Η ταινία που θα έπρεπε να είχε κερδίσει τον Χρυσό Φοίνικα.

 

Εκεί που νομίζαμε πως ο Λάζλο Νέμες είπε την τελευταία κινηματογραφική λέξη για το Ολοκαύτωμα, με τον ζόφο να περικυκλώνει τους μελλοθάνατους ανθρώπινους αριθμούς και τον καυτό θάνατο να στάζει σε κάθε πλάνο του Γιου του Σαούλ, έρχεται ο Τζόναθαν Γκλέιζερ για να μας κάνει να στρέψουμε το βλέμμα από την άλλη πλευρά του τοίχου, στην αντίπερα όχθη του ποταμού Σόλα, που χωρίζει το άψογο σπίτι του Ρούντολφ Ες και της πολυμελούς οικογένειάς του από το κρεματόριο του Άουσβιτς, που οι ναζί αποκαλούσαν κατ’ ευφημισμόν «Ζώνη Ενδιαφέροντος» («Interessengebiet»).

 

Ο Βρετανός σκηνοθέτης επιστρέφει 10 χρόνια μετά το Under the Skin, μια στυλιζαρισμένη ποιητική φρίκη, αφήνοντας κατά μέρος την αλληγορία, αλλά διατηρώντας την αδιαπραγμάτευτη διάθεσή του να μεταδώσει έναν υφέρποντα τρόμο στον θεατή, αψηφώντας την κατηγοριοποίηση και αδιαφορώντας για τις πρόχειρες αντιδράσεις. Μαζί με τον Κρίστοφερ Νόλαν και τον Τοντ Φιλντ, συγκροτούν την ιδιότυπη τριανδρία των επιγόνων του Κιούμπρικ, και η Ζώνη Ενδιαφέροντος φέρνει στον λίγο καλπάζοντα νου τη Λάμψη: όπως το ξενοδοχείο Overlook φιλοξενούσε μια οικογένεια σε άρνηση για τα μυστικά που κρύβονταν μπροστά στα απασχολημένα μάτια και κάτω απ’ τη ναρκωμένη λογική της, έτσι η κατοικία των ονείρων του αξιωματικού Ρούντολφ Ες, της συζύγου του, Χέντβιγκ, και των τεσσάρων παιδιών τους λειτουργεί, χωρίς το horror genre ως καταλύτη, σαν κιβωτός ψευδαίσθησης μιας κανονικότητας.

 

Εδώ έρχεται η ασυνήθιστη προσέγγιση του Γκλέιζερ: ενώ το ομότιτλο μυθιστόρημα του Μάρτιν Άμις (ο οποίος έφυγε από τη ζωή πριν από μερικές ημέρες, σχεδόν ταυτόχρονα με την προβολή της ταινίας στο επίσημο διαγωνιστικό του Φεστιβάλ Καννών) ξεφεύγει με την πλοκή του από την οικογενειακή καθημερινότητα των Ες, η Ζώνη Ενδιαφέροντος όχι μόνο επιμένει σ’ αυτήν, αλλά σε πρώτο επίπεδο φαίνεται να την καταγράφει αρχειακά.

 

Μετά από την αρχική σεκάνς στο ποτάμι, ένα ειδυλλιακό απομεσήμερο με χάζι, βουτιές και πικνίκ, το πρωτόκολλο τηρείται κατά γράμμα, ο άνδρας φεύγει για τη δουλειά, τα παιδιά μένουν σπίτι για να ξεκαλοκαιριάσουν με παιχνίδια, η Χέντβιγκ κουτσομπολεύει με φίλες, τακτοποιεί συνεχώς και φροντίζει τον κήπο, ενώ οι εργάτες κάνουν δουλειές και η οικιακή βοηθός αναλαμβάνει τα υπόλοιπα και σερβίρει, με τρεμάμενο χέρι, χαμηλωμένο βλέμμα και την ψυχή στο στόμα. Κυρίως, πόρτες ανοίγουν και κλείνουν, τα φώτα σβήνουν κάθε βράδυ ίδια ώρα, διάδρομοι διασχίζονται, όλα επαναλαμβάνονται, κανείς δεν σπεύδει. Ο μεγαλύτερος γιος, στο σκίρτημα του φλερτ, συγκρίνει χρυσά δόντια λίγο πριν κοιμηθεί, τα πολύτιμα αποκτήματά του – μάλλον τα αντάλλαξε για κάτι ευτελές. Ο μικρότερος αδελφός του προβάρει πολεμικές κινήσεις, όπως όλα τα παιδιά του κόσμου εκείνη την εποχή, αν δεν είχαν ήδη πεθάνει. Κι όταν η μικρή κόρη κλαίει το βράδυ, ο πατέρας της είναι αυτός που τη νανουρίζει και την ηρεμεί.

