Ακολουθώντας το δρόμο προς την αντίθετη πλευρά από τα Χάμπτονς, σε μια μικρή πόλη μακριά από τις παραλίες με τη λευκή άμμο, μια απλή ξύλινη πόρτα αγροκτήματος σε οδηγεί σε ένα πρόχειρο μονοπάτι στρωμένο με λάσπη και βότσαλα. Το μονοπάτι ελίσσεται ανάμεσα στις αγριοκερασιές που βρίσκονται σε ένα λιβάδι με ψηλό χορτάρι και καταλήγει σε μια αυλή στρωμένη με χαλίκι, η οποία περιβάλλεται από ένα τοίχο χτισμένο από ξεθωριασμένα τούβλα και καλυμμένο από αναρριχώμενες ανθισμένες τριανταφυλλιές. Παιώνιες, που είναι συνήθως το τελευταίο λουλούδι που θα επιβιώσει σε ένα κήπο, και το αυτοφυές βότανο Angelica φυτρώνουν διάσπαρτα στη βάση του τοίχου ενώ την ίδια στιγμή ζιζάνια ξεπέταγονται μέσα από τις πέτρες στο έδαφος. Το άνοιγμα μιας παλιάς ξύλινης πόρτας στον τοίχο είναι το μόνο σημάδι ότι έφτασες στο σπίτι.
«Η ατμόσφαιρα ξεκινά εδώ», εξηγεί η ιδιαίτερη σχεδιάστρια κήπων Μιράντα Μπρούκς, αναφερόμενη στην περιοχή που ξεκινάει από τον δρόμο και τελειώνει σε αυτή την ταπεινή μικρή ξύλινη πόρτα. Το τοπίο μοιάζει μαγικό, απόλυτα φυσικό, σα να μην έχει σχεδιαστεί τίποτα από όλα αυτά. Δεν είναι μια εικόνα που θα μπορούσε κανείς να περιμένει από την Άννα Γουίντουρ, γνωστή για την αυστηρή προσωπικότητά της.
Αλλά η Άννα Γουίντουρ που βρίσκεται στο σπίτι της τις μέρες του καλοκαιριού μάλλον δεν είναι η Άννα Γουίντουρ που ξέρουμε. Η ίδια θαύμαζε και στήριζε την Μπρούκς από την πρώτη τους γνωριμία, σχεδόν 25 χρόνια πριν στη Νέα Υόρκη, και όσο αφορά τον κήπο τής έχει δώσει πλήρη ελευθερία. «Η φιλία μου με την Μιράντα είναι από τις μεγαλύτερες χαρές της ζωής μου», έχει πει η Γουίντουρ. «Έχει δώσει σε μένα και την οικογένειά μου ένα πολύ ξεχωριστό κόσμο.»