Στο Τεύχος #06 του Μπλε Κομήτη, άρχισε πριν λίγες μέρες να δημοσιεύεται σε συνέχειες το graphic novel «Ληστές» το οποίο ξεκίνησαν να δουλεύουν εδώ και αρκετά χρόνια, πριν ακόμα και απ' τον Ερωτόκριτο, ο συγγραφέας Γιάννης Ράγκος και ο κομίστας Γιώργος Γούσης.
Πρόκειται για μια ιστορία εμπνευσμένη από αληθινά γεγονότα που συνέβησαν στην Ήπειρο και τα Βαλκάνια από το 1909 έως το 1930. Οι δημιουργοί του λένε σχετικά:
« Η ληστοκρατία -φαινόμενο όχι αποκλειστικά ελληνικό- εμφανίστηκε στην Ελλάδα για σχεδόν έναν αιώνα (1835-1930). Στη βάση της βρίσκεται η διαρκής στην ανθρώπινη ιστορία σύγκρουση παράδοσης και νεωτερικότητας και ειδικότερα η έντονη αντίθεση μεταξύ του συγκεντρωτικού κράτους με τις αυτόνομες κοινότητες του ορεινού χώρου. Ταυτόχρονα, αποτελεί την πρώτη μορφή οργανωμένου εγκλήματος -ένα είδος «τρομοκρατικής μπουρζουαζίας της υπαίθρου»[1]- που με παραλλαγές φτάνει ως σήμερα.
Στις αρχές, λοιπόν, του 20ου αιώνα και στη «ρωγμή» που δημιουργεί αυτή η σύγκρουση, δύο αδέρφια ταπεινής αγροτικής καταγωγής παίρνουν εκδίκηση για την άγρια δολοφονία του πατέρα τους και κατόπιν ακολουθούν τον μοναδικό δρόμο που τους απομένει: της παρανομίας, της άκαμπτης βίας και της αναμέτρησης με τους κρατικούς εξουσιαστικούς θεσμούς. Δεμένοι με το αίμα του πατέρα τους και, στην πορεία, των δεκάδων θυμάτων τους, εξασκημένοι να επιβιώνουν ο ένας δίπλα στον άλλον και μόνον έτσι, μαζί ακόμα και μετά τις μεταξύ τους διαμάχες θα παραμείνουν ενωμένοι όχι μόνον στην ακμή -όταν θα αναδειχθούν σε φόβητρο της Ηπείρου- αλλά και στην παρακμή και το μοιραίο τέλος τους. Παράλληλα, η δράση τους -αν και προέρχεται από τη ληστρική παράδοση του 19ου αιώνα- θα συνοδευτεί από την εισαγωγή νεοτερισμών που συναντάμε σε μεταγενέστερους τύπους εγκληματιών.
Στo «Ληστές», η αφήγηση -εμπνευσμένη από αληθινά περιστατικά- παρακολουθεί τη ζωή του Γιάννη και του Θύμιου Ντόβα από το 1909 ως τον θάνατό τους το 1930,που σφραγίζει συμβολικά τον επίλογο της εγχώριας ληστοκρατίας. Και, παράλληλα, τα μείζονα γεγονότα μιας περιόδου που διαμόρφωσε τον σημερινό «χάρτη» της χώρας. Η καμπύλη της ζωής τους παρουσιάζεται γραμμικά, χωρισμένη σε τέσσερα ισομεγέθη μέρη που το καθένα εισάγεται και ολοκληρώνεται με την κερματισμένη σκηνή της εκτέλεσής τους.
Πρόκειται για μια ιστορία στην οποία συνυπάρχουν η μαφιόζικη δράση με την ελληνική εκδοχή της γουέστερν κουλτούρας, ο «κώδικας τιμής» των παρανόμων με τη διαφθορά της εξουσίας, το χρονικό με την ηθογραφία, το παρελθόν με το επίκαιρο. Στον πυρήνα, εντούτοις, βρίσκονται δύο άνθρωποι που η κοινωνία περιέθαλψε και χρησιμοποίησε, χωρίς ωστόσο να προβλέψει τη δίχως όρια πορεία τους. Δύο άνθρωποι, που αναρριχήθηκαν μέχρι την κορυφή του βουνού, αφήνοντας πίσω τους μια παχιά γραμμή αίματος, και αντί να απολαύσουν τη θέα από ψηλά, πήδηξαν πάλι στο κενό νοσταλγώντας το εθιστικό αίσθημα της ανάβασης...
[1] Eric Hobsbawm: «Ληστές», Θεμέλιο 2010