 

Σε ένα κοντινό, φαντασιακό σύμπαν, παρακολουθούμε ένα όνειρο, σαν αρνητική εκτύπωση φιλμ μικρού μήκους: ένα κορίτσι κλέβει φρούτα και ξεφεύγει από τους φρουρούς με το ποδήλατό της, περνώντας τα λαθραία μέσα στο στρατόπεδο. Κατά κάποιον τρόπο, το διακεκομμένο παραμύθι, ένα αληθοφανές animation σπαρμένο στην πλοκή, το αντίστοιχο artifice με το μέλαν υγρό που κατάπινε τους άνδρες στο Under the Skin, ξεφεύγει από την ασπρόμαυρη παρένθεσή του, όταν μια πόρτα ανοίγει και το υποδέχεται στην πραγματικότητα – είναι μια ιστορία αληθινή, που κέντρισε το ενδιαφέρον του Γκλέιζερ και την ενέταξε στην ταινία.

 

Απέναντι, ένας αντιστικτικός οπτικοακουστικός κόλαφος απειλεί να σπάσει την παραδοξότητα της απαγορευτικής εγγύτητας. Οι μηχανές δουλεύουν, τα φουγάρα σκοτεινιάζουν τον ουρανό, η ζωή σβήνει πνιγμένη από την άρια συμμετρία ενός νοικοκυριού που η Χέντβιγκ δεν συζητάει καν να αποχωριστεί, όταν ο Ρούντολφ βρίσκει μετά βίας ένα ξέφωτο θάρρους για να της ανακοινώσει τη μη διαπραγματεύσιμη μετάθεσή του στα κεντρικά, στο Οράνιεμπουργκ του Βερολίνου. «Εσύ πήγαινε, αλλά εγώ και τα παιδιά δεν θα σε ακολουθήσουμε», του μηνύει. Πρόσκαιρα εκνευρισμένος από την αντίδραση και βαθύτερα προβληματισμένος από τη νεφελώδη πρόθεση των ανωτέρων του, δεν μπορεί παρά να δεχθεί τον πολλαπλό εκβιασμό. Η υποδοχή που του επιφυλάσσουν δεν στέκει στο ύψος της υψηλής απόδοσής του. Είναι ένας Γερμανός executive, ένα στέλεχος του κρατικού θηρίου, και μάλλον δεν έχουν καταλάβει πως έχει χτίσει τα θεμέλια της υλοποίησης του μεγάλου σχεδίου.

 

Αν γνωρίζουμε από πριν (και είναι πολύ εύκολο να τη μάθουμε ούτως ή άλλως) την πολιτεία του διαβόητου εξολοθρευτή των Εβραίων στον πόλεμο, τον πιστό, στον Χίτλερ και τον Θεό, στρατιωτικό που προγραμμάτισε τον θάνατο ενός εκατομμυρίου ανθρώπων σαν να έβγαζε στην αγορά ισόποσο αριθμό αυτοκινήτων για να κάμψει τον ανταγωνισμό, βλέπουμε το flip side ενός διαβόητου καθάρματος.

 

Ο Γκλέιζερ δεν παρέχει παραπάνω πληροφορίες, και σε περίπτωση που κάποιοι θεατές δεν έρθουν wiki-ενημερωμένοι, υποψιάζονται πως ο κύριος που φιλάει τα παιδιά του και το άλογό του όταν τα αποχωρίζεται, και που μπορεί να έχει πέσει θύμα πλεκτάνης από τον εσωτερικό ανταγωνισμό, όπως υπονοείται μετά τη συνάντησή του με τους εγκέφαλους στην πρωτεύουσα, είναι ένας καθ’ όλα νορμάλ εργαζόμενος που εκτελεί εντολές. Άβολο. Αλλά νορμάλ. «Das war’s», υποθέτω πως θα αναφωνούσε η Χάνα Άρεντ, αν ζούσε και έβλεπε την ταινία. Αυτό είναι, κάπως έτσι μοιάζει η κοινοτοπία του κακού, με μίμηση του κανονικού, τουλάχιστον στην αναπαράστασή του, γιατί το χειρότερο που συμβαίνει στην απεικόνιση ενός αληθινού εγκλήματος είναι ο a priori αφορισμός του ως τερατώδους. Και ακόμη πιο εφιαλτική είναι η συνειδητοποίηση πως η άρνηση μιας τόσο παράλογης πράξης τελικά δεν είναι και τόσο θεαματική, ψυχολογικά δικαιολογημένη ή κινηματογραφικά φωτογενής.

