσει να έχει μπροστά του τη θάλασσα ανακαλύπτει πως ο ουρανός είναι ένας τεράστιος θόλος που περιβάλλει τους γήινους απ' όλες τις πλευρές, ένας θόλος του οποίου τα όρια είναι αδύνατον να οριοθετηθούν.
Στους μείον τριάντα βαθμούς, έχεις μία πρώτη ιδέα του θεϊκού μηδενός. Η τεράστια μάζα ενέργειας που απελευθέρωσε η δημιουργία, σκορπίζοντας στην πορεία της τον καυτό ήλιο, τις αμμώδεις ερήμους, τα τροπικά δάση και τις εστίες κατοίκησης, μας έκαναν να ξεχάσουμε πως ο θεός είναι στ᾽ αληθινά το τίποτα. Το μή - είναι που του ανήκει από άποψη ουσίας είναι πολύ πιο κενό απ' ό, τι όλη η ανυπαρξία στην οποία ο άθεος πιστεύει, και πολύ πιο πλούσιο από κάθε ύπαρξη από την οποία ο πιστός ελπίζει να πιαστεί. Και οι δύο τους μοιράζονται ως προς αυτό την ιδέα ενός έτοιμου πράγματος που θα μας αρκούσε να δεχτούμε ή να απορρίψουμε την ύπαρξή του. Σαν να μπορούσε το θεϊκό να ικανοποιηθεί απ' αυτές τις απλοϊκές εναλλακτικές λύσεις.
Ξεχνάμε πως η ύπαρξη δεν είναι ένα πράγμα, πως είναι ακριβώς αυτό το τίποτα που ανήκει σε κάθε πράγμα, γι' αυτό και η ψυχή, που έγινε σλάβικη, επειδή ακριβώς το στοχάζεται, ανυψώνεται στην κατοικία της, στη γειτονιά των θεών.
Κείμενο-φωτογραφίες Καρλ Σαραφίδης.
σχόλια