Σε ένα ελληνικό λιμάνι, όπου μόνο για τα σεκλέτια τους έχουν να ανησυχούν, απλώνεται πυκνή ομίχλη, κάτοικοι εξαφανίζονται μυστηριωδώς ή περπατούν σαν υπνωτισμένοι προς τη θάλασσα. Σύντομα η απειλή θα λάβει τη μορφή απόκοσμων λαβκραφτιανών εισβολέων και η σωτηρία της ελληνικής λεβεντιάς θα εξαρτηθεί από τις διπλοπενιές και την αντίσταση μιας ετερόκλητης ομάδας ντόπιων.

 

Ρεμπέτες, τσαρουχικοί ναύτες, απειλητικά πλοκάμια, μελοποιημένος Καρυωτάκης, ζεϊμπέκικα βαριά κι ημίγυμνα, η παυσίπονος δύναμη του μπουζουκιού κι ο… παπα-ζόμπι είναι τα υλικά που χρησιμοποιεί η δημιουργική ομάδα πίσω από το Μινόρε για να ετοιμάσει το μεταμεσονύκτιο κινηματογραφικό πιάτο της. Μόνο που κατά την εκτέλεση της συνταγής τα κάνει μαντάρα, αψηφώντας την οικονομία που διέπει το σινεμά αναφοράς, αφήνοντας σκηνές του ενός χωρατού να διαρκούν μία αιωνιότητα και μία ημέρα, πιστεύοντας ότι η (λειψή) μυθολογία αρκεί για να αναπληρώσει το (ανύπαρκτο) δράμα και καθυστερώντας δραματικά να φτάσει στην ταινία που πλήρωσαν oι περισσότεροι για να δουν, η οποία έρχεται στα μισά της τρίτης πράξης.

 

Μεμονωμένα, η σεκάνς της επίθεσης στην ταβέρνα συνιστά ένα αξιόμαχο μικρού μήκους, ο μόχθος στην παρασκευή των οπτικών εφέ αποδίδει στην οθόνη, εκτιμάς και την (καλοπροαίρετη) προσπάθεια εμπλουτισμού του εγχώριου κανόνα του φανταστικού με έναν ακόμα εκπρόσωπό του, αλλά ας είμαστε σοβαροί. Μπροστά στο Μινόρε, το Κακό μοιάζει με Σαμ Ρέιμι.