 

Το Zone of Interest ανοίγει και κλείνει με την ηφαιστιώδη συμφωνική σύλληψη τ@ Μίκα «Μίκατσου» Λέβι, που δίνει τον τόνο και κλείνει ως επίλογος μια μεγαλειωδώς ελλειπτική τροχιά αφήγησης, που υπνωτίζει αλλά δεν ναρκώνει. Αντιθέτως, θίγει για πρώτη φορά την όψη του κακού όπως καθρεφτίζεται από τα ανιαρά, συνηθισμένα, μπανάλ παραλειπόμενα μιας καθημερινότητας, με τον θεατή να το παρακολουθεί και να το παρατηρεί ταυτόχρονα, σαν συνεχές έκθεμα, που αντιπαρατίθεται με το Άουσβιτς όπως είναι τώρα – το σουβενίρ που παίρνουμε φεύγοντας ξεπερνά το ανατριχιαστικό, ίσως γιατί είναι τόσο ακίνητο.

 

Δεν είναι ένα τυπικό δράμα για το Ολοκαύτωμα, υπάρχουν τόσα πολλά, δεν χρειαζόταν άλλο, ούτε ακριβώς μια σπουδή στην προέλευση του κακού, το θέμα αυτό το έκλεισε ο Χάνεκε με τη Λευκή Κορδέλα. Μακριά από μουσειακό objet d’ art, παρά την πρόδηλη κατασκευαστική της πρόθεση και την απόσταση της κάμερας από τα «θέματά» της, η ταινία έχει τόσο πλούτο στις συνδέσεις και τις σχέσεις των επιμέρους στοιχείων της, που μόνο στον χρόνο θα τις εκτιμήσουμε στο ακέραιο – συνδιαλέγονται συνεχώς με την ταινία και δεν σταματούν τον ψίθυρό τους.

 

Κι αν οι ηθοποιοί δεν δύνανται να μας αποδείξουν τι ερμηνεύουν, με την κάμερα να κρατά τις αποστάσεις της από αυτούς και τις εκφράσεις τους, υπάρχει ένας φοβερός χαρακτήρας, περιφερειακός, τόσο δηλωτικός. Η μητέρα της Χέντβιγκ την επισκέπτεται και βλέπει για πρώτη φορά το περίφημο καινούργιο σπίτι. Το θαυμάζει, ειδικά τον κήπο. Η Χέντβιγκ αποζητά τον έπαινο για το επίτευγμά της και τον αποσπά επανειλημμένα. Η «γιαγιά» επισκέπτρια ήταν καθαρίστρια και αντί άλλης τυχαίας κουβέντας επισημαίνει πως δίπλα έχουν εκείνους που κάποτε υπηρετούσε, σε κάτι που μοιάζει με φυλακή, «για αυτά τα εβραϊκά πράγματα που έκαναν», γενικώς και αορίστως. Η κόρη της δεν δίνει τόση σημασία, επιδεικνύει την κηπουρική. Μόνο αργότερα, το βράδυ, η μητέρα της, με τη δραστηριότητα να αντιφεγγίζει στο παράθυρό της, αντιλαμβάνεται, ακίνητη, σαν να μη θέλει να την πάρουν χαμπάρι. Στο πρόσωπό της μιλάνε σιωπηλά εκατομμύρια συμπατριώτες της.

 

Η Ζιστίν Τριέ με την Ανατομία μιας Πτώσης αφήνει μια γυναίκα που κατηγορείται για τον θάνατο του συζύγου της να διατηρήσει το προνόμιο της αξιοπρέπειάς της, προτείνοντας την αμφισημία σε ένα σασπένς διαδικασίας. Υπέροχη, Χρυσός Φοίνικας και επιτέλους αποκάλυψη στο ευρύ κοινό με τη δυναμική και ταλαντευόμενη ερμηνεία της η Σάντρα Χούλερ (Τόνι Έρντμαν), η οποία πρωταγωνιστεί και στον ρόλο της Χέντβιγκ στο Zone of Interest. Ωστόσο η ταινία της Τριέ δεν συγκρίνεται με αυτό το θρίλερ της σημειολογίας του τρόμου, που χτυπάει την Ιστορία στο πιο ευαίσθητο σημείο της, στη σιγουριά της αλήθειας.